Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα στην ιστορική δισκογραφία, ο μουσικός σκοπός στην ηχογράφηση αυτή συναντάται στο ελληνικό και στο ρουμανικό ρεπερτόριο.
Ξεκινώντας με την ελληνική δισκογραφία, ο σκοπός ηχογραφήθηκε τέσσερις φορές, με διαφορετικούς στίχους και με τρεις τίτλους:
- «Καρμανιόλα», Γιάγκος Ψαμαθιανός, Κωνσταντινούπολη, 1906 (Zonophone 1454r - X-102812 & Gramophone 14-12957)
- «Καρμανιόλα», Ελληνική εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 1906-1907 (Odeon CX-1363 - 46023)
- «Η φλογερή σου η ματιά», Μαρίκα Παπαγκίκα, Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1929 (Columbia W 206128 - 56203-F)
- «Σαν αποθάνω», Νώντας Σγουρός [Τέτος Δημητριάδης], Νέα Υόρκη, 8 Ιανουαρίου 1929 (Victor CVE 48554 - V-58014-A), παρούσα ηχογράφηση
Στο ρουμανικό ρεπερτόριο, η ίδια μελωδία καταγράφεται στο τραγούδι "Ursitoare" ή "Ursitoare, Ursitoare".
Η παλιότερη ηχογράφηση που έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής στη ρουμανική δισκογραφία είναι αυτή που πραγματοποίησε με τον τίτλο "Ursitoare" (Favorite 1-76831) στο Βουκουρέστι το 1909 η Madam Florica με την Orchestra Măţă.
Με τον τίτλο "Ursitoare, Ursitoare" ηχογραφήθηκε στο Βουκουρέστι στις 24 Οκτωβρίου 1934 από τον Fănică Luca και την Orchestra Naţională Fănică Bambacea (HMV 0HR 49-1 - JB57).
Ηχογραφήθηκε, επίσης, στο Βουκουρέστι το 1939 με τον τίτλο "Ursitoare, Ursitoare (Of, Zac)" από τη Maria Tănase και την Formația instrumentală Mitică Mâță (Columbia DR 277).
Μουσικό θέμα από το τραγούδι χρησιμοποιεί ο George Enescu το 1901 στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11) [βλ. εδώ στο 03:00'' και εδώ στο 04:20'']. Μάλιστα, στο ίδιο έργο ο συνθέτης χρησιμοποιεί άλλα δύο δημοφιλή και στο ελληνικό ρεπερτόριο θέματα: αυτό του "Καροτσιέρη" [βλ. εδώ στο 05:48''] και του τραγουδιού "Βλάχα ξακουστή" [βλ. εδώ στο 09:26''].
Η σημερινή περιοχή της Ρουμανίας, και ειδικά το ιστορικό τμήμα της Βλαχίας, ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνόφωνο κόσμο, τουλάχιστον από την εποχή που ο Οθωμανός Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη όρισε ως κυβερνήτες της Φαναριώτες ελληνόφωνους ορθόδοξους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδρικοί πληθυσμοί από τα ελληνόφωνα εδάφη, κυρίως από την Ήπειρο, μετανάστευσαν προς την περιοχή της Ρουμανίας. Αποτελέσματα αυτών των συνδέσεων είναι ορατά ακόμη και στα σημερινά ενεργά ρεπερτόρια, όπως για παράδειγμα στο Ζαγόρι. Στις δε αστικές λαϊκές πραγματώσεις, έτσι όπως αυτές εισήλθαν στην ελληνική δισκογραφία, αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις που καταδεικνύουν τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ντόινας, χόρας και σίρμπας με τα ελληνικά αντίστοιχα του σκάρου, χασάπικου και σέρβικου (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017b: 133-161). Οι ευρύτατες αυτές οντότητες απαντούν μαζικά, ακόμη και στα «γυρίσματα» των α λα γκρέκα μανέδων, στο τελευταίο δηλαδή τμήμα τους. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι πηγές που ονοματίζουν τον διάσημο στην εποχή του βιολιστή Γιοβανίκα, ο οποίος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε για αρκετά χρόνια στο Γαλάτσι, ως τον μουσικό ο οποίος εδραίωσε το περιβόητο «Μινόρε» στη Σμύρνη. Επιπλέον, στα ρουμανικά εδάφη μαρτυρούνται και οι συναντήσεις μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους ανατολικούς ασκενάζι εβραίους. Τα προϊόντα αυτών των αλληλο-επιρροών είναι επίσης ορατά στην ιστορική δισκογραφία. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε την γεωγραφική θέση της Ρουμανίας, καθώς αποτελεί κόμβο-κλειδί των διαδρομών που εκκινούν από την Βαλτική και φθάνουν στη Μεσόγειο, αλλά και από τα κεντρικά της Ευρώπης προς την Ρωσική Αυτοκρατορία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν πολυποίκιλα ρεπερτόρια και προέρχονται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Στην Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα στην ιστορική δισκογραφία, ο μουσικός σκοπός στην ηχογράφηση αυτή συναντάται στο ελληνικό και στο ρουμανικό ρεπερτόριο.
Ξεκινώντας με την ελληνική δισκογραφία, ο σκοπός ηχογραφήθηκε τέσσερις φορές, με διαφορετικούς στίχους και με τρεις τίτλους:
- «Καρμανιόλα», Γιάγκος Ψαμαθιανός, Κωνσταντινούπολη, 1906 (Zonophone 1454r - X-102812 & Gramophone 14-12957)
- «Καρμανιόλα», Ελληνική εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 1906-1907 (Odeon CX-1363 - 46023)
- «Η φλογερή σου η ματιά», Μαρίκα Παπαγκίκα, Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1929 (Columbia W 206128 - 56203-F)
- «Σαν αποθάνω», Νώντας Σγουρός [Τέτος Δημητριάδης], Νέα Υόρκη, 8 Ιανουαρίου 1929 (Victor CVE 48554 - V-58014-A), παρούσα ηχογράφηση
Στο ρουμανικό ρεπερτόριο, η ίδια μελωδία καταγράφεται στο τραγούδι "Ursitoare" ή "Ursitoare, Ursitoare".
Η παλιότερη ηχογράφηση που έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής στη ρουμανική δισκογραφία είναι αυτή που πραγματοποίησε με τον τίτλο "Ursitoare" (Favorite 1-76831) στο Βουκουρέστι το 1909 η Madam Florica με την Orchestra Măţă.
Με τον τίτλο "Ursitoare, Ursitoare" ηχογραφήθηκε στο Βουκουρέστι στις 24 Οκτωβρίου 1934 από τον Fănică Luca και την Orchestra Naţională Fănică Bambacea (HMV 0HR 49-1 - JB57).
Ηχογραφήθηκε, επίσης, στο Βουκουρέστι το 1939 με τον τίτλο "Ursitoare, Ursitoare (Of, Zac)" από τη Maria Tănase και την Formația instrumentală Mitică Mâță (Columbia DR 277).
Μουσικό θέμα από το τραγούδι χρησιμοποιεί ο George Enescu το 1901 στην Πρώτη ραψωδία του (Romanian Rhapsody No 1 in A major, Op. 11) [βλ. εδώ στο 03:00'' και εδώ στο 04:20'']. Μάλιστα, στο ίδιο έργο ο συνθέτης χρησιμοποιεί άλλα δύο δημοφιλή και στο ελληνικό ρεπερτόριο θέματα: αυτό του "Καροτσιέρη" [βλ. εδώ στο 05:48''] και του τραγουδιού "Βλάχα ξακουστή" [βλ. εδώ στο 09:26''].
Η σημερινή περιοχή της Ρουμανίας, και ειδικά το ιστορικό τμήμα της Βλαχίας, ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τον ελληνόφωνο κόσμο, τουλάχιστον από την εποχή που ο Οθωμανός Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη όρισε ως κυβερνήτες της Φαναριώτες ελληνόφωνους ορθόδοξους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδρικοί πληθυσμοί από τα ελληνόφωνα εδάφη, κυρίως από την Ήπειρο, μετανάστευσαν προς την περιοχή της Ρουμανίας. Αποτελέσματα αυτών των συνδέσεων είναι ορατά ακόμη και στα σημερινά ενεργά ρεπερτόρια, όπως για παράδειγμα στο Ζαγόρι. Στις δε αστικές λαϊκές πραγματώσεις, έτσι όπως αυτές εισήλθαν στην ελληνική δισκογραφία, αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις που καταδεικνύουν τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ντόινας, χόρας και σίρμπας με τα ελληνικά αντίστοιχα του σκάρου, χασάπικου και σέρβικου (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017b: 133-161). Οι ευρύτατες αυτές οντότητες απαντούν μαζικά, ακόμη και στα «γυρίσματα» των α λα γκρέκα μανέδων, στο τελευταίο δηλαδή τμήμα τους. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι πηγές που ονοματίζουν τον διάσημο στην εποχή του βιολιστή Γιοβανίκα, ο οποίος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε για αρκετά χρόνια στο Γαλάτσι, ως τον μουσικό ο οποίος εδραίωσε το περιβόητο «Μινόρε» στη Σμύρνη. Επιπλέον, στα ρουμανικά εδάφη μαρτυρούνται και οι συναντήσεις μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους ανατολικούς ασκενάζι εβραίους. Τα προϊόντα αυτών των αλληλο-επιρροών είναι επίσης ορατά στην ιστορική δισκογραφία. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε την γεωγραφική θέση της Ρουμανίας, καθώς αποτελεί κόμβο-κλειδί των διαδρομών που εκκινούν από την Βαλτική και φθάνουν στη Μεσόγειο, αλλά και από τα κεντρικά της Ευρώπης προς την Ρωσική Αυτοκρατορία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν πολυποίκιλα ρεπερτόρια και προέρχονται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Στην Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ