Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το «Δεν σε θέλω πια», το οποίο ηχογραφήθηκε και με τον τίτλο «Από τα πολλά», ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.
Το «Δεν σε θέλω πια» είναι διασκευή με ελληνικούς στίχους του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Mbraccia a me!.." (Αγκάλιασέ με), σε μουσική του Vincenzo Di Chiara (Νάπολη, 22 Ιουνίου 1864 – Bagnoli, Νάπολη, 12 Ιανουαρίου 1937) και στίχους του Antonio Barbieri (Frasso Telesino, Ιταλία, 26 Απριλίου 1859 – Νάπολη, 8 Σεπτεμβρίου 1931). Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La Tavola Rotonda" (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), στο τεύχος του 1908. Παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε και από τον “Casa Editrice F. Bideri” στη Νάπολη το 1932.
Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.
Στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί οι ακόλουθες ηχογραφήσεις:
– “Mbraccia a me”, Figli di Ciro, Νάπολη, 19 Μαΐου 1909 (Zonophone 13317b – V92472).
– “Mbraccia a me”, Raffaele Balsamo, Ιταλία, πιθανώς 1909 (Favorite 7891 – 1-35317).
– “Mbraccia a me”, Pasquale Sirabella, Νάπολη, 1909 (Società Fonografica Napoletana 42598).
– “Mbraccia a me”, Piero Orsatti, Νέα Υόρκη, 20 Νοεμβρίου 1912 (Columbia 38415 – E1255, E2092, C2311).
– “Mbraccia a me”, Diego Giannini, Μιλάνο, μεταξύ 1908-1912 (Jumbo Record A. 82133).
– “Mbraccia a me”, Vittorio Parisi, Μιλάνο, 13 Μαΐου 1932 (Gramophone 0M 541-2 –100-1790, R10942, GW805).
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση "Η Σμύρνη και η Σμυρνιά" (2013: 9): «Tο “Δε σε θέλω πια” είναι ιταλική καντσονέτα που στην πρώτη της εκδοχή ουδεμία σχέση έχει αισθητικά με την σμυρναίικη διασκευή του: αν το χαρακτηρίσουμε “δυτικό”, συσκοτίζουμε την δυναμική μέσα στην οποία υιοθετήθηκε από τους Σμυρνιώτες, και η οποία αποτελεί ίσως το βασικότερο συστατικό του πρωτότυπου ύφους που δημιούργησαν, πέρα και πάνω από οργανολογικά ζητήματα ή διαστηματικές επιλογές. Στην δυναμική αυτή θα πρέπει να προσθέσουμε όμως και ένα άλλο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του σμυρναίικου ύφους: το πλαίσιο της επιτέλεσης, που φέρνει μουσικούς και κοινό σε μια μεταξύ τους κοινωνία γεμάτη ένταση, πάθος και χαρά της ζωής».
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552y – 3-14586X).
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552½y – 3-14586 & Victor 63523-Β), παρούσα ηχογράφηση.
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 2 Ιουλίου 1910 (Gramophone 1641y – 3-14101 & Victor 63519-B).
– «Από τα πολλά», Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, 5 Ιουλίου 1910 (Favorite 3950-t – 1-59031).
- «Δεν σε θέλω πια», Αντώνης Μελιτσιάνος, Κωνσταντινούπολη, 1910-1911 (Grammavox 12097).
– «Δεν σε θέλω πια», Π. Αρμάνδος, Νέα Υόρκη, 26 Απριλίου 1911 (Columbia 19314 – E833).
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 1909-1912 (Odeon 46357).
– «Δεν σε θέλω πια», Γεώργιος Χέλμης, Νέα Υόρκη, περίπου Οκτώβριος 1918 (Columbia 84611 – E4106).
Στην παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αποδίδεται (στίχοι-μουσική) στον Β. Δ. Σιδερή, ενώ στο εξώφυλλο της παρτιτούρας που εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη αναγράφεται «Μουσική εκ του ιταλικού» και «V. Di Chiara».
Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο «Τα δένδρα» το ναπολιτάνικο τραγούδι "Mbraccia a me!" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση «Παναθήναια» του 1909. Παρτιτούρα του τραγουδιού «Τα δένδρα» περιλαμβάνεται και στην έκδοση «Τα Παναθήναια του 1909» που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1909 από τον Δημήτριο Σαγιώρ (βλ. εδώ).
Το τραγούδι εντοπίζεται και στην τουρκόφωνη δισκογραφία. Συγκεκριμένα ηχογραφήθηκε από τη Βικτώρια (Mlle Victoria) για την Gramophone (201 ak – 4-13965) με τον τίτλο "Boycottage cantossi" (βλ. Καλυβιώτης, 2015: 153). Όπως μας πληροφόρησε ο Hugo Strötbaum, η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στις 21 Αυγούστου 1911 στη Δράμα από τον ηχολήπτη George W. Dillnutt (βλ. εδώ) και ο τουρκικός τίτλος είναι "İşittiniz mi bana ne oldu". Με βάση την έρευνα του Hugo Strötbaum (βλ. εδώ), στον κατάλογο με τις τουρκικές ηχογραφήσεις της ουγγρικής δισκογραφικής εταιρείας Premier Record που εκδόθηκε το 1912 στην Κωνσταντινούπολη εντοπίζεται μία ακόμα ηχογράφηση του τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1911 από την Pepron Hanim με τον τίτλο "Boykot" και φέρει αριθμό καταλόγου 11009 (βλ. εδώ).
Σημειώνουμε ότι στον ιστότοπο Dîvân Makam (βλ. εδώ) καταγράφεται το τραγούδι, με τον τίτλο "İşittiniz mi bana ne oldu", και υπάρχει αναρτημένη παρτιτούρα του.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις του τραγουδιού, τo 2011 το συγκρότημα The Inheritance από το Austin του Τέξας κυκλοφορεί τον δεύτερο δίσκο του "Kalimera", στον οποίο περιλαμβάνεται η ορχηστρική διασκευή "De se thelo pia".
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το «Δεν σε θέλω πια», το οποίο ηχογραφήθηκε και με τον τίτλο «Από τα πολλά», ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.
Το «Δεν σε θέλω πια» είναι διασκευή με ελληνικούς στίχους του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Mbraccia a me!.." (Αγκάλιασέ με), σε μουσική του Vincenzo Di Chiara (Νάπολη, 22 Ιουνίου 1864 – Bagnoli, Νάπολη, 12 Ιανουαρίου 1937) και στίχους του Antonio Barbieri (Frasso Telesino, Ιταλία, 26 Απριλίου 1859 – Νάπολη, 8 Σεπτεμβρίου 1931). Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La Tavola Rotonda" (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), στο τεύχος του 1908. Παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε και από τον “Casa Editrice F. Bideri” στη Νάπολη το 1932.
Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.
Στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί οι ακόλουθες ηχογραφήσεις:
– “Mbraccia a me”, Figli di Ciro, Νάπολη, 19 Μαΐου 1909 (Zonophone 13317b – V92472).
– “Mbraccia a me”, Raffaele Balsamo, Ιταλία, πιθανώς 1909 (Favorite 7891 – 1-35317).
– “Mbraccia a me”, Pasquale Sirabella, Νάπολη, 1909 (Società Fonografica Napoletana 42598).
– “Mbraccia a me”, Piero Orsatti, Νέα Υόρκη, 20 Νοεμβρίου 1912 (Columbia 38415 – E1255, E2092, C2311).
– “Mbraccia a me”, Diego Giannini, Μιλάνο, μεταξύ 1908-1912 (Jumbo Record A. 82133).
– “Mbraccia a me”, Vittorio Parisi, Μιλάνο, 13 Μαΐου 1932 (Gramophone 0M 541-2 –100-1790, R10942, GW805).
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση "Η Σμύρνη και η Σμυρνιά" (2013: 9): «Tο “Δε σε θέλω πια” είναι ιταλική καντσονέτα που στην πρώτη της εκδοχή ουδεμία σχέση έχει αισθητικά με την σμυρναίικη διασκευή του: αν το χαρακτηρίσουμε “δυτικό”, συσκοτίζουμε την δυναμική μέσα στην οποία υιοθετήθηκε από τους Σμυρνιώτες, και η οποία αποτελεί ίσως το βασικότερο συστατικό του πρωτότυπου ύφους που δημιούργησαν, πέρα και πάνω από οργανολογικά ζητήματα ή διαστηματικές επιλογές. Στην δυναμική αυτή θα πρέπει να προσθέσουμε όμως και ένα άλλο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του σμυρναίικου ύφους: το πλαίσιο της επιτέλεσης, που φέρνει μουσικούς και κοινό σε μια μεταξύ τους κοινωνία γεμάτη ένταση, πάθος και χαρά της ζωής».
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552y – 3-14586X).
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552½y – 3-14586 & Victor 63523-Β), παρούσα ηχογράφηση.
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 2 Ιουλίου 1910 (Gramophone 1641y – 3-14101 & Victor 63519-B).
– «Από τα πολλά», Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, 5 Ιουλίου 1910 (Favorite 3950-t – 1-59031).
- «Δεν σε θέλω πια», Αντώνης Μελιτσιάνος, Κωνσταντινούπολη, 1910-1911 (Grammavox 12097).
– «Δεν σε θέλω πια», Π. Αρμάνδος, Νέα Υόρκη, 26 Απριλίου 1911 (Columbia 19314 – E833).
– «Δεν σε θέλω πια», Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 1909-1912 (Odeon 46357).
– «Δεν σε θέλω πια», Γεώργιος Χέλμης, Νέα Υόρκη, περίπου Οκτώβριος 1918 (Columbia 84611 – E4106).
Στην παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αποδίδεται (στίχοι-μουσική) στον Β. Δ. Σιδερή, ενώ στο εξώφυλλο της παρτιτούρας που εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη αναγράφεται «Μουσική εκ του ιταλικού» και «V. Di Chiara».
Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο «Τα δένδρα» το ναπολιτάνικο τραγούδι "Mbraccia a me!" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση «Παναθήναια» του 1909. Παρτιτούρα του τραγουδιού «Τα δένδρα» περιλαμβάνεται και στην έκδοση «Τα Παναθήναια του 1909» που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1909 από τον Δημήτριο Σαγιώρ (βλ. εδώ).
Το τραγούδι εντοπίζεται και στην τουρκόφωνη δισκογραφία. Συγκεκριμένα ηχογραφήθηκε από τη Βικτώρια (Mlle Victoria) για την Gramophone (201 ak – 4-13965) με τον τίτλο "Boycottage cantossi" (βλ. Καλυβιώτης, 2015: 153). Όπως μας πληροφόρησε ο Hugo Strötbaum, η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στις 21 Αυγούστου 1911 στη Δράμα από τον ηχολήπτη George W. Dillnutt (βλ. εδώ) και ο τουρκικός τίτλος είναι "İşittiniz mi bana ne oldu". Με βάση την έρευνα του Hugo Strötbaum (βλ. εδώ), στον κατάλογο με τις τουρκικές ηχογραφήσεις της ουγγρικής δισκογραφικής εταιρείας Premier Record που εκδόθηκε το 1912 στην Κωνσταντινούπολη εντοπίζεται μία ακόμα ηχογράφηση του τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1911 από την Pepron Hanim με τον τίτλο "Boykot" και φέρει αριθμό καταλόγου 11009 (βλ. εδώ).
Σημειώνουμε ότι στον ιστότοπο Dîvân Makam (βλ. εδώ) καταγράφεται το τραγούδι, με τον τίτλο "İşittiniz mi bana ne oldu", και υπάρχει αναρτημένη παρτιτούρα του.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις του τραγουδιού, τo 2011 το συγκρότημα The Inheritance από το Austin του Τέξας κυκλοφορεί τον δεύτερο δίσκο του "Kalimera", στον οποίο περιλαμβάνεται η ορχηστρική διασκευή "De se thelo pia".
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ