Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η εν λόγω ηχογράφηση αφορά ένα ποτ πουρί, το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο πλευρές του δίσκου της Odeon. Πιθανώς, περιλαμβάνει αποσπάσματα από την μουσική που γράφτηκε για την θεατρική παράσταση «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας».
Το έργο αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα θεατρικά έργα του Δημήτριου Κορομηλά (1850–1898), το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 30 Δεκεμβρίου του 1891 στην Κωνσταντινούπολη (Γρηγορίου, 2009: 16). Η πρώτη έκδοση του έργου κυκλοφόρησε το 1900 στην Κωνσταντινούπολη, από το τυπογραφείο Ν. Γ. Κεφαλίδου. Με βάση τα στοιχεία, οι παραστάσεις του θεατρικού έργου και η μεγάλη επιτυχία που αυτό γνώρισε εκτόξευσαν την δημοφιλία του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Το τραγούδι ήταν μέρος της παράστασης και είναι ενεργό ακόμη και σήμερα, κυρίως στο δημοτικό ρεπερτόριο. Στην άλλη πλευρά του δίσκου, Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας Ι, στο 02.33 μπορεί κάποιος να ακούσει μια ορχηστρική εκδοχή του εν λόγω σκοπού.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην ιστορική δισκογραφία, στην Ελλάδα, στην Αμερική αλλά και στο Μιλάνο, και μεταφέρθηκε αργότερα και στον κινηματογράφο, για πρώτη φορά το 1932. Πέρασε, δε, σε διάφορα ρεπερτόρια, λόγια και λαϊκά.
– “I voskopoula (The shepherdess)”, Δημήτριοs Καρόπουλοs (Dhimítrios Karópoulos ή Demetrio Caropulo), Gramophone 5532R – 12424, Μιλάνο, Δεκέμβριος 1902.
– "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας Ι & ΙΙ", Φιλαρμονική Δήμου Πειραιώς, Odeon GX 96 – 65074, Αθήνα, 1907–1908, παρούσα ηχογράφηση.
– "Το φίλημα", Μάριος Λυμπερόπουλος, Columbia 38482 – E 1256, Νέα Υόρκη, 5 Δεκεμβρίου 1912.
– "Αγαπητικός της βοσκοπούλας", Χαράλαμπος Μαργέλης (κλαρίνο), Odeon GO 2778 – GA 7053, Αθήνα, 1937.
– "Μια βοσκοπούλα αγάπησα", Δημήτρης Ζάχος, His Master's Voice 7XGA 893 – 7PG 2892, Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 1961.
Ο Κορομηλάς εμπνεύστηκε το θεατρικό του έργο από ένα ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα (1805–1858), με τίτλο «Το φίλημα». Ο Ζαλοκώστας γεννήθηκε στο Συρράκο στα Τζουμέρκα. Εξέδωσε για πρώτη φορά το ποίημα μάλλον το 1851. Πάντως, το 1853 περιλαμβάνεται στο τεύχος 23 του περιοδικού «Ευτέρπη» (σελ. 547), όπου κάτω από τον τίτλο του κάποιος μπορεί να διαβάσει τη σημείωση: «κατά το Ιταλικόν» (βλ. και Γεωργιάδη, 2016: 160: υποσ. 11).
Ο Τιμολέων Αμπελάς (1850–1929), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου της Αθήνας «Παρνασσός», σε ένα παλαιότερο κείμενό του το οποίο φαίνεται να γράφηκε μετά τον θάνατο του Ζαλοκώστα, και το οποίο εμφανίζεται στις σελίδες της εφημερίδας Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίς της Νέας Υόρκης (τεύχος Ιουνίου 1921, σελ. 24), περιγράφει το πώς ο Ζαλοκώστας αντέγραψε και μετάφρασε στα ελληνικά το ποίημα του Ιταλού Giambattista Felice Zappi (1667–1719), από το οποίο προέκυψε το «Φίλημα».
Πριν την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, διοργανώθηκαν παρόμοιοι αγώνες, με χρηματοδότηση του Ευάγγελου Ζάππα (1800–1865). Οι αγώνες αυτοί δεν ήταν διεθνείς. Στα τρίτα «Ολύμπια», όπως ονομάστηκαν, του 1875, εκτός των αθλητικών διαγωνισμών προκηρύχθηκαν και άλλοι, μεταξύ αυτών και σύνθεσης μουσικής, σε δοσμένα από την επιτροπή ποιήματα. Ένα από αυτά τα ποιήματα προς μελοποίηση ήταν και το «Φίλημα», του Ζαλοκώστα. Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε, με μια σχετική ασφάλεια, πως το ποίημα μελοποιείται περίπου 25 χρόνια μετά την συγγραφή του και πάντως πριν να γραφτεί η παράσταση του Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», το 1890–1891 (για τα «Ολύμπια» και τον διαγωνισμό σύνθεσης βλέπε τον Κανονισμό του 1875 εδώ).
Το τί συνέβη, όμως, στα Ολύμπια του 1875 όσον αφορά στον διαγωνισμό σύνθεσης, αλλά και γενικώς τί συνέβη με την πασίγνωστη μελωδία του «Φιλήματος», παραμένει ακόμη και τώρα ασαφές. Όπως μας ενημερώνει ο Γιώργος Κωνστάντζος (2019: 295–296), «Στο περιοδικό Le Parnasse της 15.3.1882 σ. 9, ο R. Miles γράφει ότι άκουσε κάποια έργα της Foscarina [Μαρία Φωσκαρίνα Δαμασκηνού] και δεν μπορεί να μην σχολιάσει την ομορφιά τους. [...] Επίσης αναφέρεται στο Φίλημα που βραβεύθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας [...]». Όπως μας ενημερώνει ο Κωνστάντζος, η παρτιτούρα της Φωσκαρίνας χάθηκε.
Στο βιβλίο τους, η Καίτη Ρωμανού, η Μαρία Μπαρμπάκη και ο Φώτης Μουσουλίδης Η ελληνική μουσική στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις Ολυμπιάδες (1858–1896) (2004: 111–120), περιέχουν την συμφωνική παρτιτούρα–μελοποίηση του Καρρέρ του ποιήματος του Ζαλοκώστα. Η μουσική δεν έχει καμία σχέση με την πασίγνωστη μελωδία.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1893, ο Οδυσσέας Ανδρεάδης δημοσιεύει ένα κείμενο, μια περίληψη της υπόθεσης της παράστασης, στο περιοδικό Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, τεύχος 16, σελ. 315. Στον τίτλο του άρθρου διαβάζουμε: «Θέατρον Βέρδη – Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, ειδύλλιον εις πράξεις πέντε, υπό Δημ. Κορομηλά, μέλος Σάϊλλερ».
Ο Κώστας Γεωργιάδης (2004: 133: υποσημ. 14), στο κείμενό του με τίτλο «Η Αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων» αναφέρει επ’ ακριβώς: «Ολύμπια του 1875, Περίοδος Τρίτη, Αθήνα 1878, σελ. 349, XV. Το χρηματικό βραβείο κέρδισε ο Αντρέας Σάιλερ, από την Κέρκυρα, για τις τρεις μουσικές συμφωνίες του, εκ των οποίων οι δύο ήταν στρατιωτική μουσική, και για τα διάφορα εμβατήρια που είχε συνθέσει».
Ήταν, τελικά, όντως ο Ανδρέας Σάιλερ (1828–1903) ο συνθέτης της γνωστής μελωδίας, που μεταξύ των άλλων κέρδισε και τον διαγωνισμό για τα «Ολύμπια» του 1875; Άραγε, ήταν και το «Φίλημα» μία από τις μελοποιήσεις του που κέρδισαν στον διαγωνισμό; Εάν ναι, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Louis-Albert Bourgault-Ducoudray (1840–1910), ενώ συμπεριλαμβάνει το τραγούδι στην διάσημη συλλογή του, η οποία εκδίδεται το 1876, δηλαδή έναν χρόνο μετά τα «Ολύμπια» του 1875, όχι μόνο δεν αναφέρει το όνομα του συνθέτη αλλά στην υποσημείωσή του, στο τέλος της παρτιτούρας, ξεκαθαρίζει: «Αυτή η μελωδία, που έχει τον συνηθισμένο χαρακτήρα του ευρωπαϊκού μινόρε τρόπου, μαρτυρά την ιταλική της καταγωγή. Την ακούσαμε να τραγουδιέται στην Αθήνα από πολλά άτομα, με παραλλαγές. Την μελωδική εκδοχή που παραδίδουμε εδώ, την οφείλουμε στην κα Ζ. Μπαλτατζή, η οποία την είχε εναρμονίσει. Αναπαράγουμε στην συνοδεία μας την αρμονία της κας Μπαλτατζή» (Ducoudray, 1876: 85–87).
Η αναγγελία της παράστασης στην Αθήνα του 1892, γραμμένη στην Εφημερίδα, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν ο ίδιος ο Κορομηλάς, μάλλον συσκοτίζει περισσότερο: «Σήμερον παριστάνεται εν τω θεάτρω τω εντός του κήπου Ορφανίδου υπό του θιάσου του κ. Ταβουλάρη το δραματικόν ειδύλλιον του κ. Δ. Κορομηλά. […] Η μουσική εκ δημωδών ασμάτων απαρτιζομένη συνηρμολογήθη υπό του κ. Σάϊλλερ. Του δράματος προηγείται μουσική συμφωνία» (Εφημερίς, 30 Μαΐου 1892).
Σε κάθε περίπτωση, η τονικότητα της Μι ύφεση μινόρε, στην οποία είναι καταγεγραμμένη η παρτιτούρα στον Ducoudray, όπως είδαμε παραπάνω, εμφανίζεται και σε μια εμπορική παρτιτούρα εποχής. Η παρτιτούρα αυτή φέρει εξώφυλλο με τίτλο «Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» (Μουσικός Οίκος Κωνσταντινίδου). Η καταγραφή που βρίσκεται στην εμπορική παρτιτούρα είναι πιο κοντά στην εκτέλεση της Φιλαρμονικής του Δήμου Πειραιά.
Σε μια άλλη εμπορική παρτιτούρα, η οποία στο εξώφυλλο της φέρει τον τίτλο «Το Ρηνάκι, Η βοσκοπούλα, Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» περιέχει τις προαναφερθείσες καταγραφές, σε διασκευή του Ρήγα Ακρίτα (Μουσικαί Εκδόσεις Μ. Γαϊτάνου). Αυτό που ξεχωρίζει στην συγκεκριμένη καταγραφή είναι η συγχορδία της τρίτης ματζόρε, η οποία εκτελείται στον στίχο «και την αγάπησα πολύ», κάτι το οποίο δεν συναντάμε στις προηγούμενες δύο, και μάλλον παλαιότερες από αυτήν, καταγραφές.
Για ακόμη μία φορά, ο Εκδοτικός Οίκος Ζ. Βελούδιος κυκλοφορεί καταγραφή της βοσκοπούλας, αυτή τη φορά στη σειρά «Συλλογή ελληνικών τεμαχίων δια βιολίον ή μανδολίνον – Άνευ λέξεων». Η συγκεκριμένη παρτιτούρα αποτελείται από δύο καταγραφές: το «Φύσα βοργιά» και το «Η βοσκοπούλα». Και τα δύο τραγούδια περιλαμβάνονται σε μια σελίδα. Κάτω από τον τίτλο του «Φύσα βοργιά» αναγράφεται το όνομα του Γεώργιου Λαμπίρη (1833–1889).
Ο Λαμπίρης εμφανίζεται ως συνθέτης και σε μία ακόμη καταγραφή, η οποία αφιερώθηκε, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, στην Αικατερίνη Μεταξά. Αυτή τη φορά, στην συγκεκριμένη παρτιτούρα εμπορίου, η οποία το πιθανότερο είναι η παλαιότερη όλων, ο τίτλος που εμφανίζεται είναι «Το φίλημα» (Λιθογραφείον Γ. Κόλμαν). Κάτω από τον τίτλο διαβάζουμε «Άσμα δημοτικόν». Παρόλα αυτά, ακριβώς από κάτω αναγράφεται: «Ποίησις Γ. Ζαλοκώστα – Μουσική Γ. Λαμπίρη». Ενώ πρόκειται για διαφορετική μελωδία, κάποιος μπορεί εύκολα να αντιληφθεί την πολύ στενή συγγένεια με την γνωστή μελωδία της βοσκοπούλας.
Τέλος, όσον αφορά τους υποψήφιους συνθέτες, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση και της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1932. Στους τίτλους αρχής διαβάζουμε: «Μουσική – Δ. Λαυράγκα». Ποιος είναι ο ρόλος του Λαυράγκα (1860–1941) στην ταινία, όσον αφορά τα μουσικά;
Το θεατρικό έργο, μαζί και το περιβόητο άσμα, απέκτησαν μεγάλη δημοφιλία και στον εβραϊκό πληθυσμό. Όταν η παράσταση παίχτηκε το 1895 στην Σμύρνη από τον θίασο «Μένανδρος», άμεσα το τραγούδι μεταφράστηκε στην λαντίνο και έλαβε τον τίτλο “Una pastora yo ami”. Στις 12 Μαρτίου του 1903, μαθητές της σχολής Alliance Israellitte Universelle ανέβασαν το έργο "La chobana", δηλαδή, «Η βοσκοπούλα» (βλ. και Ναρ 1997: 175–189). Στις 10 Μαρτίου του 1906, η εβραϊκή φιλανθρωπική οργάνωση «Οζέρ Νταλίμ» ανέβασε στο θέατρο Σπόρτιγκ την παράσταση με τίτλο "El amante de la pastora", δηλαδή, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Ο Χρήστος Σολομωνίδης (1954: 158) μας πληροφορεί ότι το ελληνικό έργο μετέφρασε στην λαντίνο ο «σμυρναίος Ελληνομαθής Ιουδαίος Κασέρ».
Μέχρι στιγμής, η παλαιότερη ηχογράφηση του “Una pastora yo ami” που έχουμε εντοπίσει προέρχεται από τον δίσκο της Gloria Levy “Sephardic Folk Songs”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1959 από την Folkways Records (FW 8737). Η Levy γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Gloria DeVidas Kirchheimer. Ο πατέρας της, όμως, καταγόταν από τη Σμύρνη, ενώ η μητέρα της από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην συγκεκριμένη ηχογράφηση, το τραγούδι εμφανίζεται με τον τίτλο “La Pastora”.
To 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ισάριθμων ελληνικών λαϊκών μελωδιών, οι οποίες πιθανόν προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται η μελωδία της «Βοσκοπούλας» στην οποία βασίζεται το πέμπτο μέρος "Alegretto Grazioso".
Το 1965, ο Ισπανός συνθέτης Joaquín Rodrigo Vidre (Σαγούντο, 22 Νοεμβρίου 1901 – Μαδρίτη, 6 Ιουλίου 1999) τελειώνει το έργο του “Cuatro canciones sefardíes”, για πιάνο και φωνή, έργο το οποίο φαίνεται πως κυκλοφορεί το 1968. Ένα από αυτά τα τέσσερα σεφαραδίτικα τραγούδια είναι και το “Una pastora yo ami”.
Το 1983, ο Ολλανδός συνθέτης Henk van Lijnschooten (Χάγη, 27 Μαρτίου 1928 – Hendrik-Ido-Ambacht, 1 Νοεμβρίου 2006) γράφει το έργο για ορχήστρα πνευστών "Suite on Greek love songs". Το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη του έργου, το Andante espressivo, βασίζεται στη μελωδία της «Βοσκοπούλας».
Σημειώνουμε, τέλος, τη διασκευή "The shepherdess (Boskopoula)" του Ουαλού Donald Swann, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός από τη συμμετοχή του στο βρετανικό κωμικό ντουέτο Flanders and Swann. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον τενόρο Jeffrey Cresswell στο Λονδίνο στις 22-23 Φεβρουαρίου 1996, σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του John Jansson. Περιλαμβάνεται στο CD "The Isles of Greece" (The Divine Art 2-5010), μία συλλογή μουσικής και τραγουδιών που συντέθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε μια περίοδο πενήντα ετών, από την εποχή που ο Swann έζησε στην Ελλάδα ως μέλος της Friends Ambulance Unit (FAU), το διάστημα 1944-46, μέχρι την τελευταία του επίσκεψη στα τέλη Αυγούστου του 1992. Καρπό αυτής της πολυετούς σχέσης με την Ελλάδα αποτελούν οι διασκευές ελληνικών τραγουδιών (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ), οι πρωτότυπες συνθέσεις του σε στίχους Ελλήνων ποιητών, όπως ο Κωστής Παλαμάς (βλ. εδώ) και ο Ιωάννης Γρυπάρης (βλ. εδώ), και ο κύκλος οκτώ τραγουδιών "The Casos sonetts", σε δικούς του στίχους (βλ. εδώ και εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η εν λόγω ηχογράφηση αφορά ένα ποτ πουρί, το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο πλευρές του δίσκου της Odeon. Πιθανώς, περιλαμβάνει αποσπάσματα από την μουσική που γράφτηκε για την θεατρική παράσταση «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας».
Το έργο αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα θεατρικά έργα του Δημήτριου Κορομηλά (1850–1898), το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 30 Δεκεμβρίου του 1891 στην Κωνσταντινούπολη (Γρηγορίου, 2009: 16). Η πρώτη έκδοση του έργου κυκλοφόρησε το 1900 στην Κωνσταντινούπολη, από το τυπογραφείο Ν. Γ. Κεφαλίδου. Με βάση τα στοιχεία, οι παραστάσεις του θεατρικού έργου και η μεγάλη επιτυχία που αυτό γνώρισε εκτόξευσαν την δημοφιλία του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Το τραγούδι ήταν μέρος της παράστασης και είναι ενεργό ακόμη και σήμερα, κυρίως στο δημοτικό ρεπερτόριο. Στην άλλη πλευρά του δίσκου, Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας Ι, στο 02.33 μπορεί κάποιος να ακούσει μια ορχηστρική εκδοχή του εν λόγω σκοπού.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην ιστορική δισκογραφία, στην Ελλάδα, στην Αμερική αλλά και στο Μιλάνο, και μεταφέρθηκε αργότερα και στον κινηματογράφο, για πρώτη φορά το 1932. Πέρασε, δε, σε διάφορα ρεπερτόρια, λόγια και λαϊκά.
– “I voskopoula (The shepherdess)”, Δημήτριοs Καρόπουλοs (Dhimítrios Karópoulos ή Demetrio Caropulo), Gramophone 5532R – 12424, Μιλάνο, Δεκέμβριος 1902.
– "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας Ι & ΙΙ", Φιλαρμονική Δήμου Πειραιώς, Odeon GX 96 – 65074, Αθήνα, 1907–1908, παρούσα ηχογράφηση.
– "Το φίλημα", Μάριος Λυμπερόπουλος, Columbia 38482 – E 1256, Νέα Υόρκη, 5 Δεκεμβρίου 1912.
– "Αγαπητικός της βοσκοπούλας", Χαράλαμπος Μαργέλης (κλαρίνο), Odeon GO 2778 – GA 7053, Αθήνα, 1937.
– "Μια βοσκοπούλα αγάπησα", Δημήτρης Ζάχος, His Master's Voice 7XGA 893 – 7PG 2892, Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 1961.
Ο Κορομηλάς εμπνεύστηκε το θεατρικό του έργο από ένα ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα (1805–1858), με τίτλο «Το φίλημα». Ο Ζαλοκώστας γεννήθηκε στο Συρράκο στα Τζουμέρκα. Εξέδωσε για πρώτη φορά το ποίημα μάλλον το 1851. Πάντως, το 1853 περιλαμβάνεται στο τεύχος 23 του περιοδικού «Ευτέρπη» (σελ. 547), όπου κάτω από τον τίτλο του κάποιος μπορεί να διαβάσει τη σημείωση: «κατά το Ιταλικόν» (βλ. και Γεωργιάδη, 2016: 160: υποσ. 11).
Ο Τιμολέων Αμπελάς (1850–1929), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου της Αθήνας «Παρνασσός», σε ένα παλαιότερο κείμενό του το οποίο φαίνεται να γράφηκε μετά τον θάνατο του Ζαλοκώστα, και το οποίο εμφανίζεται στις σελίδες της εφημερίδας Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίς της Νέας Υόρκης (τεύχος Ιουνίου 1921, σελ. 24), περιγράφει το πώς ο Ζαλοκώστας αντέγραψε και μετάφρασε στα ελληνικά το ποίημα του Ιταλού Giambattista Felice Zappi (1667–1719), από το οποίο προέκυψε το «Φίλημα».
Πριν την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, διοργανώθηκαν παρόμοιοι αγώνες, με χρηματοδότηση του Ευάγγελου Ζάππα (1800–1865). Οι αγώνες αυτοί δεν ήταν διεθνείς. Στα τρίτα «Ολύμπια», όπως ονομάστηκαν, του 1875, εκτός των αθλητικών διαγωνισμών προκηρύχθηκαν και άλλοι, μεταξύ αυτών και σύνθεσης μουσικής, σε δοσμένα από την επιτροπή ποιήματα. Ένα από αυτά τα ποιήματα προς μελοποίηση ήταν και το «Φίλημα», του Ζαλοκώστα. Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε, με μια σχετική ασφάλεια, πως το ποίημα μελοποιείται περίπου 25 χρόνια μετά την συγγραφή του και πάντως πριν να γραφτεί η παράσταση του Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», το 1890–1891 (για τα «Ολύμπια» και τον διαγωνισμό σύνθεσης βλέπε τον Κανονισμό του 1875 εδώ).
Το τί συνέβη, όμως, στα Ολύμπια του 1875 όσον αφορά στον διαγωνισμό σύνθεσης, αλλά και γενικώς τί συνέβη με την πασίγνωστη μελωδία του «Φιλήματος», παραμένει ακόμη και τώρα ασαφές. Όπως μας ενημερώνει ο Γιώργος Κωνστάντζος (2019: 295–296), «Στο περιοδικό Le Parnasse της 15.3.1882 σ. 9, ο R. Miles γράφει ότι άκουσε κάποια έργα της Foscarina [Μαρία Φωσκαρίνα Δαμασκηνού] και δεν μπορεί να μην σχολιάσει την ομορφιά τους. [...] Επίσης αναφέρεται στο Φίλημα που βραβεύθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας [...]». Όπως μας ενημερώνει ο Κωνστάντζος, η παρτιτούρα της Φωσκαρίνας χάθηκε.
Στο βιβλίο τους, η Καίτη Ρωμανού, η Μαρία Μπαρμπάκη και ο Φώτης Μουσουλίδης Η ελληνική μουσική στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις Ολυμπιάδες (1858–1896) (2004: 111–120), περιέχουν την συμφωνική παρτιτούρα–μελοποίηση του Καρρέρ του ποιήματος του Ζαλοκώστα. Η μουσική δεν έχει καμία σχέση με την πασίγνωστη μελωδία.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1893, ο Οδυσσέας Ανδρεάδης δημοσιεύει ένα κείμενο, μια περίληψη της υπόθεσης της παράστασης, στο περιοδικό Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, τεύχος 16, σελ. 315. Στον τίτλο του άρθρου διαβάζουμε: «Θέατρον Βέρδη – Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, ειδύλλιον εις πράξεις πέντε, υπό Δημ. Κορομηλά, μέλος Σάϊλλερ».
Ο Κώστας Γεωργιάδης (2004: 133: υποσημ. 14), στο κείμενό του με τίτλο «Η Αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων» αναφέρει επ’ ακριβώς: «Ολύμπια του 1875, Περίοδος Τρίτη, Αθήνα 1878, σελ. 349, XV. Το χρηματικό βραβείο κέρδισε ο Αντρέας Σάιλερ, από την Κέρκυρα, για τις τρεις μουσικές συμφωνίες του, εκ των οποίων οι δύο ήταν στρατιωτική μουσική, και για τα διάφορα εμβατήρια που είχε συνθέσει».
Ήταν, τελικά, όντως ο Ανδρέας Σάιλερ (1828–1903) ο συνθέτης της γνωστής μελωδίας, που μεταξύ των άλλων κέρδισε και τον διαγωνισμό για τα «Ολύμπια» του 1875; Άραγε, ήταν και το «Φίλημα» μία από τις μελοποιήσεις του που κέρδισαν στον διαγωνισμό; Εάν ναι, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Louis-Albert Bourgault-Ducoudray (1840–1910), ενώ συμπεριλαμβάνει το τραγούδι στην διάσημη συλλογή του, η οποία εκδίδεται το 1876, δηλαδή έναν χρόνο μετά τα «Ολύμπια» του 1875, όχι μόνο δεν αναφέρει το όνομα του συνθέτη αλλά στην υποσημείωσή του, στο τέλος της παρτιτούρας, ξεκαθαρίζει: «Αυτή η μελωδία, που έχει τον συνηθισμένο χαρακτήρα του ευρωπαϊκού μινόρε τρόπου, μαρτυρά την ιταλική της καταγωγή. Την ακούσαμε να τραγουδιέται στην Αθήνα από πολλά άτομα, με παραλλαγές. Την μελωδική εκδοχή που παραδίδουμε εδώ, την οφείλουμε στην κα Ζ. Μπαλτατζή, η οποία την είχε εναρμονίσει. Αναπαράγουμε στην συνοδεία μας την αρμονία της κας Μπαλτατζή» (Ducoudray, 1876: 85–87).
Η αναγγελία της παράστασης στην Αθήνα του 1892, γραμμένη στην Εφημερίδα, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν ο ίδιος ο Κορομηλάς, μάλλον συσκοτίζει περισσότερο: «Σήμερον παριστάνεται εν τω θεάτρω τω εντός του κήπου Ορφανίδου υπό του θιάσου του κ. Ταβουλάρη το δραματικόν ειδύλλιον του κ. Δ. Κορομηλά. […] Η μουσική εκ δημωδών ασμάτων απαρτιζομένη συνηρμολογήθη υπό του κ. Σάϊλλερ. Του δράματος προηγείται μουσική συμφωνία» (Εφημερίς, 30 Μαΐου 1892).
Σε κάθε περίπτωση, η τονικότητα της Μι ύφεση μινόρε, στην οποία είναι καταγεγραμμένη η παρτιτούρα στον Ducoudray, όπως είδαμε παραπάνω, εμφανίζεται και σε μια εμπορική παρτιτούρα εποχής. Η παρτιτούρα αυτή φέρει εξώφυλλο με τίτλο «Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» (Μουσικός Οίκος Κωνσταντινίδου). Η καταγραφή που βρίσκεται στην εμπορική παρτιτούρα είναι πιο κοντά στην εκτέλεση της Φιλαρμονικής του Δήμου Πειραιά.
Σε μια άλλη εμπορική παρτιτούρα, η οποία στο εξώφυλλο της φέρει τον τίτλο «Το Ρηνάκι, Η βοσκοπούλα, Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» περιέχει τις προαναφερθείσες καταγραφές, σε διασκευή του Ρήγα Ακρίτα (Μουσικαί Εκδόσεις Μ. Γαϊτάνου). Αυτό που ξεχωρίζει στην συγκεκριμένη καταγραφή είναι η συγχορδία της τρίτης ματζόρε, η οποία εκτελείται στον στίχο «και την αγάπησα πολύ», κάτι το οποίο δεν συναντάμε στις προηγούμενες δύο, και μάλλον παλαιότερες από αυτήν, καταγραφές.
Για ακόμη μία φορά, ο Εκδοτικός Οίκος Ζ. Βελούδιος κυκλοφορεί καταγραφή της βοσκοπούλας, αυτή τη φορά στη σειρά «Συλλογή ελληνικών τεμαχίων δια βιολίον ή μανδολίνον – Άνευ λέξεων». Η συγκεκριμένη παρτιτούρα αποτελείται από δύο καταγραφές: το «Φύσα βοργιά» και το «Η βοσκοπούλα». Και τα δύο τραγούδια περιλαμβάνονται σε μια σελίδα. Κάτω από τον τίτλο του «Φύσα βοργιά» αναγράφεται το όνομα του Γεώργιου Λαμπίρη (1833–1889).
Ο Λαμπίρης εμφανίζεται ως συνθέτης και σε μία ακόμη καταγραφή, η οποία αφιερώθηκε, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, στην Αικατερίνη Μεταξά. Αυτή τη φορά, στην συγκεκριμένη παρτιτούρα εμπορίου, η οποία το πιθανότερο είναι η παλαιότερη όλων, ο τίτλος που εμφανίζεται είναι «Το φίλημα» (Λιθογραφείον Γ. Κόλμαν). Κάτω από τον τίτλο διαβάζουμε «Άσμα δημοτικόν». Παρόλα αυτά, ακριβώς από κάτω αναγράφεται: «Ποίησις Γ. Ζαλοκώστα – Μουσική Γ. Λαμπίρη». Ενώ πρόκειται για διαφορετική μελωδία, κάποιος μπορεί εύκολα να αντιληφθεί την πολύ στενή συγγένεια με την γνωστή μελωδία της βοσκοπούλας.
Τέλος, όσον αφορά τους υποψήφιους συνθέτες, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση και της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1932. Στους τίτλους αρχής διαβάζουμε: «Μουσική – Δ. Λαυράγκα». Ποιος είναι ο ρόλος του Λαυράγκα (1860–1941) στην ταινία, όσον αφορά τα μουσικά;
Το θεατρικό έργο, μαζί και το περιβόητο άσμα, απέκτησαν μεγάλη δημοφιλία και στον εβραϊκό πληθυσμό. Όταν η παράσταση παίχτηκε το 1895 στην Σμύρνη από τον θίασο «Μένανδρος», άμεσα το τραγούδι μεταφράστηκε στην λαντίνο και έλαβε τον τίτλο “Una pastora yo ami”. Στις 12 Μαρτίου του 1903, μαθητές της σχολής Alliance Israellitte Universelle ανέβασαν το έργο "La chobana", δηλαδή, «Η βοσκοπούλα» (βλ. και Ναρ 1997: 175–189). Στις 10 Μαρτίου του 1906, η εβραϊκή φιλανθρωπική οργάνωση «Οζέρ Νταλίμ» ανέβασε στο θέατρο Σπόρτιγκ την παράσταση με τίτλο "El amante de la pastora", δηλαδή, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Ο Χρήστος Σολομωνίδης (1954: 158) μας πληροφορεί ότι το ελληνικό έργο μετέφρασε στην λαντίνο ο «σμυρναίος Ελληνομαθής Ιουδαίος Κασέρ».
Μέχρι στιγμής, η παλαιότερη ηχογράφηση του “Una pastora yo ami” που έχουμε εντοπίσει προέρχεται από τον δίσκο της Gloria Levy “Sephardic Folk Songs”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1959 από την Folkways Records (FW 8737). Η Levy γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Gloria DeVidas Kirchheimer. Ο πατέρας της, όμως, καταγόταν από τη Σμύρνη, ενώ η μητέρα της από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην συγκεκριμένη ηχογράφηση, το τραγούδι εμφανίζεται με τον τίτλο “La Pastora”.
To 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ισάριθμων ελληνικών λαϊκών μελωδιών, οι οποίες πιθανόν προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται η μελωδία της «Βοσκοπούλας» στην οποία βασίζεται το πέμπτο μέρος "Alegretto Grazioso".
Το 1965, ο Ισπανός συνθέτης Joaquín Rodrigo Vidre (Σαγούντο, 22 Νοεμβρίου 1901 – Μαδρίτη, 6 Ιουλίου 1999) τελειώνει το έργο του “Cuatro canciones sefardíes”, για πιάνο και φωνή, έργο το οποίο φαίνεται πως κυκλοφορεί το 1968. Ένα από αυτά τα τέσσερα σεφαραδίτικα τραγούδια είναι και το “Una pastora yo ami”.
Το 1983, ο Ολλανδός συνθέτης Henk van Lijnschooten (Χάγη, 27 Μαρτίου 1928 – Hendrik-Ido-Ambacht, 1 Νοεμβρίου 2006) γράφει το έργο για ορχήστρα πνευστών "Suite on Greek love songs". Το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη του έργου, το Andante espressivo, βασίζεται στη μελωδία της «Βοσκοπούλας».
Σημειώνουμε, τέλος, τη διασκευή "The shepherdess (Boskopoula)" του Ουαλού Donald Swann, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός από τη συμμετοχή του στο βρετανικό κωμικό ντουέτο Flanders and Swann. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον τενόρο Jeffrey Cresswell στο Λονδίνο στις 22-23 Φεβρουαρίου 1996, σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του John Jansson. Περιλαμβάνεται στο CD "The Isles of Greece" (The Divine Art 2-5010), μία συλλογή μουσικής και τραγουδιών που συντέθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε μια περίοδο πενήντα ετών, από την εποχή που ο Swann έζησε στην Ελλάδα ως μέλος της Friends Ambulance Unit (FAU), το διάστημα 1944-46, μέχρι την τελευταία του επίσκεψη στα τέλη Αυγούστου του 1992. Καρπό αυτής της πολυετούς σχέσης με την Ελλάδα αποτελούν οι διασκευές ελληνικών τραγουδιών (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ), οι πρωτότυπες συνθέσεις του σε στίχους Ελλήνων ποιητών, όπως ο Κωστής Παλαμάς (βλ. εδώ) και ο Ιωάννης Γρυπάρης (βλ. εδώ), και ο κύκλος οκτώ τραγουδιών "The Casos sonetts", σε δικούς του στίχους (βλ. εδώ και εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ