Γράφει για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 1: 61):
«Ο "Ταμπαχανιώτικος", όπως και το "Σμυρναίικο μινόρε" αποτελούσαν έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας των σκλαβωμένων Ελλήνων, πέρα από τη συναισθηματική κατάσταση που μπορεί να εξέφραζαν κάθε φορά τα δίστιχά τους.
Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που έχουμε συγκεντρώσει, ο τύπος αυτού του μανέ τραγουδήθηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά την αφήγηση δε της Αγγέλας Παπάζογλου, ο πρώτος διδάξας και πιθανώς ο δημιουργός του ήταν ο παλαιός τραγουδιστής της Σμύρνης Κονταξής.
Τα Ταμπάχανα, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του μανέ αυτού, ήταν λαϊκή συνοικία της Σμύρνης πιο πέρα από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Εκεί ήταν η τριγωνική πλατεία της συνοικίας με το φαρδύ πλακόστρωτο. Στην περιοχή αυτή από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, λειτούργησαν εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων, δηλαδή βυρσοδεψεία (ταμπά-χανέ, ταμπακαριό=βυρσοδεψείο, και όχι από το ταμπάκο = καπνός). Από εκεί πέρναγε μικρός χείμαρρος, παραπόταμος του Μέλη ποταμού, που αργότερα σκεπάστηκε και έγινε δρόμος, ενώ υπογείως περνούσαν τα λύματα των εργαστηρίων.
Περιοχές με το ίδιο όνομα βρίσκονταν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας όπου υπήρχαν εργαστήρια βυρσοδεψίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά την Πάτρα και τα Χανιά, όπου εμφανίζονται τραγούδια με το όνομα "ταμπαχανιώτικα".
Ο μανές αυτός κατεγράφη και από τον Λαίλιο Κα-
ρακάση στα Λαϊκά τραγούδια και χοροί της Σμύρνης (βλ. Μικρασιατικά χρονικά, τόμος 4ος, Αθήνα, 1948, σελ.
301-316), με το δίστιχο:
Αυτό κι αν είναι βάσανο, αυτό κι αν είναι πόνος
να σ’ αγαπώ, να καίωμαι και να το ξέρω μόνος
Ο "Ταμπαχανιώτικος", όπως και το "Σμυρναίικο μινόρε", κυκλοφόρησαν σε πολλές εκτελέσεις στη δισκογραφία των 78 στροφών από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1937, οπότε η μεταξική λογοκρισία, απαγόρευσε την ηχογράφηση αυτού του είδους τραγουδιών».
Για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" δες κι εδώ.
Γράφει για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 1: 61):
«Ο "Ταμπαχανιώτικος", όπως και το "Σμυρναίικο μινόρε" αποτελούσαν έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας των σκλαβωμένων Ελλήνων, πέρα από τη συναισθηματική κατάσταση που μπορεί να εξέφραζαν κάθε φορά τα δίστιχά τους.
Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που έχουμε συγκεντρώσει, ο τύπος αυτού του μανέ τραγουδήθηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά την αφήγηση δε της Αγγέλας Παπάζογλου, ο πρώτος διδάξας και πιθανώς ο δημιουργός του ήταν ο παλαιός τραγουδιστής της Σμύρνης Κονταξής.
Τα Ταμπάχανα, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του μανέ αυτού, ήταν λαϊκή συνοικία της Σμύρνης πιο πέρα από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Εκεί ήταν η τριγωνική πλατεία της συνοικίας με το φαρδύ πλακόστρωτο. Στην περιοχή αυτή από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, λειτούργησαν εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων, δηλαδή βυρσοδεψεία (ταμπά-χανέ, ταμπακαριό=βυρσοδεψείο, και όχι από το ταμπάκο = καπνός). Από εκεί πέρναγε μικρός χείμαρρος, παραπόταμος του Μέλη ποταμού, που αργότερα σκεπάστηκε και έγινε δρόμος, ενώ υπογείως περνούσαν τα λύματα των εργαστηρίων.
Περιοχές με το ίδιο όνομα βρίσκονταν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας όπου υπήρχαν εργαστήρια βυρσοδεψίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά την Πάτρα και τα Χανιά, όπου εμφανίζονται τραγούδια με το όνομα "ταμπαχανιώτικα".
Ο μανές αυτός κατεγράφη και από τον Λαίλιο Κα-
ρακάση στα Λαϊκά τραγούδια και χοροί της Σμύρνης (βλ. Μικρασιατικά χρονικά, τόμος 4ος, Αθήνα, 1948, σελ.
301-316), με το δίστιχο:
Αυτό κι αν είναι βάσανο, αυτό κι αν είναι πόνος
να σ’ αγαπώ, να καίωμαι και να το ξέρω μόνος
Ο "Ταμπαχανιώτικος", όπως και το "Σμυρναίικο μινόρε", κυκλοφόρησαν σε πολλές εκτελέσεις στη δισκογραφία των 78 στροφών από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1937, οπότε η μεταξική λογοκρισία, απαγόρευσε την ηχογράφηση αυτού του είδους τραγουδιών».
Για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" δες κι εδώ.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ