Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αρίων. Η μουσική των Ελλήνων ως διεσώθη από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον» των Αδαμάντιου Ρεμαντά και Προκόπιου Δ. Ζαχαρία και περιέχει, στη σελ. 49 και με αριθμό 50, το τραγούδι «Τα ματάκια σου τα μαύρα».
Η έκδοση, η οποία αριθμεί 104 σελίδες, περιλαμβάνει εκτός από τις παρτιτούρες 93 κομματιών, πρόλογο, εισαγωγή και μουσικολογική μελέτη 32 σελίδων.
Στο έγχρωμο εξώφυλλο, το οποίο κοσμεί διακοσμητικό σχέδιο και λιθογραφία, αναγράφεται: «Λιθ. Γ. Χατζη-Σάββα, Αθήναι», «Π. Μαθιόπουλος», «Τύποις Επαμ. Ζαγκούρογλου». Αναγράφεται επίσης «Τιμάται Δρ. 12», φέρει σφραγίδες με τις υπογραφές των συγγραφέων, ενώ το οπισθόφυλλο είναι κενό.
Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα δύο πενταγράμμων για πιάνο και τραγούδι. Η μελωδία του τραγουδιού αναγράφεται στο πεντάγραμμο για το δεξί χέρι του πιάνου, πιθανώς για λόγους οικονομίας.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, το τραγούδι, σε ορχηστρική μορφή, το συναντάμε στην ηχογράφηση «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας ΙΙ», την οποία πραγματοποίησε η Φιλαρμονική του Δήμου Πειραιώς το 1907-1908 στην Αθήνα (Odeon GX-97 – 65075). Πρόκειται για οργανικό ποτ πουρί, το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο πλευρές του δίσκου (βλ. εδώ και εδώ) και αποτελείται από μελωδίες που συναντάμε στη συλλογή του Bourgault-Ducoudray.
Σύγχρονη ηχογράφηση του τραγουδιού περιλαμβάνεται στο CD "Mελωδίες της ανατολής, Τραγούδια της Σμύρνης (19ος αιώνας)" («Τα ματάκια σου τα μαύρα», Αρχείο Ελληνικής Μουσικής FM800), το οποίο περιέχει 20 από τις μελωδίες που συνέλεξε ο Bourgault-Ducoudray, με διαφορετική αρμονική - ρυθμική συνοδεία και ενορχήστρωση. Το τραγουδά η Ειρήνη Δερέμπεη.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στο ρωσικό λόγιο ρεπερτόριο. Μεταξύ 1881-1884 ο Ρώσος συνθέτης Alexander Glazunov (Αγία Πετρούπολη, 29 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1865 – Παρίσι, 21 Μαρτίου 1936) ολοκληρώνει δύο έργα για συμφωνική ορχήστρα βασισμένα σε ελληνικές μελωδίες. Πρόκειται για την "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3", η οποία πιθανόν ολοκληρώθηκε το 1881 ή το 1882 και είναι αφιερωμένη στον Bourgault-Ducoudray, και την "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6" (βλ. εδώ, εδώ και εδώ), σύνθεση που έγραψε πιθανόν το 1883-1884 και αφιέρωσε στον Ρώσο συνθέτη Mily Balakirev. Τα μουσικά θέματα από τα οποία αντλεί υλικό ο Glazunov, και για τις δύο ουβερτούρες του, προέρχονται από τη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Bourgault-Ducoudray. Περιλαμβάνει μελωδίες που συνέλεξε και εναρμόνισε ο Γάλλος συνθέτης Louis Albert Bourgault-Ducoudray κατά τη διάρκεια ερευνητικού ταξιδιού του στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία το 1875 (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017d: 13-47). Στην "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3"
ο συνθέτης επεξεργάζεται μελωδικές φράσεις από τρία τραγούδια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το τραγούδι της παρτιτούρας που εξετάζουμε. Συγκεκριμένα πρόκειται, κατά τη σειρά εμφάνισής τους στο έργο, για το τραγούδι υπ' αριθμόν 1 [Άιντε άιντε κοιμήσου, κόρη μου, βλ. εδώ, εδώ και εδώ), το παρόν τραγούδι, το οποίο στη συλλογή του Bourgault-Ducoudray είναι άτιτλο και φέρει τον αριθμό 20 (βλ. εδώ), και το τραγούδι υπ' αριθμόν 25 [Καράβιν' έν' από τη Χιο, βλ. εδώ και εδώ).
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, τo 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ελληνικών λαϊκών μελωδιών οι οποίες προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Στο πέμπτο μέρος "Alegretto Grazioso" συνδυάζει, τη μελωδία της «Βοσκοπούλας» (βλ. εδώ), υπ' αριθμόν 30 στην έκδοση του Bourgault-Ducoudray με τίτλο «Το φίλημα» (βλ. εδώ), με εκείνη του παρόντος τραγουδιού. Ακολουθούν αναλυτικά τα μέρη του έργου και τα αντίστοιχα τραγούδια της συλλογής Bourgault-Ducoudray τα οποία επεξεργάζεται ο συνθέτης:
– Alla marcia: τα υπ' αριθμόν 27 και 7.
– Andante: τα υπ' αριθμόν 15 και 21.
– Allegretto. Scherzando: το υπ' αριθμόν 4.
– Allegro marziale: το υπ' αριθμόν 23.
– Allegretto grazioso: το υπ' αριθμόν 30 με τίτλο «Το φίλημα» και το παρόν υπ' αριθμόν 20.
– Lento: το υπ' αριθμόν 9.
– Allegretto: τα υπ' αριθμόν 28 και 1.
– Allegretto moderato: το υπ' αριθμόν 25.
Tο 1942 ο Ούγγρος συνθέτης Mátyás György Seiber (Βουδαπέστη, 4 Μαΐου 1905 – Kruger National Park, Γιοχάνεσμπουργκ, Νότια Αφρική), ο οποίος από το 1935 έζησε και εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα χρησιμοποιήσει τη μελωδία στο έργο του "Four Greek folk songs". Πρόκειται για σύνθεση για υψηλή φωνή και ορχήστρα εγχόρδων ή κουαρτέτο εγχόρδων με αγγλικούς στίχους του Peter Carroll. Το μουσικό υλικό στο οποίο βασίζεται ο συνθέτης για τα τρία από τα τέσσερα τραγούδια του έργου εντοπίζεται στη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient", που πιθανότατα αποτέλεσε την πηγή του, ενώ δύο εξ αυτών καταγράφονται και στη συλλογή «Αρίων». Αναλυτικά: Το πρώτο τραγούδι που φέρει τον τίτλο "O, my love, how long" δεν έχει μέχρι στιγμής εντοπιστεί σε παρτιτούρα ή σε ηχογράφηση. Το "Have pity on me" που ακολουθεί αποτελεί διασκευή του τραγουδιού «Τα μαύρα μάτια» από τη συλλογή «Αρίων» (βλ. εδώ) και άτιτλο με τον αριθμό 8 [Τα ματάκια σου τα μαύρα] στην έκδοση του Bourgault-Ducoudray (βλ. εδώ). Το "Each time, my love, you say farewell", τρίτο κατά σειρά, στηρίζεται στο τραγούδι υπ' αριθμόν 19 [Όταν μου είπεν έχε 'γειαν] της συλλογής του Bourgault-Ducoudray (βλ. εδώ). Τέλος, το "O your eyes are dark and beautiful" βασίστηκε στο παρόν τραγούδι, το οποίο όπως προαναφέραμε στη συλλογή Bourgault-Ducoudray είναι άτιτλο και φέρει τον αριθμόν 20 (βλ. εδώ).
Το 1983, ο Ολλανδός συνθέτης Henk van Lijnschooten (Χάγη, 27 Μαρτίου 1928 – Hendrik-Ido-Ambacht, 1 Νοεμβρίου 2006) γράφει το έργο για ορχήστρα πνευστών "Suite on Greek love songs". Το τρίτο από τα τέσσερα μέρη του έργου, το Allegretto Patetico, βασίζεται στη μελωδία του παρόντος τραγουδιού.
Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αρίων. Η μουσική των Ελλήνων ως διεσώθη από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον» των Αδαμάντιου Ρεμαντά και Προκόπιου Δ. Ζαχαρία και περιέχει, στη σελ. 49 και με αριθμό 50, το τραγούδι «Τα ματάκια σου τα μαύρα».
Η έκδοση, η οποία αριθμεί 104 σελίδες, περιλαμβάνει εκτός από τις παρτιτούρες 93 κομματιών, πρόλογο, εισαγωγή και μουσικολογική μελέτη 32 σελίδων.
Στο έγχρωμο εξώφυλλο, το οποίο κοσμεί διακοσμητικό σχέδιο και λιθογραφία, αναγράφεται: «Λιθ. Γ. Χατζη-Σάββα, Αθήναι», «Π. Μαθιόπουλος», «Τύποις Επαμ. Ζαγκούρογλου». Αναγράφεται επίσης «Τιμάται Δρ. 12», φέρει σφραγίδες με τις υπογραφές των συγγραφέων, ενώ το οπισθόφυλλο είναι κενό.
Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα δύο πενταγράμμων για πιάνο και τραγούδι. Η μελωδία του τραγουδιού αναγράφεται στο πεντάγραμμο για το δεξί χέρι του πιάνου, πιθανώς για λόγους οικονομίας.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, το τραγούδι, σε ορχηστρική μορφή, το συναντάμε στην ηχογράφηση «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας ΙΙ», την οποία πραγματοποίησε η Φιλαρμονική του Δήμου Πειραιώς το 1907-1908 στην Αθήνα (Odeon GX-97 – 65075). Πρόκειται για οργανικό ποτ πουρί, το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο πλευρές του δίσκου (βλ. εδώ και εδώ) και αποτελείται από μελωδίες που συναντάμε στη συλλογή του Bourgault-Ducoudray.
Σύγχρονη ηχογράφηση του τραγουδιού περιλαμβάνεται στο CD "Mελωδίες της ανατολής, Τραγούδια της Σμύρνης (19ος αιώνας)" («Τα ματάκια σου τα μαύρα», Αρχείο Ελληνικής Μουσικής FM800), το οποίο περιέχει 20 από τις μελωδίες που συνέλεξε ο Bourgault-Ducoudray, με διαφορετική αρμονική - ρυθμική συνοδεία και ενορχήστρωση. Το τραγουδά η Ειρήνη Δερέμπεη.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στο ρωσικό λόγιο ρεπερτόριο. Μεταξύ 1881-1884 ο Ρώσος συνθέτης Alexander Glazunov (Αγία Πετρούπολη, 29 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1865 – Παρίσι, 21 Μαρτίου 1936) ολοκληρώνει δύο έργα για συμφωνική ορχήστρα βασισμένα σε ελληνικές μελωδίες. Πρόκειται για την "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3", η οποία πιθανόν ολοκληρώθηκε το 1881 ή το 1882 και είναι αφιερωμένη στον Bourgault-Ducoudray, και την "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6" (βλ. εδώ, εδώ και εδώ), σύνθεση που έγραψε πιθανόν το 1883-1884 και αφιέρωσε στον Ρώσο συνθέτη Mily Balakirev. Τα μουσικά θέματα από τα οποία αντλεί υλικό ο Glazunov, και για τις δύο ουβερτούρες του, προέρχονται από τη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Bourgault-Ducoudray. Περιλαμβάνει μελωδίες που συνέλεξε και εναρμόνισε ο Γάλλος συνθέτης Louis Albert Bourgault-Ducoudray κατά τη διάρκεια ερευνητικού ταξιδιού του στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία το 1875 (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017d: 13-47). Στην "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3"
ο συνθέτης επεξεργάζεται μελωδικές φράσεις από τρία τραγούδια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το τραγούδι της παρτιτούρας που εξετάζουμε. Συγκεκριμένα πρόκειται, κατά τη σειρά εμφάνισής τους στο έργο, για το τραγούδι υπ' αριθμόν 1 [Άιντε άιντε κοιμήσου, κόρη μου, βλ. εδώ, εδώ και εδώ), το παρόν τραγούδι, το οποίο στη συλλογή του Bourgault-Ducoudray είναι άτιτλο και φέρει τον αριθμό 20 (βλ. εδώ), και το τραγούδι υπ' αριθμόν 25 [Καράβιν' έν' από τη Χιο, βλ. εδώ και εδώ).
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, τo 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ελληνικών λαϊκών μελωδιών οι οποίες προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Στο πέμπτο μέρος "Alegretto Grazioso" συνδυάζει, τη μελωδία της «Βοσκοπούλας» (βλ. εδώ), υπ' αριθμόν 30 στην έκδοση του Bourgault-Ducoudray με τίτλο «Το φίλημα» (βλ. εδώ), με εκείνη του παρόντος τραγουδιού. Ακολουθούν αναλυτικά τα μέρη του έργου και τα αντίστοιχα τραγούδια της συλλογής Bourgault-Ducoudray τα οποία επεξεργάζεται ο συνθέτης:
– Alla marcia: τα υπ' αριθμόν 27 και 7.
– Andante: τα υπ' αριθμόν 15 και 21.
– Allegretto. Scherzando: το υπ' αριθμόν 4.
– Allegro marziale: το υπ' αριθμόν 23.
– Allegretto grazioso: το υπ' αριθμόν 30 με τίτλο «Το φίλημα» και το παρόν υπ' αριθμόν 20.
– Lento: το υπ' αριθμόν 9.
– Allegretto: τα υπ' αριθμόν 28 και 1.
– Allegretto moderato: το υπ' αριθμόν 25.
Tο 1942 ο Ούγγρος συνθέτης Mátyás György Seiber (Βουδαπέστη, 4 Μαΐου 1905 – Kruger National Park, Γιοχάνεσμπουργκ, Νότια Αφρική), ο οποίος από το 1935 έζησε και εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα χρησιμοποιήσει τη μελωδία στο έργο του "Four Greek folk songs". Πρόκειται για σύνθεση για υψηλή φωνή και ορχήστρα εγχόρδων ή κουαρτέτο εγχόρδων με αγγλικούς στίχους του Peter Carroll. Το μουσικό υλικό στο οποίο βασίζεται ο συνθέτης για τα τρία από τα τέσσερα τραγούδια του έργου εντοπίζεται στη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient", που πιθανότατα αποτέλεσε την πηγή του, ενώ δύο εξ αυτών καταγράφονται και στη συλλογή «Αρίων». Αναλυτικά: Το πρώτο τραγούδι που φέρει τον τίτλο "O, my love, how long" δεν έχει μέχρι στιγμής εντοπιστεί σε παρτιτούρα ή σε ηχογράφηση. Το "Have pity on me" που ακολουθεί αποτελεί διασκευή του τραγουδιού «Τα μαύρα μάτια» από τη συλλογή «Αρίων» (βλ. εδώ) και άτιτλο με τον αριθμό 8 [Τα ματάκια σου τα μαύρα] στην έκδοση του Bourgault-Ducoudray (βλ. εδώ). Το "Each time, my love, you say farewell", τρίτο κατά σειρά, στηρίζεται στο τραγούδι υπ' αριθμόν 19 [Όταν μου είπεν έχε 'γειαν] της συλλογής του Bourgault-Ducoudray (βλ. εδώ). Τέλος, το "O your eyes are dark and beautiful" βασίστηκε στο παρόν τραγούδι, το οποίο όπως προαναφέραμε στη συλλογή Bourgault-Ducoudray είναι άτιτλο και φέρει τον αριθμόν 20 (βλ. εδώ).
Το 1983, ο Ολλανδός συνθέτης Henk van Lijnschooten (Χάγη, 27 Μαρτίου 1928 – Hendrik-Ido-Ambacht, 1 Νοεμβρίου 2006) γράφει το έργο για ορχήστρα πνευστών "Suite on Greek love songs". Το τρίτο από τα τέσσερα μέρη του έργου, το Allegretto Patetico, βασίζεται στη μελωδία του παρόντος τραγουδιού.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ