Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία αργά ή γρήγορα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, αγοράζονται από μεγαλύτερες εταιρείες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Η παρούσα ηχογράφηση αφορά διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Ay, Ay, Ay!" του Χιλιανού συνθέτη Osmán Pérez Freire (Σαντιάγο, 1878 - Μαδρίτη, 28 Απριλίου 1930).
Θεωρείται ότι εκδόθηκε για πρώτη φορά σε παρτιτούρα το 1913 από τον Breyer Hermanos στο Μπουένος Άιρες (Fuld, 2012). Χιλιανή παρτιτούρα εκδόθηκε από τον οίκο Casa Amarilla στο Σαντιάγο πιθανόν γύρω στα 1928.
Το τραγούδι έγινε παγκόσμια επιτυχία και ηχογραφήθηκε αμέτρητες φορές σε διάφορες μορφές, περιοχές και γλώσσες (βλ. εδώ, εδώ και εδώ). Ενδεικτικά:
- Agustín Barrios Mangoré, Μπουένος Άιρες, 1914 (Atlanta 65376 - 304)
- Ludovico Muzzio, Σαντιάγο, 19 Ιουνίου 1917 (Victor G-2065 - 72862)
- Dúo Gardel-Razzano, Αργεντινή 1918 ή 1919 (Disco Gardel-Razzan 18013a)
-Nicola Fusati, Ζάγκρεμπ, Αύγουστος 1926 (Edison Bell Penkala 10054 - 1176)
- Roberto D'Alessio, Μιλάνο, 1926 ή 1927 (Columbia WB 1148 - D1575)
- "Ај, ај, ај", Власта Јованчић, Γερμανία 1928 (Polydor 996 bf - L 30253)
- Miguel Fleta, Βαρκελώνη 9 Δεκεμβρίου 1930 (HMV CN 1123 D.B. 1483/32-2016)
- Ivan Horak-Gorski, Βερολίνο, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1928 (Odeon, VSE 1336 - A192809b)
- Emil Svartström, Βερολίνο 1930 (Tri-Ergon TE 5791 - B-03164-m2)
- Mesquitinha, Ρίο ντε Τζανέιρο, 9 Νοεμβρίου 1931 (Victor 65277-1 - 33496 a)
- Polscy Revellersi, Βαρσοβία, 1931 (Columbia WJ. 201 - DM. 1493 b.)
- Raquel Meller, Παρίσι 1931 (Odeon KI 5032 - 188.854)
- Ninoun Vallin, Παρίσι, 31 Μαΐου 1933 (Odeon KI 6067 - 166.669)
- Børge Christiansen, Δανία 1933 (Polyphon 5170 BR - X.S 50222-B)
- Jaroslav Jaroš, Πράγα, 2 Νοεμβρίου 1934 (Ultraphon 40206 - A 10949)
- Jussi Björling, Στοκχόλμη, 1936 (HMV OSB411 - X 4723)
- Herbert Ernst Groh, Βερολίνο, 12 Δεκεμβρίου 1940 (Odeon Be 12777 - O 26 439 a)
- Olga Coelho, ΗΠΑ, 1947 (RCA Victor 26-9020A 2S - 26-9020-A)
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρχικά το 1929 στο Βερολίνο, από τον Λύσανδρο Ιωαννίδη με την ορχήστρα του Dajos Béla (Parlophone Go 1241 - GZA 2504/ZA - 190804 a)
Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Γαϊτάνου - Κωνσταντινίδη - Σταρρ.
Πιθανότατα η παρούσα ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο, αφού σύμφωνα με την εξαιρετικού ενδιαφέροντος έκθεση που συνέταξε ο Edmund Michael Innes από το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Ελλάδα τον Απρίλιο-Μάιο του 1930, ως απεσταλμένος της αγγλικής δισκογραφικής εταιρείας His Master's Voice με σκοπό τη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών για την κατάσταση της εταιρείας στην Ελλάδα (και) σε σχέση με τις άλλες δισκογραφικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον χώρο, η Columbia έστελνε σχεδόν κάθε δύο μήνες έναν από τους τενόρους της, τον [Μιχάλη] Θωμάκο (Tomako), στο Μιλάνο για να ηχογραφήσει της τελευταίες δυτικές επιτυχίες (Western "hits").
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία αργά ή γρήγορα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, αγοράζονται από μεγαλύτερες εταιρείες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Η παρούσα ηχογράφηση αφορά διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Ay, Ay, Ay!" του Χιλιανού συνθέτη Osmán Pérez Freire (Σαντιάγο, 1878 - Μαδρίτη, 28 Απριλίου 1930).
Θεωρείται ότι εκδόθηκε για πρώτη φορά σε παρτιτούρα το 1913 από τον Breyer Hermanos στο Μπουένος Άιρες (Fuld, 2012). Χιλιανή παρτιτούρα εκδόθηκε από τον οίκο Casa Amarilla στο Σαντιάγο πιθανόν γύρω στα 1928.
Το τραγούδι έγινε παγκόσμια επιτυχία και ηχογραφήθηκε αμέτρητες φορές σε διάφορες μορφές, περιοχές και γλώσσες (βλ. εδώ, εδώ και εδώ). Ενδεικτικά:
- Agustín Barrios Mangoré, Μπουένος Άιρες, 1914 (Atlanta 65376 - 304)
- Ludovico Muzzio, Σαντιάγο, 19 Ιουνίου 1917 (Victor G-2065 - 72862)
- Dúo Gardel-Razzano, Αργεντινή 1918 ή 1919 (Disco Gardel-Razzan 18013a)
-Nicola Fusati, Ζάγκρεμπ, Αύγουστος 1926 (Edison Bell Penkala 10054 - 1176)
- Roberto D'Alessio, Μιλάνο, 1926 ή 1927 (Columbia WB 1148 - D1575)
- "Ај, ај, ај", Власта Јованчић, Γερμανία 1928 (Polydor 996 bf - L 30253)
- Miguel Fleta, Βαρκελώνη 9 Δεκεμβρίου 1930 (HMV CN 1123 D.B. 1483/32-2016)
- Ivan Horak-Gorski, Βερολίνο, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1928 (Odeon, VSE 1336 - A192809b)
- Emil Svartström, Βερολίνο 1930 (Tri-Ergon TE 5791 - B-03164-m2)
- Mesquitinha, Ρίο ντε Τζανέιρο, 9 Νοεμβρίου 1931 (Victor 65277-1 - 33496 a)
- Polscy Revellersi, Βαρσοβία, 1931 (Columbia WJ. 201 - DM. 1493 b.)
- Raquel Meller, Παρίσι 1931 (Odeon KI 5032 - 188.854)
- Ninoun Vallin, Παρίσι, 31 Μαΐου 1933 (Odeon KI 6067 - 166.669)
- Børge Christiansen, Δανία 1933 (Polyphon 5170 BR - X.S 50222-B)
- Jaroslav Jaroš, Πράγα, 2 Νοεμβρίου 1934 (Ultraphon 40206 - A 10949)
- Jussi Björling, Στοκχόλμη, 1936 (HMV OSB411 - X 4723)
- Herbert Ernst Groh, Βερολίνο, 12 Δεκεμβρίου 1940 (Odeon Be 12777 - O 26 439 a)
- Olga Coelho, ΗΠΑ, 1947 (RCA Victor 26-9020A 2S - 26-9020-A)
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρχικά το 1929 στο Βερολίνο, από τον Λύσανδρο Ιωαννίδη με την ορχήστρα του Dajos Béla (Parlophone Go 1241 - GZA 2504/ZA - 190804 a)
Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Γαϊτάνου - Κωνσταντινίδη - Σταρρ.
Πιθανότατα η παρούσα ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο, αφού σύμφωνα με την εξαιρετικού ενδιαφέροντος έκθεση που συνέταξε ο Edmund Michael Innes από το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Ελλάδα τον Απρίλιο-Μάιο του 1930, ως απεσταλμένος της αγγλικής δισκογραφικής εταιρείας His Master's Voice με σκοπό τη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών για την κατάσταση της εταιρείας στην Ελλάδα (και) σε σχέση με τις άλλες δισκογραφικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον χώρο, η Columbia έστελνε σχεδόν κάθε δύο μήνες έναν από τους τενόρους της, τον [Μιχάλη] Θωμάκο (Tomako), στο Μιλάνο για να ηχογραφήσει της τελευταίες δυτικές επιτυχίες (Western "hits").
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ