Η διαθήκη του μάγκα

Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει νούμερο από αταυτοποίητη επιθεώρηση, το οποίο ξεκινάει με μουσική φράση (0′ 01″ – 0′ 10″) από το τραγούδι «Το χασίσι» πάνω στην οποία τραγουδιούνται οι στίχοι Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις / άντε, ρε, τον λουλά τι θα τον κάνεις. Το ίδιο νούμερο περιλαμβάνεται και στην ηχογράφηση «Η διαθήκη του χασικλή» (Odeon Go 1782 – GA 1599/ A 190414 b, Αθήνα, 1932), με τον Γιώργο Καμβύση.

«Το χασίσι» αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια που αναφέρονται στις εξαρτησιογόνες ουσίες, τα επονομαζόμενα «χασικλίδικα». Καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές, μουσικές και στιχουργικές, και με άλλους τίτλους (ενδεικτικά):

– «Ο μπαρμπαγιάννης», Κυρία Κούλα, Νέα Υόρκη, 1920 (;) (Panhellenion P167 – 5047).
– «Το χασίσι», Πανελλήνιος Εστουδιαντίνα υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Σαβαρή, Αθήνα, 1925, (Odeon Gο 24 – GA-1045 / A 154033).
– «Μπαρμπα Γιάννης», Μαρίκα Παπαγκίκα, Νέα Υόρκη, 24 Φεβρουαρίου 1925, (Victor C 32004 –  V-68701-B).
– «Η νταμίρα», Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης), Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 1926 (His Master’s Voice BJ-201 – AO-165).
– «Η νταμίρα», Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης), Αθήνα, 24 Ιουνίου 1927 (His Master’s Voice BF-789 – AO-201).
– «Χασικλήδες», Κώστας Καρίπης, Αθήνα 1927 (Columbia Αγγλίας 20088  – 7724 και επανέκδοση Columbia Αγγλίας 8017).
– «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», Λευτέρης Μενεμενλής, Αθήνα, 1927 (Polydor 4622AR – V 45115).
Οι χασικλήδες», Πωλ Μερακλής [Λεοπόλδος Γαδ], (Homocord TM-857 – G. 4-32065).
– «Μπαρμπα-Γιάννης», Ορχήστρα Κώστα Γκαδίνη, Νέα Υόρκη, 8 Ιανουαρίου 1941 (Columbia CO 29427 – USA 7213-F).

Για την ινδική κάνναβη, το χασίς και αυτή την κατηγορία τραγουδιών σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 9: 17-19):

«Η ινδική κάνναβη, το φυτό απ’ όπου παράγεται το χασίς καθώς και μια μεγάλη σειρά από άλλα προϊόντα (φυτικές κλωστές, σχοινιά, χαρτί, φαρμακευτικά προϊόντα, φωτιστικό λάδι, ύφασμα για ρούχα και πανιά πλοίων κλπ.), καλλιεργούνταν ευρύτατα και ελεύθερα στον ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1920.

Η καλλιέργειά της οργανώθηκε συστηματικά από το 1880 και μετά. Σε περιοχές του νομού Αρκαδίας η παραγωγή έφτανε ετησίως τις 40.000 - 50.000 οκάδες χασίς, δηλαδή γύρω στους 50-65 τόνους σε κιλά. Παρόμοια ήταν η κατάσταση στους νομούς Αργολίδας, Κορινθίας, Ηλείας και αργότερα στη Μακεδονία και στην Κρήτη.

Την ίδια περίοδο, ίσως και παλαιότερα, το καλλιεργούσαν σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση και οι αγρότες στην Δυτική Μικρά Ασία, στην ενδοχώρα της Σμύρνης, στην Προύσα, στο Αφιόν Καραχισάρ και αλλού. Ήταν ένα φυτό οικείο στους Έλληνες καλλιεργητές, πολλοί από τους οποίους ζούσαν από την εκμετάλλευσή του και μόνο.

Οι γνωστές ευφορικές της ιδιότητες -σε λελογισμένη χρήση- καθώς και οι πολλαπλές ευεργετικές φαρμακευτικές της ικανότητες, την είχαν καταστήσει λίαν συμπαθή σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, απελευθερωμένο και μη. Η χρήση του ήταν περισσότερο διαδεδομένη βεβαίως μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, κ.α., εξαιτίας και της απαγόρευσης της κατανάλωσης οινοπνευματωδών στις περιοχές αυτές, για θρησκευτικούς λόγους.

Μια σειρά φυσικά προϊόντα που θεωρούνταν ευφορικές ουσίες -μερικά θεωρούνται ακόμη- και των οποίων η χρήση δεν απαγορεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα, όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη, ο καφές κ.ά., πέρασαν στη θεματολογία του ρεμπέτικου και όχι μόνο. Τα τραγούδια αυτά θεωρούνται, ως σήμερα, σημαντικά στοιχεία της αστικής λαογραφίας και ποτέ δεν κατηγορήθηκαν οι δημιουργοί τους επειδή κατέγραψαν, πρόβαλαν ή χρησιμοποίησαν τέτοια θέματα.

Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα της ελεύθερης καλλιέργειας, διακίνησης και χρήσης του χασίς που δεν υπέκειντο σε κανέναν περιορισμό ή απαγόρευση και θεωρούνταν κάτι φυσικό και νόμιμο, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια με σχετικές αναφορές.

Την περίοδο από το 1850 ως το 1922 εντοπίζονται τραγούδια, είτε παραδοσιακά είτε της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία καταγράφουν τα φαινόμενα της χρήσης του χασίς και τα αρνητικά αποτελέσματα της κατάχρησής του. [...]

Τα πρώτα τραγούδια τέτοιας θεματολογίας, εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας με ελληνικούς πληθυσμούς, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μεταφέρθηκαν με τις περιοδείες των κομπανιών στην απελευθερωμένη Ελλάδα κατά το διάστημα από το 1875 ως 1922, αλλά και στον χώρο των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, πολλά από τα οποία πέρασαν εκεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία.

Για τα τραγούδια του ελληνόφωνου ρεπερτορίου τα οποία αναφέρονται γενικότερα στις εξαρτησιογόνες "ουσίες", νόμιμες και παράνομες, επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2008: 13):

«Πρόκειται για ένα υλικό που ξεπερνά τις δύο χιλιάδες τραγούδια, που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν για πάνω από εκατό χρόνια στους χώρους που κινήθηκαν, κινούνται και ζουν Έλληνες.

Για πολλά χρόνια εθεωρείτο, και η πλειοψηφία το πιστεύει ακόμη, ότι τα τραγούδια σχετικά με τις απαγορευθείσες -μετά τις σχετικές νομοθεσίες του 1932 και 1936- ουσίες, όπως το χασίς, η ηρωίνη και η κοκαΐνη, κατεγράφησαν μόνο μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια που κυριάρχησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου.

Όμως σήμερα που κατέχουμε με μεγάλη πληρότητα το "σώμα" της ελληνικής δισκογραφίας της εποχής της "ελεύθερης δημιουργίας", δηλαδή πριν από την εφαρμογή της προληπτικής λογοκρισίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αποδεικνύεται ότι ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών και ερμηνευτών από τον χώρο της οπερέτας, της επιθεώρησης και του ελαφρού τραγουδιού, συμμετείχαν στη δημιουργία και παρουσίαση έργων με τέτοιες θεματικές. Μια παρατήρηση ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι τα περισσότερα είναι υμνητικά των ουσιών αυτών –απαγορευμένων και μη– κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στο ρεμπέτικο.

Από τη μέχρι τώρα έρευνα στις θεματικές των λαϊκών τραγουδιών άλλων χωρών του κόσμου, αποδεικνύεται ότι τα "περί των ουσιών" τραγούδια των Ελλήνων, ιδιαίτερα των απαγορευμένων, αποτελούν παγκοσμίως την πλουσιότερη αστική λαογραφία».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη (2010, 3: 42) για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού και σε άλλα ελληνόφωνα τραγούδια: «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι”, συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».

Το πρώτο τραγούδι «Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι» ηχογραφήθηκε από τον Τάκη Νικολάου, ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Τέτος Δημητριάδης, στη Νέα Υόρκη στις 25 Απριλίου 1927 (Victor CVE 38493 – 68812-B).

«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).

Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα της σχέσης των δύο παραπάνω τραγουδιών αποτελεί η ηχογράφηση «Το παράπονο του μάγκα» (Odeon Go 1908-2 – GA 1658 / A190473 b, Αθήνα, 1933), σε μουσική Γιώργου Καμβύση και στίχους Μίνου Μάτσα, με τον Πέτρο Κυριακό και τον Γιώργο Καμβύση. Περιλαμβάνει, και αυτή, απόσπασμα από αταυτοποίητη επιθεώρηση, το οποίο ξεκινά, στην ίδια μελωδία, με τις πρώτες λέξεις από το ρεφρέν του τραγουδιού «Γελεκάκι» (Άντε ρε, το μαλώνω, το μαλώνω).

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Καμβύσης Γιώργος
Τραγουδιστές:
Κυριακός Πέτρος [και αταυτοποίητος άντρας]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1932
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Pathé
Αριθμός καταλόγου:
80236
Αριθμός μήτρας:
70569
Διάρκεια:
3:18
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Pathe_80236_IDiathikiTouManga
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Η διαθήκη του μάγκα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4536
Στίχοι:
Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις
Άντε, ρε, το λουλά τι θα τον κάνεις

— Μπα που να φας τη γλώσσα σου στιφάδο! Ποιος θα πεθάνει, ρε κουνουπίδα;
— Εσύ, ρε γεροντόμαγκα! Πόσα χρόνια θα ζήσεις; Τρακόσα; Σαν τα κοράκια;
— Ρε, σαν τα κοράκια και σαν τους ελέφαντες! Δεκαπέντε μελεούνια χρόνια!
— Ρε, όσα χρόνια κι αν ζήσεις, κάποτε θα 'ρθει ο Χάρος και θα σου πει: Τι χαμπάρια, μάστορα;
— Ρε, ήρθε μια βολά, ρε!
— Πότε;
— Τότε που μ’ είχανε χτυπήσει μπαμπέσικα με το μυδραλιοβόλο κι είχα φάει εβδομήντα εφτάμισι σφαίρες!
— Κατέβασε τις σφαίρες, μάγκα!
— Δε μπορώ, μωρέ φίλε, πάει με το δολάριο. Εβδομήντα εφτάμισι και μισό!
— Καλά!
— Μου 'λεγε λοιπόν πως μ’ ήθελε ο πρόεδρας της Παραδείσου γιατί πήγανε κάτι ψευτονταήδες από τη Κόλαση και ζητάγανε πόντους. Ζήταγε να με πιάσει κορόιδα! Ποιόνε; Εμένανε! Τον αρχίζω, ρε φίλε, με τη μαγκούρα κι έκοψε ρόδα μυρωμένα! Τώρα φοβάμαι μη μου τη σκάσει στον ύπνο! Και γι’ αυτό θέλω να απαγορεύσω τη διαθήκη μου, σε ποιόνε αφήνω τα συμπράγκαλα.

Λοιπόν, βλάμη, στο Βαγγελάκι της μαμής αφήνω:

Το λουλά με τη νταμίρα
που μου χάρισε μια χήρα
να τραβάει, να μαστουριάζει
να μεθάει, να τα σπάζει

Κι έτσι τον κόσμο όλονε να βλέπει σα μυρμήγκι
και ας πονάει, βλάμη μου, το κλούβιο σου μελίγκι

Έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω

Στον Νότη τον τρελλό, που δουλεύει στο καπνοκοπτήριο, αδερφέ μου, άκουσε τι αφήνω:

Δώσ’ του το μπαγλαμαδάκι
να βαράει ζεμπεκάκι
να χορεύουν τα ντερβίσα
σαν φουμάρουν τα χασίσα

Και όταν θε ν’ αρχίζετε, ρε σεις, τα ζορικλίκια
εμένα να θυμόσαστε με τα τσαμπουκαλίκια

Κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δε ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω

Ωπ, ώπα, ωπ, ωχ, ντερβίσα μου!

Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει νούμερο από αταυτοποίητη επιθεώρηση, το οποίο ξεκινάει με μουσική φράση (0′ 01″ – 0′ 10″) από το τραγούδι «Το χασίσι» πάνω στην οποία τραγουδιούνται οι στίχοι Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις / άντε, ρε, τον λουλά τι θα τον κάνεις. Το ίδιο νούμερο περιλαμβάνεται και στην ηχογράφηση «Η διαθήκη του χασικλή» (Odeon Go 1782 – GA 1599/ A 190414 b, Αθήνα, 1932), με τον Γιώργο Καμβύση.

«Το χασίσι» αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια που αναφέρονται στις εξαρτησιογόνες ουσίες, τα επονομαζόμενα «χασικλίδικα». Καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές, μουσικές και στιχουργικές, και με άλλους τίτλους (ενδεικτικά):

– «Ο μπαρμπαγιάννης», Κυρία Κούλα, Νέα Υόρκη, 1920 (;) (Panhellenion P167 – 5047).
– «Το χασίσι», Πανελλήνιος Εστουδιαντίνα υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Σαβαρή, Αθήνα, 1925, (Odeon Gο 24 – GA-1045 / A 154033).
– «Μπαρμπα Γιάννης», Μαρίκα Παπαγκίκα, Νέα Υόρκη, 24 Φεβρουαρίου 1925, (Victor C 32004 –  V-68701-B).
– «Η νταμίρα», Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης), Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 1926 (His Master’s Voice BJ-201 – AO-165).
– «Η νταμίρα», Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης), Αθήνα, 24 Ιουνίου 1927 (His Master’s Voice BF-789 – AO-201).
– «Χασικλήδες», Κώστας Καρίπης, Αθήνα 1927 (Columbia Αγγλίας 20088  – 7724 και επανέκδοση Columbia Αγγλίας 8017).
– «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», Λευτέρης Μενεμενλής, Αθήνα, 1927 (Polydor 4622AR – V 45115).
Οι χασικλήδες», Πωλ Μερακλής [Λεοπόλδος Γαδ], (Homocord TM-857 – G. 4-32065).
– «Μπαρμπα-Γιάννης», Ορχήστρα Κώστα Γκαδίνη, Νέα Υόρκη, 8 Ιανουαρίου 1941 (Columbia CO 29427 – USA 7213-F).

Για την ινδική κάνναβη, το χασίς και αυτή την κατηγορία τραγουδιών σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 9: 17-19):

«Η ινδική κάνναβη, το φυτό απ’ όπου παράγεται το χασίς καθώς και μια μεγάλη σειρά από άλλα προϊόντα (φυτικές κλωστές, σχοινιά, χαρτί, φαρμακευτικά προϊόντα, φωτιστικό λάδι, ύφασμα για ρούχα και πανιά πλοίων κλπ.), καλλιεργούνταν ευρύτατα και ελεύθερα στον ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1920.

Η καλλιέργειά της οργανώθηκε συστηματικά από το 1880 και μετά. Σε περιοχές του νομού Αρκαδίας η παραγωγή έφτανε ετησίως τις 40.000 - 50.000 οκάδες χασίς, δηλαδή γύρω στους 50-65 τόνους σε κιλά. Παρόμοια ήταν η κατάσταση στους νομούς Αργολίδας, Κορινθίας, Ηλείας και αργότερα στη Μακεδονία και στην Κρήτη.

Την ίδια περίοδο, ίσως και παλαιότερα, το καλλιεργούσαν σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση και οι αγρότες στην Δυτική Μικρά Ασία, στην ενδοχώρα της Σμύρνης, στην Προύσα, στο Αφιόν Καραχισάρ και αλλού. Ήταν ένα φυτό οικείο στους Έλληνες καλλιεργητές, πολλοί από τους οποίους ζούσαν από την εκμετάλλευσή του και μόνο.

Οι γνωστές ευφορικές της ιδιότητες -σε λελογισμένη χρήση- καθώς και οι πολλαπλές ευεργετικές φαρμακευτικές της ικανότητες, την είχαν καταστήσει λίαν συμπαθή σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, απελευθερωμένο και μη. Η χρήση του ήταν περισσότερο διαδεδομένη βεβαίως μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, κ.α., εξαιτίας και της απαγόρευσης της κατανάλωσης οινοπνευματωδών στις περιοχές αυτές, για θρησκευτικούς λόγους.

Μια σειρά φυσικά προϊόντα που θεωρούνταν ευφορικές ουσίες -μερικά θεωρούνται ακόμη- και των οποίων η χρήση δεν απαγορεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα, όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη, ο καφές κ.ά., πέρασαν στη θεματολογία του ρεμπέτικου και όχι μόνο. Τα τραγούδια αυτά θεωρούνται, ως σήμερα, σημαντικά στοιχεία της αστικής λαογραφίας και ποτέ δεν κατηγορήθηκαν οι δημιουργοί τους επειδή κατέγραψαν, πρόβαλαν ή χρησιμοποίησαν τέτοια θέματα.

Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα της ελεύθερης καλλιέργειας, διακίνησης και χρήσης του χασίς που δεν υπέκειντο σε κανέναν περιορισμό ή απαγόρευση και θεωρούνταν κάτι φυσικό και νόμιμο, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια με σχετικές αναφορές.

Την περίοδο από το 1850 ως το 1922 εντοπίζονται τραγούδια, είτε παραδοσιακά είτε της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία καταγράφουν τα φαινόμενα της χρήσης του χασίς και τα αρνητικά αποτελέσματα της κατάχρησής του. [...]

Τα πρώτα τραγούδια τέτοιας θεματολογίας, εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας με ελληνικούς πληθυσμούς, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μεταφέρθηκαν με τις περιοδείες των κομπανιών στην απελευθερωμένη Ελλάδα κατά το διάστημα από το 1875 ως 1922, αλλά και στον χώρο των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, πολλά από τα οποία πέρασαν εκεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία.

Για τα τραγούδια του ελληνόφωνου ρεπερτορίου τα οποία αναφέρονται γενικότερα στις εξαρτησιογόνες "ουσίες", νόμιμες και παράνομες, επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2008: 13):

«Πρόκειται για ένα υλικό που ξεπερνά τις δύο χιλιάδες τραγούδια, που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν για πάνω από εκατό χρόνια στους χώρους που κινήθηκαν, κινούνται και ζουν Έλληνες.

Για πολλά χρόνια εθεωρείτο, και η πλειοψηφία το πιστεύει ακόμη, ότι τα τραγούδια σχετικά με τις απαγορευθείσες -μετά τις σχετικές νομοθεσίες του 1932 και 1936- ουσίες, όπως το χασίς, η ηρωίνη και η κοκαΐνη, κατεγράφησαν μόνο μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια που κυριάρχησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου.

Όμως σήμερα που κατέχουμε με μεγάλη πληρότητα το "σώμα" της ελληνικής δισκογραφίας της εποχής της "ελεύθερης δημιουργίας", δηλαδή πριν από την εφαρμογή της προληπτικής λογοκρισίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αποδεικνύεται ότι ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών και ερμηνευτών από τον χώρο της οπερέτας, της επιθεώρησης και του ελαφρού τραγουδιού, συμμετείχαν στη δημιουργία και παρουσίαση έργων με τέτοιες θεματικές. Μια παρατήρηση ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι τα περισσότερα είναι υμνητικά των ουσιών αυτών –απαγορευμένων και μη– κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στο ρεμπέτικο.

Από τη μέχρι τώρα έρευνα στις θεματικές των λαϊκών τραγουδιών άλλων χωρών του κόσμου, αποδεικνύεται ότι τα "περί των ουσιών" τραγούδια των Ελλήνων, ιδιαίτερα των απαγορευμένων, αποτελούν παγκοσμίως την πλουσιότερη αστική λαογραφία».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη (2010, 3: 42) για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού και σε άλλα ελληνόφωνα τραγούδια: «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι”, συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».

Το πρώτο τραγούδι «Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι» ηχογραφήθηκε από τον Τάκη Νικολάου, ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Τέτος Δημητριάδης, στη Νέα Υόρκη στις 25 Απριλίου 1927 (Victor CVE 38493 – 68812-B).

«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).

Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα της σχέσης των δύο παραπάνω τραγουδιών αποτελεί η ηχογράφηση «Το παράπονο του μάγκα» (Odeon Go 1908-2 – GA 1658 / A190473 b, Αθήνα, 1933), σε μουσική Γιώργου Καμβύση και στίχους Μίνου Μάτσα, με τον Πέτρο Κυριακό και τον Γιώργο Καμβύση. Περιλαμβάνει, και αυτή, απόσπασμα από αταυτοποίητη επιθεώρηση, το οποίο ξεκινά, στην ίδια μελωδία, με τις πρώτες λέξεις από το ρεφρέν του τραγουδιού «Γελεκάκι» (Άντε ρε, το μαλώνω, το μαλώνω).

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Καμβύσης Γιώργος
Τραγουδιστές:
Κυριακός Πέτρος [και αταυτοποίητος άντρας]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1932
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Pathé
Αριθμός καταλόγου:
80236
Αριθμός μήτρας:
70569
Διάρκεια:
3:18
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Pathe_80236_IDiathikiTouManga
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Η διαθήκη του μάγκα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4536
Στίχοι:
Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις
Άντε, ρε, το λουλά τι θα τον κάνεις

— Μπα που να φας τη γλώσσα σου στιφάδο! Ποιος θα πεθάνει, ρε κουνουπίδα;
— Εσύ, ρε γεροντόμαγκα! Πόσα χρόνια θα ζήσεις; Τρακόσα; Σαν τα κοράκια;
— Ρε, σαν τα κοράκια και σαν τους ελέφαντες! Δεκαπέντε μελεούνια χρόνια!
— Ρε, όσα χρόνια κι αν ζήσεις, κάποτε θα 'ρθει ο Χάρος και θα σου πει: Τι χαμπάρια, μάστορα;
— Ρε, ήρθε μια βολά, ρε!
— Πότε;
— Τότε που μ’ είχανε χτυπήσει μπαμπέσικα με το μυδραλιοβόλο κι είχα φάει εβδομήντα εφτάμισι σφαίρες!
— Κατέβασε τις σφαίρες, μάγκα!
— Δε μπορώ, μωρέ φίλε, πάει με το δολάριο. Εβδομήντα εφτάμισι και μισό!
— Καλά!
— Μου 'λεγε λοιπόν πως μ’ ήθελε ο πρόεδρας της Παραδείσου γιατί πήγανε κάτι ψευτονταήδες από τη Κόλαση και ζητάγανε πόντους. Ζήταγε να με πιάσει κορόιδα! Ποιόνε; Εμένανε! Τον αρχίζω, ρε φίλε, με τη μαγκούρα κι έκοψε ρόδα μυρωμένα! Τώρα φοβάμαι μη μου τη σκάσει στον ύπνο! Και γι’ αυτό θέλω να απαγορεύσω τη διαθήκη μου, σε ποιόνε αφήνω τα συμπράγκαλα.

Λοιπόν, βλάμη, στο Βαγγελάκι της μαμής αφήνω:

Το λουλά με τη νταμίρα
που μου χάρισε μια χήρα
να τραβάει, να μαστουριάζει
να μεθάει, να τα σπάζει

Κι έτσι τον κόσμο όλονε να βλέπει σα μυρμήγκι
και ας πονάει, βλάμη μου, το κλούβιο σου μελίγκι

Έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω

Στον Νότη τον τρελλό, που δουλεύει στο καπνοκοπτήριο, αδερφέ μου, άκουσε τι αφήνω:

Δώσ’ του το μπαγλαμαδάκι
να βαράει ζεμπεκάκι
να χορεύουν τα ντερβίσα
σαν φουμάρουν τα χασίσα

Και όταν θε ν’ αρχίζετε, ρε σεις, τα ζορικλίκια
εμένα να θυμόσαστε με τα τσαμπουκαλίκια

Κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δε ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω

Ωπ, ώπα, ωπ, ωχ, ντερβίσα μου!

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης