Ο "Ταμπαχανιώτικος μανές" αναφέρεται στο άρθρο της Σοφίας Κ. Σπανούδη "Η μουσική και ο ελληνικός λαός", το οποίο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο μουσικό περιοδικό "Μουσική Ζωή" (έτος Β, Τεύχος 1, 1 Οκτώβριου 1931, σελ. 4-5). Σημειώνει μεταξύ άλλων η μουσικοκριτικός:
«Παραπλεύρως όμως με τον μουσικό αυτόν υπερσιτισμό των λεγόμενων αστικών τάξεων της κοινωνίας μας, σκέφθηκε ποτέ κανείς άραγε με τι είδους μουσικά εδέσματα τρέφεται ο πολύς κόσμος, ο Ελληνικός λαός, αυτός που αποτελεί τον καθαυτό πυρήνα της εθνικής μας υποστάσεως; Αν ρίξωμε λοιπόν μια έστω και επιπόλαια ματιά στη μουσική που γεμίζει τις "ώρες σχόλης" του λαού μας, θα βρεθούμε όχι μόνο εμπρός σε μια οδυνηρότατη έκπληξι, αλλά και εμπρός σ’ ένα εθνικής σημασίας κοινωνικόν πρόβλημα, που οφείλει ν’ απασχολήση όλους τους έχοντας αποστολήν να κατευθύνουν τας εθνικάς λαϊκάς μάζας. Η μουσική "κατωτερότης", η μουσική κατάπτωσις, ο μουσικός εκφυλισμός του Ελληνικού λαού, αμιλλάται προς την κατάπτωσιν των θεαμάτων και των αναγνωσμάτων του. Το κορύφωμα της μουσικής αυτής καταπτώσεως του λαού μας επέφερεν η καταπληκτική διάδοσις των δίσκων του γραμμοφώνου, που είνε η μόνη ανέξοδη και εύκολη απόλαυσις του διψασμένου μουσικώς κοσμάκη. Σε κάθε υπαίθριον και υπόγειον κέντρον, σε κάθε συνοικιακόν καφενείον, σε κάθε αυλή απόμερου σπιτιού, και προ πάντων σε κάθε γωνία προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα από το βράδυ ως το πρωί οργιάζουν. Μα στα ρεπερτουάρ των τραγουδιών που διαλέγουν οι μικροεπιχειρηματίαι των διαφόρων κέντρων, μάταια θ’ αναζητήσουμε τα ωραία Επτανησιακά τραγούδια του Τσακασιάνου, που αναφέρεται με τόση αγάπη ο Παλαμάς στα Προλεγόμενα του "Σολωμού" του, και που έθρεψαν με τον ρωμαντικό αισθηματισμό τους τόσες ευγενικές και γενναιόψυχες νεολαίες. Αλλ’ ούτε τις ωραίες παροίνιες "καντάδες" θ’ ακούσωμε, ούτε του Ναπολέοντος Λαμπελέτ τα μελωδικά "Επίστεψα", ούτε του Κοκκίνου τα λαϊκά Ελληνικά τραγούδια, που είναι διαμάντια αληθινά του είδους. Ο αμανές, ο απαίσιος Ανατολίτικος αμανές, κυριαρχεί σ’ όλη τη γραμμή. Ο Τούρκικος αμανές, με την αναπόδραστη διαστροφή του λαϊκού μουσικού ενστίκτου του Ελληνικού λαού, που κατεργάζεται ανενόχλητος και εκ του ασφαλούς. Από αισθητικής απόψεως -αλλά γιατί όχι και από εθνικής; - η μουσική αυτή διαφθορά (ας μου επιτραπή η έκφρασις) συμπληρώνει επαξίως την άλλη εκείνην που κατεργάζονται εις βάρος του λαού, το επιθεωρησιακόν θέατρον, το μυθιστόρημα, το λαθρόβιον περιοδικό, το "ακατάλληλον" διήγημα και η ακατάλληλη εφημερίδα. Η "παξιμαδοκλέφτρα", η "Κακούργα Πεθερά", το "Ξύσου γέρο", το "Λάζικο", ο "Ταμπαχανιώτικος μανές", ο "Χασικλής", ο "Γκαρίπ Χετζάς", το "Γκελ-γκελ Μπαρισαλούμ" και πλείστα παρόμοια ακατονόμαστα Τουρκόφωνα και Αλβανόφωνα κομμάτια, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερώτερα επίπεδα της σαρκικής μουσικής ρυπαρογραφίας – ιδού το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού.
Και όλα αυτά τα "θλιμμένα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού" μεταφυτεύονται και ριζώνουν εδώ, κάτω από τον διαυγέστατον ουρανόν της Ελλάδος χωρίς να μεταγγίζουν καν τη χάρι της "λαγγεμένης ανατολής" του ποιητή, ούτε κανένα νοσταλγικό της θέλγητρο. Γιατί μεταφυτεύθηκαν χωρίς εκλεκτισμό κανένα, από τα χειρότερα bars - fonds της Μικρασίας και του Πόντου, μοιραίως και τυχαίως, για να συγκινούν πρόσκαιρα τα πλήθη και να εξεγείρουν μόνο τα ζωώδη τους ένστικτα.
Ποιοι “καλλιτέχναι” και “καλλιτέχνιδες” άραγε στρατολογήθηκαν και από πού, για την επαίσχυντον αυτήν μουσικήν συγκομιδήν; Καλλίτερα να μη εισέλθομεν σε λεπτομερείας.
Έτσι βρισκόμεθα σε μιαν επιπολής επισκόπησιν εμπρός σε μιαν αποκαρδιωτική αντινομία. Ενώ η Ελληνική αστική κοινωνία μουσικώς διαπαιδαγωγείται και προοδεύει σε βαθμόν ώστε να προκαλή τον θαυμασμόν των ξένων, ο Ελληνικός λαός αφίνεται αδιαπαιδαγώγητος και ανερμάτιστος στην τύχη του, και σέρνεται μέσα στο ρεύμα ενός δυσώδους μουσικού οχετού… Αυτό διεπιστώσαμε με μια πρόχειρη έρευνα».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφονται τα αρχικά "Α.Λ."
Για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" δες επίσης εδώ.
Ο "Ταμπαχανιώτικος μανές" αναφέρεται στο άρθρο της Σοφίας Κ. Σπανούδη "Η μουσική και ο ελληνικός λαός", το οποίο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο μουσικό περιοδικό "Μουσική Ζωή" (έτος Β, Τεύχος 1, 1 Οκτώβριου 1931, σελ. 4-5). Σημειώνει μεταξύ άλλων η μουσικοκριτικός:
«Παραπλεύρως όμως με τον μουσικό αυτόν υπερσιτισμό των λεγόμενων αστικών τάξεων της κοινωνίας μας, σκέφθηκε ποτέ κανείς άραγε με τι είδους μουσικά εδέσματα τρέφεται ο πολύς κόσμος, ο Ελληνικός λαός, αυτός που αποτελεί τον καθαυτό πυρήνα της εθνικής μας υποστάσεως; Αν ρίξωμε λοιπόν μια έστω και επιπόλαια ματιά στη μουσική που γεμίζει τις "ώρες σχόλης" του λαού μας, θα βρεθούμε όχι μόνο εμπρός σε μια οδυνηρότατη έκπληξι, αλλά και εμπρός σ’ ένα εθνικής σημασίας κοινωνικόν πρόβλημα, που οφείλει ν’ απασχολήση όλους τους έχοντας αποστολήν να κατευθύνουν τας εθνικάς λαϊκάς μάζας. Η μουσική "κατωτερότης", η μουσική κατάπτωσις, ο μουσικός εκφυλισμός του Ελληνικού λαού, αμιλλάται προς την κατάπτωσιν των θεαμάτων και των αναγνωσμάτων του. Το κορύφωμα της μουσικής αυτής καταπτώσεως του λαού μας επέφερεν η καταπληκτική διάδοσις των δίσκων του γραμμοφώνου, που είνε η μόνη ανέξοδη και εύκολη απόλαυσις του διψασμένου μουσικώς κοσμάκη. Σε κάθε υπαίθριον και υπόγειον κέντρον, σε κάθε συνοικιακόν καφενείον, σε κάθε αυλή απόμερου σπιτιού, και προ πάντων σε κάθε γωνία προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα από το βράδυ ως το πρωί οργιάζουν. Μα στα ρεπερτουάρ των τραγουδιών που διαλέγουν οι μικροεπιχειρηματίαι των διαφόρων κέντρων, μάταια θ’ αναζητήσουμε τα ωραία Επτανησιακά τραγούδια του Τσακασιάνου, που αναφέρεται με τόση αγάπη ο Παλαμάς στα Προλεγόμενα του "Σολωμού" του, και που έθρεψαν με τον ρωμαντικό αισθηματισμό τους τόσες ευγενικές και γενναιόψυχες νεολαίες. Αλλ’ ούτε τις ωραίες παροίνιες "καντάδες" θ’ ακούσωμε, ούτε του Ναπολέοντος Λαμπελέτ τα μελωδικά "Επίστεψα", ούτε του Κοκκίνου τα λαϊκά Ελληνικά τραγούδια, που είναι διαμάντια αληθινά του είδους. Ο αμανές, ο απαίσιος Ανατολίτικος αμανές, κυριαρχεί σ’ όλη τη γραμμή. Ο Τούρκικος αμανές, με την αναπόδραστη διαστροφή του λαϊκού μουσικού ενστίκτου του Ελληνικού λαού, που κατεργάζεται ανενόχλητος και εκ του ασφαλούς. Από αισθητικής απόψεως -αλλά γιατί όχι και από εθνικής; - η μουσική αυτή διαφθορά (ας μου επιτραπή η έκφρασις) συμπληρώνει επαξίως την άλλη εκείνην που κατεργάζονται εις βάρος του λαού, το επιθεωρησιακόν θέατρον, το μυθιστόρημα, το λαθρόβιον περιοδικό, το "ακατάλληλον" διήγημα και η ακατάλληλη εφημερίδα. Η "παξιμαδοκλέφτρα", η "Κακούργα Πεθερά", το "Ξύσου γέρο", το "Λάζικο", ο "Ταμπαχανιώτικος μανές", ο "Χασικλής", ο "Γκαρίπ Χετζάς", το "Γκελ-γκελ Μπαρισαλούμ" και πλείστα παρόμοια ακατονόμαστα Τουρκόφωνα και Αλβανόφωνα κομμάτια, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερώτερα επίπεδα της σαρκικής μουσικής ρυπαρογραφίας – ιδού το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού.
Και όλα αυτά τα "θλιμμένα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού" μεταφυτεύονται και ριζώνουν εδώ, κάτω από τον διαυγέστατον ουρανόν της Ελλάδος χωρίς να μεταγγίζουν καν τη χάρι της "λαγγεμένης ανατολής" του ποιητή, ούτε κανένα νοσταλγικό της θέλγητρο. Γιατί μεταφυτεύθηκαν χωρίς εκλεκτισμό κανένα, από τα χειρότερα bars - fonds της Μικρασίας και του Πόντου, μοιραίως και τυχαίως, για να συγκινούν πρόσκαιρα τα πλήθη και να εξεγείρουν μόνο τα ζωώδη τους ένστικτα.
Ποιοι “καλλιτέχναι” και “καλλιτέχνιδες” άραγε στρατολογήθηκαν και από πού, για την επαίσχυντον αυτήν μουσικήν συγκομιδήν; Καλλίτερα να μη εισέλθομεν σε λεπτομερείας.
Έτσι βρισκόμεθα σε μιαν επιπολής επισκόπησιν εμπρός σε μιαν αποκαρδιωτική αντινομία. Ενώ η Ελληνική αστική κοινωνία μουσικώς διαπαιδαγωγείται και προοδεύει σε βαθμόν ώστε να προκαλή τον θαυμασμόν των ξένων, ο Ελληνικός λαός αφίνεται αδιαπαιδαγώγητος και ανερμάτιστος στην τύχη του, και σέρνεται μέσα στο ρεύμα ενός δυσώδους μουσικού οχετού… Αυτό διεπιστώσαμε με μια πρόχειρη έρευνα».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφονται τα αρχικά "Α.Λ."
Για τον "Ταμπαχανιώτικο μανέ" δες επίσης εδώ.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ