Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το «Άσμα Ζαμπέττας» από την επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο - στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Συγκεκριμένα, προέρχεται από την Α' πράξη, Σκηνή Ε' και στις παραστάσεις της επιθεώρησης το τραγούδησε η Ροζαλία Νίκα, που υποδυόταν την υπηρέτρια Ζαμπέττα (βλ. Χατζηπανταζής - Μαράκα, 1977, 3: 284). Η επιθεώρηση έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα - Φυρστ - Λεπενιώτη.
Το μονόχρωμο εξώφυλλο φιλοτεχνείται από σκίτσο του Αντώνη Βώττη, το οποίο απεικονίζει γυναίκα να παίζει πιάνο. Αναγράφεται ο τίτλος της επιθεώρησης, τα ονόματα των κειμενογράφων, του μουσικού διασκευαστή και οι εκδότες. Αναγράφονται, επίσης, οκτώ τίτλοι των τραγουδιών που προέρχονται από τη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Ο τίτλος «Άσμα Ζαμπέττας» που αφορά την εν λόγω παρτιτούρα είναι υπογραμμισμένος. Αυτή η τακτική ήταν συνηθισμένη σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η δημιουργία ενός και μόνο εξωφύλλου για περισσότερα από ένα τραγούδια μείωνε σημαντικά το κόστος της παραγωγής των παρτιτουρών.
Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για το τραγούδι). Στη δεύτερη σελίδα, κάτω από το τελευταίο πεντάγραμμο του μουσικού κειμένου αναγράφεται «Α. [Άγγελος] Τάντης».
Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται διαφημιστική καταχώρηση του Μουσικού Οίκου Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου, o λογότυπός του και οι στίχοι της δεύτερης στροφής του τραγουδιού.
Το τραγούδι αποτελεί διασκευή του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με ελληνικούς στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου του ναπολιτάνικου τραγουδιού "La piú bella del Villaggio" σε μουσική του Rodolfo Falvo (Νάπολη, 7 Ιουλίου 1873 – Νάπολη 4 Δεκεμβρίου 1937) και στίχους του Adolfo Genise (Σάρνο, Καμπανία, 1861 – Νάπολη, 1934).
H ναπολιτάνικη παρτιτούρα περιλαμβάνεται, μαζί με άλλα έξι τραγούδια του συνθέτη Rodolfo Falvo, στην έκδοση "La canzonetta: Piedigrotta Falvo" (βλ. σελ. 19-20), η οποία εκδόθηκε στη Νάπολη το 1910 από τις εκδόσεις Capolongo-Feola. Κυκλοφόρησε, επίσης από τον ίδιο εκδότη, την ίδια χρονιά, ως ξεχωριστή παρτιτούρα (βλ. εδώ).
Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στην έκδοση, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.
Μέχρι τώρα στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
– "La piú bella del Villaggio", Maria Campi, Νάπολη, 1910 (Favorite 10208-0 – 1-36164).
– "La piú bella del Villaggio", Line de Savigne, Μιλάνο, 7 Αυγούστου 1911 (Gramophone 1318ah – 253057 & R6719 και Gramophone 1319ah – 253050).
– "La piú bella del Villaggio", Lina Garavaglia, Μιλάνο, μεταξύ 1910-1914 (Columbia 11320 – E 1566).
– "La piú bella del Villaggio", Anna Scarpa, Ιταλία, πιθανόν μεταξύ 1910-1914 (Lyrophon J. 458).
Το τραγούδι εντοπίζεται και στο γαλλόφωνο ρεπερτόριο. Το 1911 εκδόθηκε στο Παρίσι από τον L. Maurel παρτιτούρα η οποία περιλαμβάνει διασκευή του τραγουδιού με γαλλικούς στίχους των Fabrice Lémon – Louis Guéteville και τίτλο "Aimons, ô ma jolie!" (βλ. εδώ). Σημειώνουμε, επίσης, ότι η παρτιτούρα περιέχει και δεύτερη εκδοχή του τραγουδιού με άλλους στίχους των Paul Briollet - Louis Guéteville και τίτλο "L' amour Brigand".
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, το «Άσμα Ζαμπέττας» ηχογραφήθηκε με τον τίτλο «Η καμαριέρα» περίπου τον Ιούνιο 1919 στη Νέα Υόρκη από την Κυρία Κούλα και την κόρη της Κυρία Παρασκευούλα, με τη συνοδεία του Διονύση Πόγγη, στο βιολί, και της Κυρίας Βιργινίας, στο πιάνο (Panhellenion 4301 – 7000-B).
Το τραγούδι, σε νεότερη εκτέλεση (βλ. εδώ από το 12′ 52″ έως το 13′ 50″), συμπεριλήφθηκε στο επεισόδιο «Η ανόρθωση» της τηλεοπτικής σειράς δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ «Ιστορία γραμμένη με νότες», σε σενάριο του καθηγητή θεατρολογίας Θόδωρου Χατζηπανταζή, σκηνοθεσία του Γιώργου Μ. Δάμπαση και μουσική επιμέλεια του Τάκη Αθηναίου. Η σειρά, παραγωγή της ΕΡΤ ΑΕ, προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1 της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης το 1983. Στο ίδιο επεισόδιο συμπεριλαμβάνεται ένα ακόμα τραγούδι από τα «Παναθήναια του 1911», η «Δυωδία Ζαμπέττας και Πιου-Πιου» (βλ. εδώ από το 13′ 52″ έως το 17′ 15″).
Σημειώνουμε ότι δεν είναι η μοναδική περίπτωση που ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης στρέφεται προς το ναπολιτάνικο τραγούδι για να δανειστεί μουσικό υλικό ή να αντλήσει έμπνευση. Το «Γύρισε πίσω», το «Άσμα δικαιοσύνης» (διασκευή του τραγουδιού "Nanninella", στο οποίο βασίστηκε και η «Σμυρνιοπούλα») και το «Άσμα στρατού» (διασκευή του "O ritorno d' 'o cungedato", στο οποίο βασίστηκε και το «Αχ μη σε φίλησα») από τα «Παναθήναια του 1907», η «Νέα γυναίκα» από τα «Παναθήναια του 1908», «Τα δένδρα» (διασκευή του "Mbraccia a me!...", στο οποίο βασίστηκε και το «Δεν σε θέλω πια») από τα «Παναθήναια του 1909», η «Δυωδία Απαλλαγέντος-Ελενίτσας» (διασκευή του "Il pesciolino" που ηχογραφήθηκε με τον τίτλο «Ο κομήτης») από τα «Παναθήναια του 1910», το «Εκλογή-Αποκρηά» (διασκευή του "'A 'nnammurata d’ ’o Bersagliere", στο οποίο βασίστηκε και το «Η δόλια σου ματιά») από τα «Παναθήναια του 1914» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια που φανερώνουν τη σχέση του με το είδος.
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Η δισκογραφία αλλά και οι παρτιτούρες έχουν ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το «Άσμα Ζαμπέττας» από την επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο - στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Συγκεκριμένα, προέρχεται από την Α' πράξη, Σκηνή Ε' και στις παραστάσεις της επιθεώρησης το τραγούδησε η Ροζαλία Νίκα, που υποδυόταν την υπηρέτρια Ζαμπέττα (βλ. Χατζηπανταζής - Μαράκα, 1977, 3: 284). Η επιθεώρηση έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα - Φυρστ - Λεπενιώτη.
Το μονόχρωμο εξώφυλλο φιλοτεχνείται από σκίτσο του Αντώνη Βώττη, το οποίο απεικονίζει γυναίκα να παίζει πιάνο. Αναγράφεται ο τίτλος της επιθεώρησης, τα ονόματα των κειμενογράφων, του μουσικού διασκευαστή και οι εκδότες. Αναγράφονται, επίσης, οκτώ τίτλοι των τραγουδιών που προέρχονται από τη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Ο τίτλος «Άσμα Ζαμπέττας» που αφορά την εν λόγω παρτιτούρα είναι υπογραμμισμένος. Αυτή η τακτική ήταν συνηθισμένη σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η δημιουργία ενός και μόνο εξωφύλλου για περισσότερα από ένα τραγούδια μείωνε σημαντικά το κόστος της παραγωγής των παρτιτουρών.
Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για το τραγούδι). Στη δεύτερη σελίδα, κάτω από το τελευταίο πεντάγραμμο του μουσικού κειμένου αναγράφεται «Α. [Άγγελος] Τάντης».
Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται διαφημιστική καταχώρηση του Μουσικού Οίκου Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου, o λογότυπός του και οι στίχοι της δεύτερης στροφής του τραγουδιού.
Το τραγούδι αποτελεί διασκευή του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με ελληνικούς στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου του ναπολιτάνικου τραγουδιού "La piú bella del Villaggio" σε μουσική του Rodolfo Falvo (Νάπολη, 7 Ιουλίου 1873 – Νάπολη 4 Δεκεμβρίου 1937) και στίχους του Adolfo Genise (Σάρνο, Καμπανία, 1861 – Νάπολη, 1934).
H ναπολιτάνικη παρτιτούρα περιλαμβάνεται, μαζί με άλλα έξι τραγούδια του συνθέτη Rodolfo Falvo, στην έκδοση "La canzonetta: Piedigrotta Falvo" (βλ. σελ. 19-20), η οποία εκδόθηκε στη Νάπολη το 1910 από τις εκδόσεις Capolongo-Feola. Κυκλοφόρησε, επίσης από τον ίδιο εκδότη, την ίδια χρονιά, ως ξεχωριστή παρτιτούρα (βλ. εδώ).
Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στην έκδοση, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.
Μέχρι τώρα στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
– "La piú bella del Villaggio", Maria Campi, Νάπολη, 1910 (Favorite 10208-0 – 1-36164).
– "La piú bella del Villaggio", Line de Savigne, Μιλάνο, 7 Αυγούστου 1911 (Gramophone 1318ah – 253057 & R6719 και Gramophone 1319ah – 253050).
– "La piú bella del Villaggio", Lina Garavaglia, Μιλάνο, μεταξύ 1910-1914 (Columbia 11320 – E 1566).
– "La piú bella del Villaggio", Anna Scarpa, Ιταλία, πιθανόν μεταξύ 1910-1914 (Lyrophon J. 458).
Το τραγούδι εντοπίζεται και στο γαλλόφωνο ρεπερτόριο. Το 1911 εκδόθηκε στο Παρίσι από τον L. Maurel παρτιτούρα η οποία περιλαμβάνει διασκευή του τραγουδιού με γαλλικούς στίχους των Fabrice Lémon – Louis Guéteville και τίτλο "Aimons, ô ma jolie!" (βλ. εδώ). Σημειώνουμε, επίσης, ότι η παρτιτούρα περιέχει και δεύτερη εκδοχή του τραγουδιού με άλλους στίχους των Paul Briollet - Louis Guéteville και τίτλο "L' amour Brigand".
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, το «Άσμα Ζαμπέττας» ηχογραφήθηκε με τον τίτλο «Η καμαριέρα» περίπου τον Ιούνιο 1919 στη Νέα Υόρκη από την Κυρία Κούλα και την κόρη της Κυρία Παρασκευούλα, με τη συνοδεία του Διονύση Πόγγη, στο βιολί, και της Κυρίας Βιργινίας, στο πιάνο (Panhellenion 4301 – 7000-B).
Το τραγούδι, σε νεότερη εκτέλεση (βλ. εδώ από το 12′ 52″ έως το 13′ 50″), συμπεριλήφθηκε στο επεισόδιο «Η ανόρθωση» της τηλεοπτικής σειράς δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ «Ιστορία γραμμένη με νότες», σε σενάριο του καθηγητή θεατρολογίας Θόδωρου Χατζηπανταζή, σκηνοθεσία του Γιώργου Μ. Δάμπαση και μουσική επιμέλεια του Τάκη Αθηναίου. Η σειρά, παραγωγή της ΕΡΤ ΑΕ, προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1 της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης το 1983. Στο ίδιο επεισόδιο συμπεριλαμβάνεται ένα ακόμα τραγούδι από τα «Παναθήναια του 1911», η «Δυωδία Ζαμπέττας και Πιου-Πιου» (βλ. εδώ από το 13′ 52″ έως το 17′ 15″).
Σημειώνουμε ότι δεν είναι η μοναδική περίπτωση που ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης στρέφεται προς το ναπολιτάνικο τραγούδι για να δανειστεί μουσικό υλικό ή να αντλήσει έμπνευση. Το «Γύρισε πίσω», το «Άσμα δικαιοσύνης» (διασκευή του τραγουδιού "Nanninella", στο οποίο βασίστηκε και η «Σμυρνιοπούλα») και το «Άσμα στρατού» (διασκευή του "O ritorno d' 'o cungedato", στο οποίο βασίστηκε και το «Αχ μη σε φίλησα») από τα «Παναθήναια του 1907», η «Νέα γυναίκα» από τα «Παναθήναια του 1908», «Τα δένδρα» (διασκευή του "Mbraccia a me!...", στο οποίο βασίστηκε και το «Δεν σε θέλω πια») από τα «Παναθήναια του 1909», η «Δυωδία Απαλλαγέντος-Ελενίτσας» (διασκευή του "Il pesciolino" που ηχογραφήθηκε με τον τίτλο «Ο κομήτης») από τα «Παναθήναια του 1910», το «Εκλογή-Αποκρηά» (διασκευή του "'A 'nnammurata d’ ’o Bersagliere", στο οποίο βασίστηκε και το «Η δόλια σου ματιά») από τα «Παναθήναια του 1914» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια που φανερώνουν τη σχέση του με το είδος.
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Η δισκογραφία αλλά και οι παρτιτούρες έχουν ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ