Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η σημερινή περιοχή της Ρουμανίας, και ειδικά το ιστορικό τμήμα της Βλαχίας, ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνόφωνο κόσμο, τουλάχιστον από την εποχή που ο Οθωμανός Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη όρισε ως κυβερνήτες της Φαναριώτες ελληνόφωνους ορθόδοξους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδρικοί πληθυσμοί από τα ελληνόφωνα εδάφη, κυρίως από την Ήπειρο, μετανάστευσαν προς την περιοχή της Ρουμανίας. Αποτελέσματα αυτών των συνδέσεων είναι ορατά ακόμη και στα σημερινά ενεργά ρεπερτόρια, όπως για παράδειγμα στο Ζαγόρι. Στις δε αστικές λαϊκές πραγματώσεις, έτσι όπως αυτές εισήλθαν στην ελληνική δισκογραφία, αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις που καταδεικνύουν τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ντόινας, χόρας και σίρμπας με τα ελληνικά αντίστοιχα του σκάρου, χασάπικου και σέρβικου (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017b: 133-161). Οι ευρύτατες αυτές οντότητες απαντούν μαζικά, ακόμη και στα «γυρίσματα» των α λα γκρέκα μανέδων, στο τελευταίο δηλαδή τμήμα τους. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι πηγές που ονοματίζουν τον διάσημο στην εποχή του βιολιστή Γιοβανίκα, ο οποίος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε για αρκετά χρόνια στο Γαλάτσι, ως τον μουσικό ο οποίος εδραίωσε το περιβόητο «Μινόρε» στη Σμύρνη. Επιπλέον, στα ρουμανικά εδάφη μαρτυρούνται και οι συναντήσεις μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους ανατολικούς ασκενάζι εβραίους. Τα προϊόντα αυτών των αλληλο-επιρροών είναι επίσης ορατά στην ιστορική δισκογραφία. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε την γεωγραφική θέση της Ρουμανίας, καθώς αποτελεί κόμβο-κλειδί των διαδρομών που εκκινούν από την Βαλτική και φθάνουν στη Μεσόγειο, αλλά και από τα κεντρικά της Ευρώπης προς την Ρωσική Αυτοκρατορία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν πολυποίκιλα ρεπερτόρια και προέρχονται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Γράφει για τον "Καροτσιέρη" (ή και Καροτσέρη) ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 136 και 148–150), επιχειρώντας «μια πρώτη προσέγγιση της διείσδυσης των λαϊκών μουσικών παραδόσεων της Ρουμανίας στις ελληνικές αντίστοιχες, με βάση τις δισκογραφικές πηγές […] Το κομμάτι φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα γνωστό στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα συνδεδεμένο με την περιοχή των Ταταύλων, πράγμα που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στον ελληνικό στίχο “Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα”, καθώς και στην παραλλαγή “Καροτσέρη μάνι-μάνι, πάμε στο μπακλαχοράνι”. Η μελωδία όμως είναι προγενέστερη: είναι η πασίγνωστη “Hora Morii”, γνωστή επίσης και ως “La Moara la harta-scarta”, της οποίας το θέμα χρησιμοποιεί ο George Enescu το 1901 στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11) [βλέπε εδώ στο 05:48''], δηλώνοντας ότι ενσωματώνει λαϊκές μελωδίες από την παράδοση των lautari. Σε ποιον ανήκει η πατρότητα της συγκεκριμένης μελωδίας; Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, δεδομένης της προφορικής διάδοσης και της διαρκούς αναδιαπραγμάτευσης του μουσικού περιεχομένου λαϊκών παραδόσεων όπως η συγκεκριμένη, που διακτινίζονται σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος. Οι ερευνητές δίνουν έμφαση στον εντοπισμό της αρχαιότερης καταγραφής, ωστόσο, όσο και αν αυτή φωτίζει τους τρόπους διάδοσης, δεν αρκεί για να πιστοποιήσει την καταγωγή. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι πρωτίστως η αρτιότερη δομή στην εκτέλεση του κομματιού από την παράδοση των lautari που καθιστά προφανή την εκείθεν προέλευσή της. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ωστόσο, είναι ότι οι μουσικοί της Κωνσταντινούπολης όχι μόνο οικειοποιήθηκαν τις παράγωγες μελωδίες, αλλά και τις “κεφαλαιοποίησαν” ως στοιχείο ταυτότητας, μέσω της δισκογραφίας, όπου αποτυπώνονται ως Πολίτικο χασάπικο [βλέπε εδώ, εδώ και εδώ], Ταταυλιανό χασάπικο [βλέπε εδώ και εδώ], Γαλατιανό χασάπικο [βλέπε εδώ] και Πολίτικο συρτό [βλέπε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ]. Σε όλα τα παραπάνω οι μελωδίες μπορεί να είναι είτε κοινές, είτε παραλλαγμένες, διατηρώντας όμως την χαρακτηριστική ρυθμολογική και μορφολογική συγκρότηση η οποία προσδιορίζει το δίδυμο χασάπικο-σίρμπα (σέρβικο)».
Το μουσικό θέμα του καροτσέρη υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται και εντός άλλων τραγουδιών, ως μικρό διαβατικό θέμα. Βλέπε για παράδειγμα: “Το καλοκαίρι τώρα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Φωτιά και νιάτα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”, “Βαρβάρα”, “Ρωμαίικο γλέντι”.
Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι το 1901 ο George Enescu στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11), εκτός από το μουσικό θέμα του "Καροτσιέρη" [βλ. εδώ στο 05':48''], χρησιμοποιεί άλλα δύο δημοφιλή και στο ελληνικό ρεπερτόριο θέματα: αυτό του τραγουδιού "Καρμανιόλα" (ή "Η φλογερή σου η ματιά" ή "Σαν αποθάνω") [βλ. εδώ στο 03':00'' και εδώ στο 04':20''] καθώς και του τραγουδιού "Βλάχα ξακουστή" [βλ. εδώ στο 09':30''].
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ηχογράφηση, η οποία προέρχεται από το αρχείο του Σταύρου Κουρούση. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση, η οποία πιθανότατα πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο, συμπεριλαμβάνεται στο CD που συνοδεύει το βιβλίο του Αριστομένη Καλυβιώτη Σπάνιες ηχογραφήσεις μικρών εταιρειών 1905-1930 (2020). Πρόκειται για ηχογράφηση που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία La Fonografia Nazionale, πιθανώς μέσα στην δεκαετία του 1920 (A 5298). Η στρατιωτικού τύπου ορχήστρα Banda Orfeo, εκτελεί την βασική-αρχική μελωδία μαζί με ένα μόνο από τα πολλά αντιθέματα ή πάρτες που συναντάμε σε άλλες ηχογραφήσεις του σκοπού.
Τον Μάιο του 1920 ο Abe Schwartz, στο βιολί, μαζί με την κόρη του Sylvia Schwartz, στο πιάνο, ηχογραφούν στη Νέα Υόρκη (Columbia 86286 – E4825) το "אָריענטאַל האָרע" (Oriental hora), στο οποίο ο σκοπός του «Καροτσέρη» συνδυάζεται με μία άλλη γνώριμη στο ελληνικό ρεπερτόριο μελωδία, αυτή του τραγουδιού «Περσεφόνη μου γλυκιά». Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και με τον τίτλο "Foaie verde, foaie lata hora" (Columbia 86286 – 31018-F). Στις 17 Ιουλίου του 1924, ηχογραφείται για λογαριασμό της Victor το ορχηστρικό με τίτλο "דאס טייערסטע אין בוקאווינא" (Das teuerste in Bukowina, Κάμντεν, Νέα Υερσέη, Victor B 30393 – 77776). Πρωταγωνιστής της εκτέλεσης είναι ο Naftule Brandwein και η ορχήστρα του. Ένα περίπου χρόνο αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1925, ο Harry Kandel και η ορχήστρα του ηχογραφούν στο Κάμντεν της Νέα Υερσέης το επίσης ορχηστρικό "פרעהליכע רוסישקע" (Froeliche Rusiska, Victor BVE-33066 -78613-B). Όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και τακτοποιημένο αρχείο Mayrent Collection of Yiddish Recordings, που βρίσκεται πλέον στο University of Wisconsin-Madison ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε στην αγορά τον Ιανουάριο του 1925 και ο δεύτερος γύρω στο 1925.
Στις 7 Νοεμβρίου του 1927, ηχογραφείται από την Orthophonic – Victor στη Νέα Υόρκη το ορχηστρικό με τίτλο “Karotseris” [BVE 40605 – Victor 80322 (ελληνικό κοινό) / Orthophonic S 327 (ελληνικό κοινό) / Victor 19021 (ρουμάνικο κοινό)]. Βιολί παίζει ο Lazaros Constantine, ο οποίος στα κιτάπια της Orthophonic εμφανίζεται και ως Constantin, Constantinof, Constantinos, και Lazajos Constantine. Πιάνο παίζει ο Michael Corm.
Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια. Συγκεκριμένα, η ουκρανική ορχήστρα του Dymytro Kornienko, ηχογραφεί στην Νέα Υόρκη, περίπου τον Ιούνιο του 1929, το οργανικό κομμάτι με τίτλο “Румунка коломийка” (Rumunka Kolomyjka: Okeh 15588 – W 402436), το οποίο παραπέμπει στον σκοπό του “Εγώ θέλω πριγκηπέσσα”. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο ποτ-πουρί ακούγεται και μία άλλη γνώριμη στο ελληνικό ρεπερτόριο μελωδία, αυτή του Καροτσέρη.
Στις 18 Ιουλίου του 1941, η τσιγγάνικη ορχήστρα του V. Selinescu ηχογραφεί στην Αμερική το ορχηστρικό “Sarba Calului” (Columbia CO30051 – C64-4 – 36241). Μετά το πρώτο λεπτό, ο σκοπός του καροτσέρη έρχεται και πάλι στο προσκήνιο.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στο αρμενικό ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα το 1945 οι Levon Madoyan (φλάουτο), Gagik Gyurdzhyan (duduk), Vache Hovsepyan (dhol) πραγματοποιούν στο Ερεβάν την ηχογράφηση "СОХАК" (Aprelevka Plant 13035 - 13035).
Τα πρώτα 50 δευτερόλεπτα του τραγουδιού “Gib mir Bessarabia” (Columbia CO 37069 – 8242 F), δηλαδή, «δώσε μου την Βεσσαραβία», παραπέμπουν στον σκοπό του “Εγώ θέλω πριγκηπέσσα”. Από το δεύτερο λεπτό της ηχογράφησης, η ορχήστρα εκτελεί τον περιβόητο σκοπό του καροτσέρη. Πρόκειται για ηχογράφηση που πραγματοποιείται περίπου τον Οκτώβριο του 1946 στην Νέα Υόρκη, για λογαριασμό της Columbia. Συντελεστές: ο Aaron Lebedeff και η ορχήστρα του Sholom Secunda.
Στην Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η δισκογραφία θα επιδράσει καταλυτικά τη διακίνηση μουσικών, η οποία αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων, διαμορφώνοντας μία νέα συνθήκη. Αυτή τη φορά, το δίκτυο που προκύπτει ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η σημερινή περιοχή της Ρουμανίας, και ειδικά το ιστορικό τμήμα της Βλαχίας, ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνόφωνο κόσμο, τουλάχιστον από την εποχή που ο Οθωμανός Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη όρισε ως κυβερνήτες της Φαναριώτες ελληνόφωνους ορθόδοξους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδρικοί πληθυσμοί από τα ελληνόφωνα εδάφη, κυρίως από την Ήπειρο, μετανάστευσαν προς την περιοχή της Ρουμανίας. Αποτελέσματα αυτών των συνδέσεων είναι ορατά ακόμη και στα σημερινά ενεργά ρεπερτόρια, όπως για παράδειγμα στο Ζαγόρι. Στις δε αστικές λαϊκές πραγματώσεις, έτσι όπως αυτές εισήλθαν στην ελληνική δισκογραφία, αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις που καταδεικνύουν τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ντόινας, χόρας και σίρμπας με τα ελληνικά αντίστοιχα του σκάρου, χασάπικου και σέρβικου (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017b: 133-161). Οι ευρύτατες αυτές οντότητες απαντούν μαζικά, ακόμη και στα «γυρίσματα» των α λα γκρέκα μανέδων, στο τελευταίο δηλαδή τμήμα τους. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι πηγές που ονοματίζουν τον διάσημο στην εποχή του βιολιστή Γιοβανίκα, ο οποίος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε για αρκετά χρόνια στο Γαλάτσι, ως τον μουσικό ο οποίος εδραίωσε το περιβόητο «Μινόρε» στη Σμύρνη. Επιπλέον, στα ρουμανικά εδάφη μαρτυρούνται και οι συναντήσεις μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους ανατολικούς ασκενάζι εβραίους. Τα προϊόντα αυτών των αλληλο-επιρροών είναι επίσης ορατά στην ιστορική δισκογραφία. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε την γεωγραφική θέση της Ρουμανίας, καθώς αποτελεί κόμβο-κλειδί των διαδρομών που εκκινούν από την Βαλτική και φθάνουν στη Μεσόγειο, αλλά και από τα κεντρικά της Ευρώπης προς την Ρωσική Αυτοκρατορία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν πολυποίκιλα ρεπερτόρια και προέρχονται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Γράφει για τον "Καροτσιέρη" (ή και Καροτσέρη) ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 136 και 148–150), επιχειρώντας «μια πρώτη προσέγγιση της διείσδυσης των λαϊκών μουσικών παραδόσεων της Ρουμανίας στις ελληνικές αντίστοιχες, με βάση τις δισκογραφικές πηγές […] Το κομμάτι φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα γνωστό στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα συνδεδεμένο με την περιοχή των Ταταύλων, πράγμα που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στον ελληνικό στίχο “Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα”, καθώς και στην παραλλαγή “Καροτσέρη μάνι-μάνι, πάμε στο μπακλαχοράνι”. Η μελωδία όμως είναι προγενέστερη: είναι η πασίγνωστη “Hora Morii”, γνωστή επίσης και ως “La Moara la harta-scarta”, της οποίας το θέμα χρησιμοποιεί ο George Enescu το 1901 στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11) [βλέπε εδώ στο 05:48''], δηλώνοντας ότι ενσωματώνει λαϊκές μελωδίες από την παράδοση των lautari. Σε ποιον ανήκει η πατρότητα της συγκεκριμένης μελωδίας; Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, δεδομένης της προφορικής διάδοσης και της διαρκούς αναδιαπραγμάτευσης του μουσικού περιεχομένου λαϊκών παραδόσεων όπως η συγκεκριμένη, που διακτινίζονται σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος. Οι ερευνητές δίνουν έμφαση στον εντοπισμό της αρχαιότερης καταγραφής, ωστόσο, όσο και αν αυτή φωτίζει τους τρόπους διάδοσης, δεν αρκεί για να πιστοποιήσει την καταγωγή. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι πρωτίστως η αρτιότερη δομή στην εκτέλεση του κομματιού από την παράδοση των lautari που καθιστά προφανή την εκείθεν προέλευσή της. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ωστόσο, είναι ότι οι μουσικοί της Κωνσταντινούπολης όχι μόνο οικειοποιήθηκαν τις παράγωγες μελωδίες, αλλά και τις “κεφαλαιοποίησαν” ως στοιχείο ταυτότητας, μέσω της δισκογραφίας, όπου αποτυπώνονται ως Πολίτικο χασάπικο [βλέπε εδώ, εδώ και εδώ], Ταταυλιανό χασάπικο [βλέπε εδώ και εδώ], Γαλατιανό χασάπικο [βλέπε εδώ] και Πολίτικο συρτό [βλέπε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ]. Σε όλα τα παραπάνω οι μελωδίες μπορεί να είναι είτε κοινές, είτε παραλλαγμένες, διατηρώντας όμως την χαρακτηριστική ρυθμολογική και μορφολογική συγκρότηση η οποία προσδιορίζει το δίδυμο χασάπικο-σίρμπα (σέρβικο)».
Το μουσικό θέμα του καροτσέρη υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται και εντός άλλων τραγουδιών, ως μικρό διαβατικό θέμα. Βλέπε για παράδειγμα: “Το καλοκαίρι τώρα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Φωτιά και νιάτα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”, “Βαρβάρα”, “Ρωμαίικο γλέντι”.
Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι το 1901 ο George Enescu στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11), εκτός από το μουσικό θέμα του "Καροτσιέρη" [βλ. εδώ στο 05':48''], χρησιμοποιεί άλλα δύο δημοφιλή και στο ελληνικό ρεπερτόριο θέματα: αυτό του τραγουδιού "Καρμανιόλα" (ή "Η φλογερή σου η ματιά" ή "Σαν αποθάνω") [βλ. εδώ στο 03':00'' και εδώ στο 04':20''] καθώς και του τραγουδιού "Βλάχα ξακουστή" [βλ. εδώ στο 09':30''].
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ηχογράφηση, η οποία προέρχεται από το αρχείο του Σταύρου Κουρούση. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση, η οποία πιθανότατα πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο, συμπεριλαμβάνεται στο CD που συνοδεύει το βιβλίο του Αριστομένη Καλυβιώτη Σπάνιες ηχογραφήσεις μικρών εταιρειών 1905-1930 (2020). Πρόκειται για ηχογράφηση που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία La Fonografia Nazionale, πιθανώς μέσα στην δεκαετία του 1920 (A 5298). Η στρατιωτικού τύπου ορχήστρα Banda Orfeo, εκτελεί την βασική-αρχική μελωδία μαζί με ένα μόνο από τα πολλά αντιθέματα ή πάρτες που συναντάμε σε άλλες ηχογραφήσεις του σκοπού.
Τον Μάιο του 1920 ο Abe Schwartz, στο βιολί, μαζί με την κόρη του Sylvia Schwartz, στο πιάνο, ηχογραφούν στη Νέα Υόρκη (Columbia 86286 – E4825) το "אָריענטאַל האָרע" (Oriental hora), στο οποίο ο σκοπός του «Καροτσέρη» συνδυάζεται με μία άλλη γνώριμη στο ελληνικό ρεπερτόριο μελωδία, αυτή του τραγουδιού «Περσεφόνη μου γλυκιά». Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και με τον τίτλο "Foaie verde, foaie lata hora" (Columbia 86286 – 31018-F). Στις 17 Ιουλίου του 1924, ηχογραφείται για λογαριασμό της Victor το ορχηστρικό με τίτλο "דאס טייערסטע אין בוקאווינא" (Das teuerste in Bukowina, Κάμντεν, Νέα Υερσέη, Victor B 30393 – 77776). Πρωταγωνιστής της εκτέλεσης είναι ο Naftule Brandwein και η ορχήστρα του. Ένα περίπου χρόνο αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1925, ο Harry Kandel και η ορχήστρα του ηχογραφούν στο Κάμντεν της Νέα Υερσέης το επίσης ορχηστρικό "פרעהליכע רוסישקע" (Froeliche Rusiska, Victor BVE-33066 -78613-B). Όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και τακτοποιημένο αρχείο Mayrent Collection of Yiddish Recordings, που βρίσκεται πλέον στο University of Wisconsin-Madison ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε στην αγορά τον Ιανουάριο του 1925 και ο δεύτερος γύρω στο 1925.
Στις 7 Νοεμβρίου του 1927, ηχογραφείται από την Orthophonic – Victor στη Νέα Υόρκη το ορχηστρικό με τίτλο “Karotseris” [BVE 40605 – Victor 80322 (ελληνικό κοινό) / Orthophonic S 327 (ελληνικό κοινό) / Victor 19021 (ρουμάνικο κοινό)]. Βιολί παίζει ο Lazaros Constantine, ο οποίος στα κιτάπια της Orthophonic εμφανίζεται και ως Constantin, Constantinof, Constantinos, και Lazajos Constantine. Πιάνο παίζει ο Michael Corm.
Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια. Συγκεκριμένα, η ουκρανική ορχήστρα του Dymytro Kornienko, ηχογραφεί στην Νέα Υόρκη, περίπου τον Ιούνιο του 1929, το οργανικό κομμάτι με τίτλο “Румунка коломийка” (Rumunka Kolomyjka: Okeh 15588 – W 402436), το οποίο παραπέμπει στον σκοπό του “Εγώ θέλω πριγκηπέσσα”. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο ποτ-πουρί ακούγεται και μία άλλη γνώριμη στο ελληνικό ρεπερτόριο μελωδία, αυτή του Καροτσέρη.
Στις 18 Ιουλίου του 1941, η τσιγγάνικη ορχήστρα του V. Selinescu ηχογραφεί στην Αμερική το ορχηστρικό “Sarba Calului” (Columbia CO30051 – C64-4 – 36241). Μετά το πρώτο λεπτό, ο σκοπός του καροτσέρη έρχεται και πάλι στο προσκήνιο.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στο αρμενικό ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα το 1945 οι Levon Madoyan (φλάουτο), Gagik Gyurdzhyan (duduk), Vache Hovsepyan (dhol) πραγματοποιούν στο Ερεβάν την ηχογράφηση "СОХАК" (Aprelevka Plant 13035 - 13035).
Τα πρώτα 50 δευτερόλεπτα του τραγουδιού “Gib mir Bessarabia” (Columbia CO 37069 – 8242 F), δηλαδή, «δώσε μου την Βεσσαραβία», παραπέμπουν στον σκοπό του “Εγώ θέλω πριγκηπέσσα”. Από το δεύτερο λεπτό της ηχογράφησης, η ορχήστρα εκτελεί τον περιβόητο σκοπό του καροτσέρη. Πρόκειται για ηχογράφηση που πραγματοποιείται περίπου τον Οκτώβριο του 1946 στην Νέα Υόρκη, για λογαριασμό της Columbia. Συντελεστές: ο Aaron Lebedeff και η ορχήστρα του Sholom Secunda.
Στην Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η δισκογραφία θα επιδράσει καταλυτικά τη διακίνηση μουσικών, η οποία αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων, διαμορφώνοντας μία νέα συνθήκη. Αυτή τη φορά, το δίκτυο που προκύπτει ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ