Σχετικά με την εκφώνηση του ονόματος της εταιρείας που ακούγεται σε αρκετές ηχογραφήσεις της περιόδου του "χωνιού" ή αλλιώς της "ακουστικής" περιόδου (έως το 1925), αναφέρει ο Αριστομένης Καλυβιώτης (2002: 125-126): «Σχετικά με την πλαστογράφηση των δίσκων, κάποιοι πονηροί απέφυγαν όλη τη διαδικασία της ηχογράφησης και της παραγωγής, κυκλοφορώντας στην αγορά δικούς τους δίσκους, ως εξής: Αγόραζαν μία σειρά δίσκων από εκείνους που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο και στη συνέχεια δημιουργούσαν από αυτούς καινούργιες μήτρες. "Έστηναν" κάπου μια πρέσσα κοπής και παρήγαγαν και αυτοί τους ίδιους ακριβώς δίσκους. Ποιοτικά οι δίσκοι αυτοί δεν διέφεραν πολύ από τους πρωτότυπους. Το κόστος, όμως, ήταν πολύ μικρότερο, γιατί δεν είχαν έξοδα μηχανημάτων και προσωπικού ηχοληψίας, έξοδα μετακίνησης συνεργείων και άλλα γενικά έξοδα. [...]
Δεν ξέρουμε πού ακριβώς στήθηκε το "εργαστήριο" της παράνομης κοπής δίσκων και αν ήταν μόνο ένα ή περισσότερα. Η αντιγραφή συνήθως γινόταν με τη δημιουργία καινούργιας μήτρας. Για να μην γίνονται αντιληπτοί οι πλαστογράφοι, χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα: Αλλοίωναν τους ανάγλυφους αριθμούς μήτρας των δίσκων και έβαζαν δικούς τους. Άλλες φορές δεν γράφανε τον τίτλο του τραγουδιού στην ετικέτα του δίσκου. Μερικές φορές μάλιστα, άλλο τραγούδι ήταν γραμμένο στην ετικέτα και άλλο περιείχε ο δίσκος.
Οι εταιρείες δίσκων, για να αντιμετωπίσουν την κλοπή, αναγκάστηκαν να εκφωνούν στην αρχή της ηχογράφησης τη φίρμα τους, έτσι ώστε όποιος άκουγε το δίσκο να καταλαβαίνει ποια εταιρεία έκανε την αρχική ηχογράφηση. [...]
Αυτές οι φράσεις δεν ήταν εύκολο να τις εξαφανίσουν οι πλαστογράφοι. Γιατί εκείνη την εποχή που οι ηχογραφήσεις γίνονταν με τη μέθοδο του χωνιού, ήταν δύσκολο να "σβηστεί" ένα τμήμα της ηχογράφησης».
Σχετικά με την εκφώνηση του ονόματος της εταιρείας που ακούγεται σε αρκετές ηχογραφήσεις της περιόδου του "χωνιού" ή αλλιώς της "ακουστικής" περιόδου (έως το 1925), αναφέρει ο Αριστομένης Καλυβιώτης (2002: 125-126): «Σχετικά με την πλαστογράφηση των δίσκων, κάποιοι πονηροί απέφυγαν όλη τη διαδικασία της ηχογράφησης και της παραγωγής, κυκλοφορώντας στην αγορά δικούς τους δίσκους, ως εξής: Αγόραζαν μία σειρά δίσκων από εκείνους που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο και στη συνέχεια δημιουργούσαν από αυτούς καινούργιες μήτρες. "Έστηναν" κάπου μια πρέσσα κοπής και παρήγαγαν και αυτοί τους ίδιους ακριβώς δίσκους. Ποιοτικά οι δίσκοι αυτοί δεν διέφεραν πολύ από τους πρωτότυπους. Το κόστος, όμως, ήταν πολύ μικρότερο, γιατί δεν είχαν έξοδα μηχανημάτων και προσωπικού ηχοληψίας, έξοδα μετακίνησης συνεργείων και άλλα γενικά έξοδα. [...]
Δεν ξέρουμε πού ακριβώς στήθηκε το "εργαστήριο" της παράνομης κοπής δίσκων και αν ήταν μόνο ένα ή περισσότερα. Η αντιγραφή συνήθως γινόταν με τη δημιουργία καινούργιας μήτρας. Για να μην γίνονται αντιληπτοί οι πλαστογράφοι, χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα: Αλλοίωναν τους ανάγλυφους αριθμούς μήτρας των δίσκων και έβαζαν δικούς τους. Άλλες φορές δεν γράφανε τον τίτλο του τραγουδιού στην ετικέτα του δίσκου. Μερικές φορές μάλιστα, άλλο τραγούδι ήταν γραμμένο στην ετικέτα και άλλο περιείχε ο δίσκος.
Οι εταιρείες δίσκων, για να αντιμετωπίσουν την κλοπή, αναγκάστηκαν να εκφωνούν στην αρχή της ηχογράφησης τη φίρμα τους, έτσι ώστε όποιος άκουγε το δίσκο να καταλαβαίνει ποια εταιρεία έκανε την αρχική ηχογράφηση. [...]
Αυτές οι φράσεις δεν ήταν εύκολο να τις εξαφανίσουν οι πλαστογράφοι. Γιατί εκείνη την εποχή που οι ηχογραφήσεις γίνονταν με τη μέθοδο του χωνιού, ήταν δύσκολο να "σβηστεί" ένα τμήμα της ηχογράφησης».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ