Στις αρχές του 20ού αιώνα τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του tango "Negrita" σε μουσική του Αργεντινού Duarte και γαλλικούς στίχους του Didier Gold.
Η παρτιτούρα για πιάνο κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1923 από τις εκδόσεις Lucien Brulé.
Ηχογραφήθηκε κυρίως στην ορχηστρική του μορφή σε διάφορα μέρη. Ενδεικτικά:
- Orquesta Típica Augusto P. Berto, Μπουένος Άιρες, 17 Μαΐου 1923 (Victor BA-295 - 73981). Στην ετικέτα του δίσκου εκτός από τον Duarte ως συνθέτης αναφέρεται και ο Augusto Pedro Berto.
- Polyphon Danse Orkester, πιθανόν στο Βερολίνο, 1924 (Nordisk Polyphon S 40477)
- Marcel Valiès, Παρίσι, 11 Ιανουαρίου 1924 (Gramophone BT 321-2 - 2-232389 K2306)
- Turnier-kapelle Dajos Bella, Βερολίνο, 15 Φεβρουαρίου 1927 (Odeon Be 6072 - O-2106 a)
- [Άγνωστη ορχήστρα], Βερολίνο, 1929 (Derby Lb 171 - D.O. 5546b)
- Marcu's Roumanian Orch., πιθανόν στο Βουκουρέστι, 1927 (Edison Bell Electron 12015A - R1081)
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Αιμίλιου Δραγάτση κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1924 από τις εκδόσεις Γαϊτάνου - Κωνσταντινίδη -Σταρρ.
Αποτελεί τη μοναδική ηχογράφηση του τραγουδιού στην ελληνική ιστορική δισκογραφία.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης, Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του tango "Negrita" σε μουσική του Αργεντινού Duarte και γαλλικούς στίχους του Didier Gold.
Η παρτιτούρα για πιάνο κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1923 από τις εκδόσεις Lucien Brulé.
Ηχογραφήθηκε κυρίως στην ορχηστρική του μορφή σε διάφορα μέρη. Ενδεικτικά:
- Orquesta Típica Augusto P. Berto, Μπουένος Άιρες, 17 Μαΐου 1923 (Victor BA-295 - 73981). Στην ετικέτα του δίσκου εκτός από τον Duarte ως συνθέτης αναφέρεται και ο Augusto Pedro Berto.
- Polyphon Danse Orkester, πιθανόν στο Βερολίνο, 1924 (Nordisk Polyphon S 40477)
- Marcel Valiès, Παρίσι, 11 Ιανουαρίου 1924 (Gramophone BT 321-2 - 2-232389 K2306)
- Turnier-kapelle Dajos Bella, Βερολίνο, 15 Φεβρουαρίου 1927 (Odeon Be 6072 - O-2106 a)
- [Άγνωστη ορχήστρα], Βερολίνο, 1929 (Derby Lb 171 - D.O. 5546b)
- Marcu's Roumanian Orch., πιθανόν στο Βουκουρέστι, 1927 (Edison Bell Electron 12015A - R1081)
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Αιμίλιου Δραγάτση κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1924 από τις εκδόσεις Γαϊτάνου - Κωνσταντινίδη -Σταρρ.
Αποτελεί τη μοναδική ηχογράφηση του τραγουδιού στην ελληνική ιστορική δισκογραφία.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης, Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ