Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και περιλαμβάνει ηχογραφήσεις σε αμέτρητους τόπους, γλώσσες και αισθητικά πλαίσια. Τέλος, ουκ ολίγες φορές, συναντάμε τραγούδια των οποίων οι δημιουργοί γεννήθηκαν σε διαφορετικό τόπο, έδρασαν σε άλλον, και, εντέλει, συναντήθηκαν σε τρίτους τόπους και δημιούργησαν ένα νέο έργο, εμπνεόμενοι πολλές φορές από κάποιο προϋπάρχον. Αναμφισβήτητα, τέτοιου τύπου περιπτώσεις καταδεικνύουν την συνθετότητα όσον αφορά τα ζητήματα κυριότητας των έργων, αλλά και του προβλήματος εφαρμογής εθνικών προσήμων στις μουσικές δημιουργίες.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η άρρηκτη σχέση μεταξύ μουσικής και παραστατικών τεχνών είναι περισσότερο από ζωτική. Το θέατρο (και αργότερα και ο κινηματογράφος) διακινεί μουσικές με τους δικούς του όρους και παίζει καταλυτικό ρόλο στην διάχυσή τους σε τόπους συχνά μακρινούς. Οικοδομεί, δε, ένα ιδιαίτερο δίκτυο το οποίο επικοινωνεί με την δισκογραφία. Ορισμένα από τα τραγούδια που γράφονται ή εντάσσονται λόγω της επιτυχίας τους σε παραστάσεις αποτελούν πολλές φορές την αιχμή του δόρατος για την δημοφιλία τους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού “Tralala (Im Liebesfalle)” σε μουσική του Arthur Guttmann και στίχους του Julius Freund. Σύμφωνα με τον Catalogue of Copyright Entries New Series Vol 24 Part 3, Musical Compositions (σελ. 211), τους ελληνικούς στίχους έγραψε ο Φ. Μπακάλης και ο Τέτος Δημητριάδης, ο οποίος φέρεται και ως συνθέτης.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά από τον κωμικό Max Rott στη Βιέννη το 1902 με τον τίτλο “Tralalala” (Gramophone 2490 B-No – 42769).
Η επιτυχία που γνώρισε το τραγούδι αξιοποιήθηκε στο μουσικό θέατρο, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη δημοφιλία του, όπως μαρτυρούν διάφορες καρτ ποστάλ της εποχής (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ). Συγκεκριμένα συμπεριλήφθηκε στην τρίπρακτη οπερέτα (vaudeville με τραγούδι και χορό σε 5 εικόνες, βλ. εδώ) “Die Herren von Maxim”, σε μουσική των Victor Hollaender και λιμπρέτο του Julius Freund. Το παραπάνω στοιχείο προκύπτει από την παρτιτούρα τραγουδιού της οπερέτας που εκδόθηκε το 1904 από τους Ed. Bote & G. Bock στο Βερολίνο. Στο εξώφυλλο, ανάμεσα στους τίτλους δέκα τραγουδιών που προέρχονται από το έργο, περιλαμβάνεται ο τίτλος και ο συνθέτης του εν λόγω τραγουδιού (βλ. εδώ το τραγούδι υπ. αρ. 9). Εκδόθηκε, επίσης, σε παρτιτούρα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1904 (βλ. εδώ). Σύμφωνα με κάποιες πηγές (βλ. εδώ), στη σύνθεση της μουσικής της οπερέτας, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου 1904 στο Berliner Metropoltheatre του Βερολίνου, συμμετείχε και ο Leo Fall.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρκετές φορές σε διάφορες μορφές, γλώσσες και μέρη στην ιστορική δισκογραφία και σε κύλινδρο. Ενδεικτικά:
– “Die Herren von Maxim: Manche Männer”, Fritzi Massary, Βερολίνο, πιθανόν Ιανουάριος 1905 (Gramophone Concert Record G&T 2649L – 43646)
– “Tralala”, Josephine Kraus, Βερολίνο, 1905 (κύλινδρος Edison Goldguss Walze 15241)
– “Im Liebesfalle”, Margarete Wiedecke, Βερολίνο, 1905 (Favorite 1-16047)
– “Herren vom Maxim: Tralalala! (Im Liebesfalle)”, Margarete Wiedecke, Βερολίνο, 1905 (Odeon X-34403)
– “Tralalala”, με τον ίδιο τον συνθέτη, Arthur Guttmann, στο πιάνο, Βιέννη, 1906 (Gramophone 9983u – 3-42753)
– “Dzisiaj w świecie moda”, Witołd Witołdowski, Λέμπεργκ, Πολωνία, 1907 (Gramophone 6167l – X-2-102502, 562025 και Victor 65714-B)
– “Trulala”, Władysław Bratkiewicz, Βαρσοβία, 1908 (Gramophone 7138l – X-62702)
– “Tralala – hahaha”, Arnošt Grund, Ζάγκρεμπ, 1908 (Gramophone 4354r – 6-12055)
– “Tralala”, Kahrlis Brihwneeks, Ρίγα 1908 (Gramophone 8189l – X-62908)
– Στις 9 Αυγούστου 1909 ηχογραφήθηκε από τον Willy Ostermann στην Κολωνία διασκευή του τραγουδιού με τον τίτλο “E Kinddauf - Fäss unger Krahnenbäume” (Gramophone 6766h - X-2-22094, 10903),
Είκοσι χρόνια περίπου μετά την πρώτη παρουσίασή του το τραγούδι γνώρισε μια δεύτερη ζωή, καθώς συμπεριλήφθηκε σε μία ακόμα οπερέτα, τη “Madame Pompadour”, σε μουσική του Leo Fall και λιμπρέτο των Rudolf Schanzer - Ernst Welisch. Η τρίπρακτη οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Berliner Theater του Βερολίνου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, με τη Fritzi Massary, η οποία συμμετείχε ως Messalinette στην οπερέτα του 1904 “Die Herren vom Maxim” (βλ. εδώ), στο ρόλο της Madame Pompadour (βλ. εδώ).
Η οπερέτα γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε, διασκευασμένη σε διάφορες γλώσσες, σε αρκετές πόλεις του κόσμου. Στις 2 Μαρτίου 1923 έκανε πρεμιέρα στο Theater an der Wien της Βιέννης, στις 28 Νοεμβρίου 1923, ως “Pompadour”, στο Fővárosi Operettszínház της Βουδαπέστης και στις 20 Δεκεμβρίου 1923 στο Daly's Theatre του Λονδίνου (βλ. εδώ και εδώ). Στις 15 Ιανουαρίου 1924 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία, στο Teatro Dal Verme του Μιλάνου και στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, για 80 παραστάσεις, στο Martin Beck Theatre της Νέας Υόρκης (βλ. εδώ). Στην Αυστραλία (βλ. εδώ) ανέβηκε στις 21 Μαΐου 1927 στο His Majesty’s Theatre του Μπρίσμπεϊν και στις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Theatre Royal του Σίντεϊ (βλ. εδώ). Η γαλλική εκδοχή της οπερέτας, σε διασκευή των Albert Willemetz, Max Eddy και Jean Marietti, έκανε πρεμιέρα στο Théâtre Marigny του Παρισιού στις 17 Μαΐου 1930 (βλ. εδώ).
Το τραγούδι με τον τίτλο “Im Liebesfalle” ηχογραφήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1928 στο Βερολίνο από την πρωταγωνίστρια της οπερέτας Fritzi Massary (Electrola B.K. 2797 - E.W. 35, Victor 4056).
Στην Ελλάδα η οπερέτα ανέβηκε για πρώτη φορά στις 3 Ιανουαρίου 1925 στο Θέατρο Κοτοπούλη από τον θίασο Δράμαλη.
Εκτός από την παρούσα εκτέλεση, το τραγούδι στην ελληνική εκδοχή του ηχογραφήθηκε και από το Τρίο Σαβαρή (Γιώργος Σαβαρής, Τζον Μηλιάρης, Λουσιέν Μηλιάρης), το 1928 στην Αθήνα ή στο Μιλάνο, στο όνομα του Λαίλιου Καρακάση (Columbia UK 20206 - 8345).
Όπως επισημαίνει ο Stathis Gauntlett (Gauntlett, 2003: 32), η παρούσα ηχογράφηση κυκλοφόρησε και από τη His Master's Voice Αυστραλίας με αριθμό EB54 και περιλαμβάνεται στον αυστραλιανό δισκογραφικό κατάλογο που εξέδωσε η εταιρεία το 1934.
Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και περιλαμβάνει ηχογραφήσεις σε αμέτρητους τόπους, γλώσσες και αισθητικά πλαίσια. Τέλος, ουκ ολίγες φορές, συναντάμε τραγούδια των οποίων οι δημιουργοί γεννήθηκαν σε διαφορετικό τόπο, έδρασαν σε άλλον, και, εντέλει, συναντήθηκαν σε τρίτους τόπους και δημιούργησαν ένα νέο έργο, εμπνεόμενοι πολλές φορές από κάποιο προϋπάρχον. Αναμφισβήτητα, τέτοιου τύπου περιπτώσεις καταδεικνύουν την συνθετότητα όσον αφορά τα ζητήματα κυριότητας των έργων, αλλά και του προβλήματος εφαρμογής εθνικών προσήμων στις μουσικές δημιουργίες.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η άρρηκτη σχέση μεταξύ μουσικής και παραστατικών τεχνών είναι περισσότερο από ζωτική. Το θέατρο (και αργότερα και ο κινηματογράφος) διακινεί μουσικές με τους δικούς του όρους και παίζει καταλυτικό ρόλο στην διάχυσή τους σε τόπους συχνά μακρινούς. Οικοδομεί, δε, ένα ιδιαίτερο δίκτυο το οποίο επικοινωνεί με την δισκογραφία. Ορισμένα από τα τραγούδια που γράφονται ή εντάσσονται λόγω της επιτυχίας τους σε παραστάσεις αποτελούν πολλές φορές την αιχμή του δόρατος για την δημοφιλία τους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού “Tralala (Im Liebesfalle)” σε μουσική του Arthur Guttmann και στίχους του Julius Freund. Σύμφωνα με τον Catalogue of Copyright Entries New Series Vol 24 Part 3, Musical Compositions (σελ. 211), τους ελληνικούς στίχους έγραψε ο Φ. Μπακάλης και ο Τέτος Δημητριάδης, ο οποίος φέρεται και ως συνθέτης.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά από τον κωμικό Max Rott στη Βιέννη το 1902 με τον τίτλο “Tralalala” (Gramophone 2490 B-No – 42769).
Η επιτυχία που γνώρισε το τραγούδι αξιοποιήθηκε στο μουσικό θέατρο, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη δημοφιλία του, όπως μαρτυρούν διάφορες καρτ ποστάλ της εποχής (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ). Συγκεκριμένα συμπεριλήφθηκε στην τρίπρακτη οπερέτα (vaudeville με τραγούδι και χορό σε 5 εικόνες, βλ. εδώ) “Die Herren von Maxim”, σε μουσική των Victor Hollaender και λιμπρέτο του Julius Freund. Το παραπάνω στοιχείο προκύπτει από την παρτιτούρα τραγουδιού της οπερέτας που εκδόθηκε το 1904 από τους Ed. Bote & G. Bock στο Βερολίνο. Στο εξώφυλλο, ανάμεσα στους τίτλους δέκα τραγουδιών που προέρχονται από το έργο, περιλαμβάνεται ο τίτλος και ο συνθέτης του εν λόγω τραγουδιού (βλ. εδώ το τραγούδι υπ. αρ. 9). Εκδόθηκε, επίσης, σε παρτιτούρα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1904 (βλ. εδώ). Σύμφωνα με κάποιες πηγές (βλ. εδώ), στη σύνθεση της μουσικής της οπερέτας, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου 1904 στο Berliner Metropoltheatre του Βερολίνου, συμμετείχε και ο Leo Fall.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρκετές φορές σε διάφορες μορφές, γλώσσες και μέρη στην ιστορική δισκογραφία και σε κύλινδρο. Ενδεικτικά:
– “Die Herren von Maxim: Manche Männer”, Fritzi Massary, Βερολίνο, πιθανόν Ιανουάριος 1905 (Gramophone Concert Record G&T 2649L – 43646)
– “Tralala”, Josephine Kraus, Βερολίνο, 1905 (κύλινδρος Edison Goldguss Walze 15241)
– “Im Liebesfalle”, Margarete Wiedecke, Βερολίνο, 1905 (Favorite 1-16047)
– “Herren vom Maxim: Tralalala! (Im Liebesfalle)”, Margarete Wiedecke, Βερολίνο, 1905 (Odeon X-34403)
– “Tralalala”, με τον ίδιο τον συνθέτη, Arthur Guttmann, στο πιάνο, Βιέννη, 1906 (Gramophone 9983u – 3-42753)
– “Dzisiaj w świecie moda”, Witołd Witołdowski, Λέμπεργκ, Πολωνία, 1907 (Gramophone 6167l – X-2-102502, 562025 και Victor 65714-B)
– “Trulala”, Władysław Bratkiewicz, Βαρσοβία, 1908 (Gramophone 7138l – X-62702)
– “Tralala – hahaha”, Arnošt Grund, Ζάγκρεμπ, 1908 (Gramophone 4354r – 6-12055)
– “Tralala”, Kahrlis Brihwneeks, Ρίγα 1908 (Gramophone 8189l – X-62908)
– Στις 9 Αυγούστου 1909 ηχογραφήθηκε από τον Willy Ostermann στην Κολωνία διασκευή του τραγουδιού με τον τίτλο “E Kinddauf - Fäss unger Krahnenbäume” (Gramophone 6766h - X-2-22094, 10903),
Είκοσι χρόνια περίπου μετά την πρώτη παρουσίασή του το τραγούδι γνώρισε μια δεύτερη ζωή, καθώς συμπεριλήφθηκε σε μία ακόμα οπερέτα, τη “Madame Pompadour”, σε μουσική του Leo Fall και λιμπρέτο των Rudolf Schanzer - Ernst Welisch. Η τρίπρακτη οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Berliner Theater του Βερολίνου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, με τη Fritzi Massary, η οποία συμμετείχε ως Messalinette στην οπερέτα του 1904 “Die Herren vom Maxim” (βλ. εδώ), στο ρόλο της Madame Pompadour (βλ. εδώ).
Η οπερέτα γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε, διασκευασμένη σε διάφορες γλώσσες, σε αρκετές πόλεις του κόσμου. Στις 2 Μαρτίου 1923 έκανε πρεμιέρα στο Theater an der Wien της Βιέννης, στις 28 Νοεμβρίου 1923, ως “Pompadour”, στο Fővárosi Operettszínház της Βουδαπέστης και στις 20 Δεκεμβρίου 1923 στο Daly's Theatre του Λονδίνου (βλ. εδώ και εδώ). Στις 15 Ιανουαρίου 1924 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία, στο Teatro Dal Verme του Μιλάνου και στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, για 80 παραστάσεις, στο Martin Beck Theatre της Νέας Υόρκης (βλ. εδώ). Στην Αυστραλία (βλ. εδώ) ανέβηκε στις 21 Μαΐου 1927 στο His Majesty’s Theatre του Μπρίσμπεϊν και στις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Theatre Royal του Σίντεϊ (βλ. εδώ). Η γαλλική εκδοχή της οπερέτας, σε διασκευή των Albert Willemetz, Max Eddy και Jean Marietti, έκανε πρεμιέρα στο Théâtre Marigny του Παρισιού στις 17 Μαΐου 1930 (βλ. εδώ).
Το τραγούδι με τον τίτλο “Im Liebesfalle” ηχογραφήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1928 στο Βερολίνο από την πρωταγωνίστρια της οπερέτας Fritzi Massary (Electrola B.K. 2797 - E.W. 35, Victor 4056).
Στην Ελλάδα η οπερέτα ανέβηκε για πρώτη φορά στις 3 Ιανουαρίου 1925 στο Θέατρο Κοτοπούλη από τον θίασο Δράμαλη.
Εκτός από την παρούσα εκτέλεση, το τραγούδι στην ελληνική εκδοχή του ηχογραφήθηκε και από το Τρίο Σαβαρή (Γιώργος Σαβαρής, Τζον Μηλιάρης, Λουσιέν Μηλιάρης), το 1928 στην Αθήνα ή στο Μιλάνο, στο όνομα του Λαίλιου Καρακάση (Columbia UK 20206 - 8345).
Όπως επισημαίνει ο Stathis Gauntlett (Gauntlett, 2003: 32), η παρούσα ηχογράφηση κυκλοφόρησε και από τη His Master's Voice Αυστραλίας με αριθμό EB54 και περιλαμβάνεται στον αυστραλιανό δισκογραφικό κατάλογο που εξέδωσε η εταιρεία το 1934.
Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα ηχογράφηση, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ