Να η αγάπη

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, όπως ο εξωτισμός, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Η παρούσα ηχογράφηση σκιαγραφεί με χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διαλεκτική, πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ των διαφόρων ρεπερτορίων και αισθητικών τάσεων και ρευμάτων.

Το τραγούδι «Να η αγάπη» προέρχεται από τη δεύτερη πράξη (δέκατη τρίτη σκηνή) της τρίπρακτης οπερέτας “Die Csárdásfürstin” (Η πριγκίπισσα της Τσάρντας), σε μουσική του Emmerich Kálmán και λιμπρέτο των Leo Stein και Bela Jenbach. Πρόκειται για το ντουέτο "Mädel, guck: Männer gibt’s ja genug! - Das ist die Liebe, die dumme Liebe" (Nr. 11 Duett) διασκευασμένο με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας τον κόμη Boni Káncsiánu και την κόμισσα Stasi, ξαδέλφη και αρραβωνιαστικιά του νεαρού πρίγκιπα Edwin Ronald (δες την πλοκή εδώ και το λιμπρέτο εδώ). Το ντουέτο, ως Nr. 15 Duett-Reminiszenz, επαναλαμβάνεται και στην τρίτη πράξη του έργου.

Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με τις εγγύς ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, αυτή την ετερότητα ενσαρκώνει η ηρωίδα Sylva Varescu, μια δημοφιλής τραγουδίστρια και χορεύτρια από τη Βουδαπέστη, η οποία, παρά τις προσπάθειες της να ανελιχθεί στην κοινωνική ιεραρχία, θα περιοριστεί στον ρόλο της «πριγκίπισσας της Τσάρντας» ή -κατά άλλες εκδοχές του έργου- της «τσιγγάνας πριγκίπισσας». Αξίζει να σημειωθεί ότι το Csárdás (ή Czárdás) είναι είδος λαϊκού χορού που απαντάται στην Ουγγαρία και στις γύρω περιοχές και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα στοιχεία του λεγόμενου “style hongrois”.

Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο, από τον οποίο αντλήθηκαν τα μουσικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν το style hongrois: o έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης και η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Το style hongrois, ως ένα αμάλγαμα ουγγρικών και τσιγγάνικων εξωτικών μουσικών στοιχείων επηρέασε σημαντικά τη βιεννέζικη οπερέτα (βλ. Lange, 2021), για τους εκπροσώπους της οποίας, όπως ο Emmerich Kálmán, o Johan Strauss II και ο Franz Lehár, αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για την αναπαράσταση των «εκ των έσω Άλλων» της Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, στην παρούσα ηχογράφηση δεν εντοπίζονται στοιχεία εξωτισμού στο μουσικό ή στο στιχουργικό μέρος. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για δύο λόγους: α) η παρουσία του εξωτισμού σε ένα μουσικοθεατρικό έργο δεν συνεπάγεται την ολοκληρωτική του αισθητική κυριαρχία σε αυτό και β) η οπερέτα, ως είδος μαζικής διασκέδασης, επιδεικνύει σταθερά υφολογική ανοιχτότητα κυρίως στην προσθήκη δημοφιλών χορών.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauß-Theater της Βιέννης στις 17 Νοεμβρίου 1915 και παίχτηκε μέχρι τον Μάιο του 1917, συμπληρώνοντας 533 παραστάσεις. Αποτέλεσε μία από τις πιο επιτυχημένες και πιο διαχρονικές οπερέτες του συνθέτη, διασκευάστηκε σε διάφορες γλώσσες και ανέβηκε, με διάφορους τίτλους, σε θεατρικές σκηνές πόλεων της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Ενδεικτικά:
– Τον Σεπτέμβριο του 1916, ως “Csárdásfurstinnan”, στο Stora Teatern του Γκέτεμποργκ και στο Oscarsteatern της Στοκχόλμης
– Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, με τον πρωτότυπο τίτλο, στο Neues Operetten-Theater του Αμβούργου
– Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ως “Csárdáskirálynö”, στο Király Színház της Βουδαπέστης
Στις 4 Απριλίου 1917, ως “Księżniczka czardasza”, στη Βαρσοβία
– Στις 24 Σεπτεμβρίου 1917, ως “The Riviera Girl”, στο New Amsterdam Theater της Νέας Υόρκης
– Το 1917, ως “Varietéfurstinnan”, στο Apolloteatern στο Ελσίνκι
– Στις 16 Απριλίου 1921, ως “La princesa de la Czarda”, στο Teatro Novedades της Βαρκελώνης
– Στις 20 Μαΐου 1921, ως “The Gipsy Princess”, στο Prince of Wales Theatre του Λονδίνου
– Στις 12 Μαρτίου 1930, ως “Princesse Czardas”, στο Théâtre du Trianon-Lyrique του Παρισιού
– Στις 4 Ιουλίου 1936, ως “The Gipsy Princess”, στο Theatre Royal του Σίδνεϋ

Ενδεικτικές της επιτυχίας της είναι και οι κινηματογραφικές μεταφορές της, οι οποίες αριθμούν εφτά ταινίες και καλύπτουν περίοδο 62 ετών:
– “Die Csárdásfürstin”, αυστριακής παραγωγής, 1919
– “Die Csárdásfürstin”, ουγγρικής παραγωγής, 1927
– “Die Csárdásfürstin”, γερμανικής παραγωγής, 1934
– “Сильва”, παραγωγής ΕΣΣΔ, 1944
– “Die Csárdásfürstin”, δυτικογερμανικής παραγωγής, 1951
– “Die Csárdásfürstin”, παραγωγής Δυτικής Γερμανίας-Αυστρίας-Ουγγαρίας, 1971
– “Сильва”, τηλεοπτική ταινία παραγωγής ΕΣΣΔ, 1981

Στην ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και περιοχές του πλανήτη. Ενδεικτικά:
- “Die Csardasfürstin: Das ist die liebe”, Molly Wessely και Hermann Vallentin, Βερολίνο, 1916 (Gramophone 18827l – 2-944323)
- “Die Csardasfürstin: Das ist die liebe”, K. Bergman και Christian Schröder, Στοκχόλμη, 21 Νοεμβρίου 1916 (Gramophone 13138o – 284323)
- “Дуэт Стаси и Бони” (Duet of Stassi and Bonni), Р. Ф. Лазарева και И. И. Гедройц (Regina Lazareva – Ignaty Gedroits), Μόσχα, Μάρτιος-Μάιος 1941 (Gramplasttrest and major 10835 – 10835)

Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού, με στίχους αγνώστου, διαφορετικούς από αυτούς της παρούσας ηχογράφησης, περιλαμβάνεται στις σελίδες 8 και 9 (incipit: Μα κι εσύ άκου δω) της 12σέλιδης έκδοσης «Η πριγκήπισσα του Τσάρντας», η οποία αποτελεί απάνθισμα από διασκευές-συρραφές σε μέρη του έργου όπως τραγούδια και ντουέτα, και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαϊτάνου (βλ. εδώ) και τις εκδόσεις Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδου – Σταρρ (βλ. εδώ).

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Η πριγκήπισσα του Τζάρδας», παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Ελληνικό Μουσικό Θίασο Έλσας Ένκελ στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στην πλατεία Λαού, στις 11 Μαρτίου 1919, σε μετάφραση και διεύθυνση ορχήστρας του Ι. Βεργωτή (βλ. εδώ και ενδεικτικά για άλλες παραστάσεις του έργου εδώ, εδώ και εδώ).

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Stein Leo, Jenbach Bela]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Βιδάλης Γιώργος [και Σαβαρής Γιώργος]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1925
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
GA-1068/A 154134
Αριθμός μήτρας:
Gο 148
Διάρκεια:
2:51
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_GA1068_NaIAgapi
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Να η αγάπη", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10324
Στίχοι:
(Boni)
Όπου πας, όπου πας και σταθείς
αγαπά και ποθεί μια μικρή ο καθείς
αγαπά καστανή ή ξανθή
ή γλυκιά μελαχρινή

Άλλος τα ’χει με μια παρθένα
άλλος τα ’χει με μια αγαθή
κι άλλος μπλέκει με μια κομμάτι σαν κι εσένα
για να συμμαζευτεί

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
που ήταν με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
πρώτα με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

(Stasi)
Όπου δεις δεξιά ή ζερβά
έναν άνδρα κρυφά κυνηγά καθεμιά
κυνηγά καστανό ή ξανθό
ή μικρό σαν κι εσέ γλυκό

Άλλη έχει μικρόν κανένα
άλλη τα ’χει μ’ έναν μπλα-μπλα
κι άλλη φίνα που είναι κομμάτι σαν κι εσένα
όποιος φυσά φιλά

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
που ήταν με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
πρώτα με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, όπως ο εξωτισμός, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Η παρούσα ηχογράφηση σκιαγραφεί με χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διαλεκτική, πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ των διαφόρων ρεπερτορίων και αισθητικών τάσεων και ρευμάτων.

Το τραγούδι «Να η αγάπη» προέρχεται από τη δεύτερη πράξη (δέκατη τρίτη σκηνή) της τρίπρακτης οπερέτας “Die Csárdásfürstin” (Η πριγκίπισσα της Τσάρντας), σε μουσική του Emmerich Kálmán και λιμπρέτο των Leo Stein και Bela Jenbach. Πρόκειται για το ντουέτο "Mädel, guck: Männer gibt’s ja genug! - Das ist die Liebe, die dumme Liebe" (Nr. 11 Duett) διασκευασμένο με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας τον κόμη Boni Káncsiánu και την κόμισσα Stasi, ξαδέλφη και αρραβωνιαστικιά του νεαρού πρίγκιπα Edwin Ronald (δες την πλοκή εδώ και το λιμπρέτο εδώ). Το ντουέτο, ως Nr. 15 Duett-Reminiszenz, επαναλαμβάνεται και στην τρίτη πράξη του έργου.

Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με τις εγγύς ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, αυτή την ετερότητα ενσαρκώνει η ηρωίδα Sylva Varescu, μια δημοφιλής τραγουδίστρια και χορεύτρια από τη Βουδαπέστη, η οποία, παρά τις προσπάθειες της να ανελιχθεί στην κοινωνική ιεραρχία, θα περιοριστεί στον ρόλο της «πριγκίπισσας της Τσάρντας» ή -κατά άλλες εκδοχές του έργου- της «τσιγγάνας πριγκίπισσας». Αξίζει να σημειωθεί ότι το Csárdás (ή Czárdás) είναι είδος λαϊκού χορού που απαντάται στην Ουγγαρία και στις γύρω περιοχές και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα στοιχεία του λεγόμενου “style hongrois”.

Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο, από τον οποίο αντλήθηκαν τα μουσικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν το style hongrois: o έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης και η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Το style hongrois, ως ένα αμάλγαμα ουγγρικών και τσιγγάνικων εξωτικών μουσικών στοιχείων επηρέασε σημαντικά τη βιεννέζικη οπερέτα (βλ. Lange, 2021), για τους εκπροσώπους της οποίας, όπως ο Emmerich Kálmán, o Johan Strauss II και ο Franz Lehár, αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για την αναπαράσταση των «εκ των έσω Άλλων» της Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, στην παρούσα ηχογράφηση δεν εντοπίζονται στοιχεία εξωτισμού στο μουσικό ή στο στιχουργικό μέρος. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για δύο λόγους: α) η παρουσία του εξωτισμού σε ένα μουσικοθεατρικό έργο δεν συνεπάγεται την ολοκληρωτική του αισθητική κυριαρχία σε αυτό και β) η οπερέτα, ως είδος μαζικής διασκέδασης, επιδεικνύει σταθερά υφολογική ανοιχτότητα κυρίως στην προσθήκη δημοφιλών χορών.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauß-Theater της Βιέννης στις 17 Νοεμβρίου 1915 και παίχτηκε μέχρι τον Μάιο του 1917, συμπληρώνοντας 533 παραστάσεις. Αποτέλεσε μία από τις πιο επιτυχημένες και πιο διαχρονικές οπερέτες του συνθέτη, διασκευάστηκε σε διάφορες γλώσσες και ανέβηκε, με διάφορους τίτλους, σε θεατρικές σκηνές πόλεων της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Ενδεικτικά:
– Τον Σεπτέμβριο του 1916, ως “Csárdásfurstinnan”, στο Stora Teatern του Γκέτεμποργκ και στο Oscarsteatern της Στοκχόλμης
– Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, με τον πρωτότυπο τίτλο, στο Neues Operetten-Theater του Αμβούργου
– Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ως “Csárdáskirálynö”, στο Király Színház της Βουδαπέστης
Στις 4 Απριλίου 1917, ως “Księżniczka czardasza”, στη Βαρσοβία
– Στις 24 Σεπτεμβρίου 1917, ως “The Riviera Girl”, στο New Amsterdam Theater της Νέας Υόρκης
– Το 1917, ως “Varietéfurstinnan”, στο Apolloteatern στο Ελσίνκι
– Στις 16 Απριλίου 1921, ως “La princesa de la Czarda”, στο Teatro Novedades της Βαρκελώνης
– Στις 20 Μαΐου 1921, ως “The Gipsy Princess”, στο Prince of Wales Theatre του Λονδίνου
– Στις 12 Μαρτίου 1930, ως “Princesse Czardas”, στο Théâtre du Trianon-Lyrique του Παρισιού
– Στις 4 Ιουλίου 1936, ως “The Gipsy Princess”, στο Theatre Royal του Σίδνεϋ

Ενδεικτικές της επιτυχίας της είναι και οι κινηματογραφικές μεταφορές της, οι οποίες αριθμούν εφτά ταινίες και καλύπτουν περίοδο 62 ετών:
– “Die Csárdásfürstin”, αυστριακής παραγωγής, 1919
– “Die Csárdásfürstin”, ουγγρικής παραγωγής, 1927
– “Die Csárdásfürstin”, γερμανικής παραγωγής, 1934
– “Сильва”, παραγωγής ΕΣΣΔ, 1944
– “Die Csárdásfürstin”, δυτικογερμανικής παραγωγής, 1951
– “Die Csárdásfürstin”, παραγωγής Δυτικής Γερμανίας-Αυστρίας-Ουγγαρίας, 1971
– “Сильва”, τηλεοπτική ταινία παραγωγής ΕΣΣΔ, 1981

Στην ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και περιοχές του πλανήτη. Ενδεικτικά:
- “Die Csardasfürstin: Das ist die liebe”, Molly Wessely και Hermann Vallentin, Βερολίνο, 1916 (Gramophone 18827l – 2-944323)
- “Die Csardasfürstin: Das ist die liebe”, K. Bergman και Christian Schröder, Στοκχόλμη, 21 Νοεμβρίου 1916 (Gramophone 13138o – 284323)
- “Дуэт Стаси и Бони” (Duet of Stassi and Bonni), Р. Ф. Лазарева και И. И. Гедройц (Regina Lazareva – Ignaty Gedroits), Μόσχα, Μάρτιος-Μάιος 1941 (Gramplasttrest and major 10835 – 10835)

Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού, με στίχους αγνώστου, διαφορετικούς από αυτούς της παρούσας ηχογράφησης, περιλαμβάνεται στις σελίδες 8 και 9 (incipit: Μα κι εσύ άκου δω) της 12σέλιδης έκδοσης «Η πριγκήπισσα του Τσάρντας», η οποία αποτελεί απάνθισμα από διασκευές-συρραφές σε μέρη του έργου όπως τραγούδια και ντουέτα, και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαϊτάνου (βλ. εδώ) και τις εκδόσεις Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδου – Σταρρ (βλ. εδώ).

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Η πριγκήπισσα του Τζάρδας», παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Ελληνικό Μουσικό Θίασο Έλσας Ένκελ στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στην πλατεία Λαού, στις 11 Μαρτίου 1919, σε μετάφραση και διεύθυνση ορχήστρας του Ι. Βεργωτή (βλ. εδώ και ενδεικτικά για άλλες παραστάσεις του έργου εδώ, εδώ και εδώ).

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Stein Leo, Jenbach Bela]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Βιδάλης Γιώργος [και Σαβαρής Γιώργος]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1925
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
GA-1068/A 154134
Αριθμός μήτρας:
Gο 148
Διάρκεια:
2:51
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_GA1068_NaIAgapi
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Να η αγάπη", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10324
Στίχοι:
(Boni)
Όπου πας, όπου πας και σταθείς
αγαπά και ποθεί μια μικρή ο καθείς
αγαπά καστανή ή ξανθή
ή γλυκιά μελαχρινή

Άλλος τα ’χει με μια παρθένα
άλλος τα ’χει με μια αγαθή
κι άλλος μπλέκει με μια κομμάτι σαν κι εσένα
για να συμμαζευτεί

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
που ήταν με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
πρώτα με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

(Stasi)
Όπου δεις δεξιά ή ζερβά
έναν άνδρα κρυφά κυνηγά καθεμιά
κυνηγά καστανό ή ξανθό
ή μικρό σαν κι εσέ γλυκό

Άλλη έχει μικρόν κανένα
άλλη τα ’χει μ’ έναν μπλα-μπλα
κι άλλη φίνα που είναι κομμάτι σαν κι εσένα
όποιος φυσά φιλά

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
που ήταν με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Να η αγάπη, η τρελαγάπη
που μας γυρίζει και το νου και την καρδιά
να η αγάπη, η τρελαγάπη
πρώτα με μια και ύστερα εικοσαριά (;)

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης