Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του Νo. 10. Duett των Daisy - Hans "Paragraph Eins", γνωστό και ως "Wir tanzen Ringelreih'n", από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης αυστριακής οπερέτας "Die Dollarprinzessin" (Δολαριούχος πριγκίπισσα), σε μουσική του συνθέτη Leo Fall (Olmütz, Moravia, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, σημερινό Olomouc, Τσεχία, 2 Φεβρουαρίου 1873 - Βιέννη, Αυστρία, 16 Σεπτεμβρίου 1925) και γερμανικό λιμπρέτο των Alfred Maria Willner (Βιέννη, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, 11 Ιουλίου 1859 - Βιέννη, Αυστρία, 27 Οκτωβρίου 1929) και Fritz Grünbaum (Brünn, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, 7 Απριλίου 1880 - KZ Dachau, ελ.: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, 14 Ιανουαρίου 1941). Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Theater an der Wien στις 2 Νοεμβρίου 1907.
Η παρτιτούρα, για φωνή και πιάνο, και το λιμπρέτο, το οποίο σύμφωνα με τις παραπάνω πηγές, βασίζεται στην κωμωδία των Emerich von Gatti και Thilo Friedrich Wilhelm von Trotha, εκδόθηκαν το 1907.
Η οπερέτα γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε, διασκευασμένη σε διάφορες γλώσσες, σε αρκετές πόλεις του κόσμου. Ενδεικτικά:
Στην Ουγγαρία, με τον τίτλο "Dollárkirálynő" έκανε πρεμιέρα στις 21 Μαρτίου 1908 στο Király Színház της Βουδαπέστης.
Στη Γερμανία, παρουσιάστηκε στις 6 Ιουνίου 1908 στο Neues Schauspielhaus του Βερολίνου.
Η ιταλική εκδοχή της οπερέτας, σε διασκευή των Renato Simoni και Ettore Fanni, έκανε πρεμιέρα στο Teatro Malibrani της Βενετίας στις 19 Φεβρουαρίου 1909 με τον τίτλο "La principessa dei dollari".
Στις ΗΠΑ, με τον τίτλο "The dollar princess" έκανε πρεμιέρα στο Knickerbocker Theatre του Broadway της Νέας Υόρκης στις 6 Αυγούστου 1909, ολοκληρώνοντας 250 παραστάσεις (δες εδώ).
Στην Ισπανία, παρουσιάστηκε με τον τίτλο "La princesa del dollar" στις 4 Σεπτεμβρίου 1909 στο Teatro Nuevo της Βαρκελώνης (δες εδώ) και στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ως "Mary, la princesa del dólar" στο Gran Teatro της Μαδρίτης (δες εδώ).
Στην Αγγλία, στις 25 Σεπτεμβρίου 1909 ανέβηκε, σε διασκευή του Basil Hood και στίχους του Adrian Ross, ως "The dollar princess", στο Daly's Theatre του Λονδίνου, συμπληρώνοντας 428 παραστάσεις (δες φωτογραφίες από τις παραστάσεις εδώ, εδώ και εδώ).
Στη Γαλλία, παρουσιάστηκε με τον τίτλο "Princesses Dollar" στις 11 Μαρτίου 1911 στο Τhéâtre de l' Olympia-Casino της Νίκαιας και στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στο Τhéâtre de la Scala του Παρισιού.
Το ντουέτο, είτε στη μορφή τραγουδιού είτε σε ορχηστρική μορφή, ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία (για εκτελέσεις στην Ευρώπη δες ενδεικτικά εδώ). Παρακάτω ακολουθούν κάποιες από τις παλιότερες ηχογραφήσεις:
- "Wir tanzen Ringelreih'n", Anny Pennerstorfer - Jacques Rotter, Βιέννη, 1907 (Zonophone 12014u - X-24286 & Gramophone 11170). Σε αυτή την ηχογράφηση, βασίστηκε το tonbild (ταινία πρώιμου κινηματογράφου με συγχρονισμένο ήχο) του 1908 "Ringelreihen", της γερμανικής εταιρείας Duskes Kinematographen und Film-Fabriken GmbH, με τους ηθοποιούς Helene Winter και Arnold Rieck.
- "Wir tanzen Ringelreihen, Rheinländer", K.u.K. Infanterie Regiment Nr 51, Βιέννη, 1907 (Gramophone 11846u - X-20396, X-70588 X-100267 10060).
- "Wir tanzen Ringelreih'n", Guido Gialdini (σφύριγμα), 1908 (Odeon xB 4219 - 99149).
- "Ring o' roses", Lucy Isabelle Marsh - Harry Macdonough, Νέα Υόρκη, 14 Μαρτίου 1910 (Victor C-8706 - 31783).
- "БАЙ-БАЙ", В. М. Шувалова (Vera Shuvalova) - Н. Ф. Монаховъ (Nikolay Monakhov), Μόσχα, 2 Αυγούστου 1910 (Gramophone 14229b - 2-24105).
Στις 25 Νοεμβρίου 1927 ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας η ταινία "Die Dollarprinzessin und ihre sechs Freier" η οποία βασίζεται στην οπερέτα.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1908 απόσπασμα από την οπερέτα συμπεριλήφθηκε στη συναυλία που έδωσε η Αθηναϊκή Μανδολινάτα, υπό τη διεύθυνση του Ν. Λάβδα, στο Βασιλικό θέατρο των Αθηνών (δες εδώ).
Ολόκληρη η οπερέτα παίχτηκε στο Θέατρο του Φαλήρου τον Ιούνιο του 1909 από βιεννέζικο θίασο (Μάμαλης: 69) και τον Φεβρουάριου του 1912, επίσης από ξένο θίασο, στο Δημοτικό θέατρο Αθηνών (δες εδώ).
Το 1914, με τον τίτλο «Η δολλαριούχος» και σε μετάφραση του Β. Βεκιαρέλλη, παρουσιάστηκε από τον θίασο Μεγάλη Οπερέτα Κυπαρίσση - Κολλυβά στο θέατρο Βαριετέ στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως προκύπτει από την παρτιτούρα που εκδόθηκε το 1911 στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου με τίτλο «Δυωδία Ζαμπέττας & Πιου-Πιου», το ντουέτο σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο Μπάμπη Άννινου-Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα-Φυρστ-Λεπενιώτη.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Χατζηαποστόλου, (1949: 168) η τραγουδίστρια Κλοτίλδη Τριφυ(λ)λάκη ήταν αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Τριφυλάκ.
Γράφει «Ο θεατρικός» για την Τριφυλ(λ)άκη στη στήλη «Ιδικά μας και ξένα» του περ. Χρονικά (Έτος Α', Τόμος Η'. αρ. 18, Κων/πολις 15 Απριλίου 1912, σελ. 222):
«Πρέπει να πω μερικά λόγια και για τη φιλόπονη αυτή νέα. Είναι μια καλή ηθοποιός. Η φωνή της δυνατή, ανεβαίνει και κατεβαίνει όλους σχεδόν τους τόνους. Έχει όμως το ελάττωμα να είναι ξερή και να μη σου μιλή στην ψυχή. Οι κινήσες, ο χορός της πολλές φορές πολύ καλοί, αλλά νομίζει κανείς πως επιθυμεί να ξαφνίση το ακροτήριο με σβέλτα πετάγματα, όχι ρυθμικά κινήματα και ξετινάγματα των ποδιών, χεριών και των λοιπών μελών της. Αφού είναι τόσο καλή ηθοποιός και τραγουδίστρα, μπορούσε κανείς να τηνε συμβουλεύση: Το τραγούδι δεν είναι μια σκέτη και ξερή απόδοση της νότας και του ήχου, θέλει κάποια έκφραση, έναν παλμό, μια ζωή, που να είναι η ψυχή του τραγουδιστή. Οι κινήσες και ο χορός δεν είναι ξερχαβάλωμα των ποδιών, χεριών και λοιπών μελών του σώματος, αλλά παραστατική απόδοση του ήχου, της νότας, με ρυθμό και όσο παίρνει με απαλότητα. Γενικά η Δα Τριφυλλάκη είναι μία ηθοποιός αξία συγχαρητηρίων. Δεν είναι χρυσή πάστα όπως η Δα Κολλυβά, ούτε ακατάστατη μεγαλοφυΐα, αλλά μια ωραία μετριότητα, πολύ αναγκαία για την "Ελληνική Οπερέττα"».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του Νo. 10. Duett των Daisy - Hans "Paragraph Eins", γνωστό και ως "Wir tanzen Ringelreih'n", από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης αυστριακής οπερέτας "Die Dollarprinzessin" (Δολαριούχος πριγκίπισσα), σε μουσική του συνθέτη Leo Fall (Olmütz, Moravia, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, σημερινό Olomouc, Τσεχία, 2 Φεβρουαρίου 1873 - Βιέννη, Αυστρία, 16 Σεπτεμβρίου 1925) και γερμανικό λιμπρέτο των Alfred Maria Willner (Βιέννη, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, 11 Ιουλίου 1859 - Βιέννη, Αυστρία, 27 Οκτωβρίου 1929) και Fritz Grünbaum (Brünn, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, 7 Απριλίου 1880 - KZ Dachau, ελ.: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, 14 Ιανουαρίου 1941). Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Theater an der Wien στις 2 Νοεμβρίου 1907.
Η παρτιτούρα, για φωνή και πιάνο, και το λιμπρέτο, το οποίο σύμφωνα με τις παραπάνω πηγές, βασίζεται στην κωμωδία των Emerich von Gatti και Thilo Friedrich Wilhelm von Trotha, εκδόθηκαν το 1907.
Η οπερέτα γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε, διασκευασμένη σε διάφορες γλώσσες, σε αρκετές πόλεις του κόσμου. Ενδεικτικά:
Στην Ουγγαρία, με τον τίτλο "Dollárkirálynő" έκανε πρεμιέρα στις 21 Μαρτίου 1908 στο Király Színház της Βουδαπέστης.
Στη Γερμανία, παρουσιάστηκε στις 6 Ιουνίου 1908 στο Neues Schauspielhaus του Βερολίνου.
Η ιταλική εκδοχή της οπερέτας, σε διασκευή των Renato Simoni και Ettore Fanni, έκανε πρεμιέρα στο Teatro Malibrani της Βενετίας στις 19 Φεβρουαρίου 1909 με τον τίτλο "La principessa dei dollari".
Στις ΗΠΑ, με τον τίτλο "The dollar princess" έκανε πρεμιέρα στο Knickerbocker Theatre του Broadway της Νέας Υόρκης στις 6 Αυγούστου 1909, ολοκληρώνοντας 250 παραστάσεις (δες εδώ).
Στην Ισπανία, παρουσιάστηκε με τον τίτλο "La princesa del dollar" στις 4 Σεπτεμβρίου 1909 στο Teatro Nuevo της Βαρκελώνης (δες εδώ) και στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ως "Mary, la princesa del dólar" στο Gran Teatro της Μαδρίτης (δες εδώ).
Στην Αγγλία, στις 25 Σεπτεμβρίου 1909 ανέβηκε, σε διασκευή του Basil Hood και στίχους του Adrian Ross, ως "The dollar princess", στο Daly's Theatre του Λονδίνου, συμπληρώνοντας 428 παραστάσεις (δες φωτογραφίες από τις παραστάσεις εδώ, εδώ και εδώ).
Στη Γαλλία, παρουσιάστηκε με τον τίτλο "Princesses Dollar" στις 11 Μαρτίου 1911 στο Τhéâtre de l' Olympia-Casino της Νίκαιας και στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στο Τhéâtre de la Scala του Παρισιού.
Το ντουέτο, είτε στη μορφή τραγουδιού είτε σε ορχηστρική μορφή, ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία (για εκτελέσεις στην Ευρώπη δες ενδεικτικά εδώ). Παρακάτω ακολουθούν κάποιες από τις παλιότερες ηχογραφήσεις:
- "Wir tanzen Ringelreih'n", Anny Pennerstorfer - Jacques Rotter, Βιέννη, 1907 (Zonophone 12014u - X-24286 & Gramophone 11170). Σε αυτή την ηχογράφηση, βασίστηκε το tonbild (ταινία πρώιμου κινηματογράφου με συγχρονισμένο ήχο) του 1908 "Ringelreihen", της γερμανικής εταιρείας Duskes Kinematographen und Film-Fabriken GmbH, με τους ηθοποιούς Helene Winter και Arnold Rieck.
- "Wir tanzen Ringelreihen, Rheinländer", K.u.K. Infanterie Regiment Nr 51, Βιέννη, 1907 (Gramophone 11846u - X-20396, X-70588 X-100267 10060).
- "Wir tanzen Ringelreih'n", Guido Gialdini (σφύριγμα), 1908 (Odeon xB 4219 - 99149).
- "Ring o' roses", Lucy Isabelle Marsh - Harry Macdonough, Νέα Υόρκη, 14 Μαρτίου 1910 (Victor C-8706 - 31783).
- "БАЙ-БАЙ", В. М. Шувалова (Vera Shuvalova) - Н. Ф. Монаховъ (Nikolay Monakhov), Μόσχα, 2 Αυγούστου 1910 (Gramophone 14229b - 2-24105).
Στις 25 Νοεμβρίου 1927 ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας η ταινία "Die Dollarprinzessin und ihre sechs Freier" η οποία βασίζεται στην οπερέτα.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1908 απόσπασμα από την οπερέτα συμπεριλήφθηκε στη συναυλία που έδωσε η Αθηναϊκή Μανδολινάτα, υπό τη διεύθυνση του Ν. Λάβδα, στο Βασιλικό θέατρο των Αθηνών (δες εδώ).
Ολόκληρη η οπερέτα παίχτηκε στο Θέατρο του Φαλήρου τον Ιούνιο του 1909 από βιεννέζικο θίασο (Μάμαλης: 69) και τον Φεβρουάριου του 1912, επίσης από ξένο θίασο, στο Δημοτικό θέατρο Αθηνών (δες εδώ).
Το 1914, με τον τίτλο «Η δολλαριούχος» και σε μετάφραση του Β. Βεκιαρέλλη, παρουσιάστηκε από τον θίασο Μεγάλη Οπερέτα Κυπαρίσση - Κολλυβά στο θέατρο Βαριετέ στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως προκύπτει από την παρτιτούρα που εκδόθηκε το 1911 στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου με τίτλο «Δυωδία Ζαμπέττας & Πιου-Πιου», το ντουέτο σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο Μπάμπη Άννινου-Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα-Φυρστ-Λεπενιώτη.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Χατζηαποστόλου, (1949: 168) η τραγουδίστρια Κλοτίλδη Τριφυ(λ)λάκη ήταν αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Τριφυλάκ.
Γράφει «Ο θεατρικός» για την Τριφυλ(λ)άκη στη στήλη «Ιδικά μας και ξένα» του περ. Χρονικά (Έτος Α', Τόμος Η'. αρ. 18, Κων/πολις 15 Απριλίου 1912, σελ. 222):
«Πρέπει να πω μερικά λόγια και για τη φιλόπονη αυτή νέα. Είναι μια καλή ηθοποιός. Η φωνή της δυνατή, ανεβαίνει και κατεβαίνει όλους σχεδόν τους τόνους. Έχει όμως το ελάττωμα να είναι ξερή και να μη σου μιλή στην ψυχή. Οι κινήσες, ο χορός της πολλές φορές πολύ καλοί, αλλά νομίζει κανείς πως επιθυμεί να ξαφνίση το ακροτήριο με σβέλτα πετάγματα, όχι ρυθμικά κινήματα και ξετινάγματα των ποδιών, χεριών και των λοιπών μελών της. Αφού είναι τόσο καλή ηθοποιός και τραγουδίστρα, μπορούσε κανείς να τηνε συμβουλεύση: Το τραγούδι δεν είναι μια σκέτη και ξερή απόδοση της νότας και του ήχου, θέλει κάποια έκφραση, έναν παλμό, μια ζωή, που να είναι η ψυχή του τραγουδιστή. Οι κινήσες και ο χορός δεν είναι ξερχαβάλωμα των ποδιών, χεριών και λοιπών μελών του σώματος, αλλά παραστατική απόδοση του ήχου, της νότας, με ρυθμό και όσο παίρνει με απαλότητα. Γενικά η Δα Τριφυλλάκη είναι μία ηθοποιός αξία συγχαρητηρίων. Δεν είναι χρυσή πάστα όπως η Δα Κολλυβά, ούτε ακατάστατη μεγαλοφυΐα, αλλά μια ωραία μετριότητα, πολύ αναγκαία για την "Ελληνική Οπερέττα"».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ