Το τραγούδι προέρχεται από την τρίπρακτη "ελληνική λαϊκή" οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη "Καπετάν Τσανάκας" η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 16 Μαΐου 1923 στο θέατρο "Πανελλήνιον" από τον θίασο της Οπερέτας Μηλιάδη.
Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε στην Αθήνα με τον τίτλο "Θα τρελλαθή" από τον οίκο "Μουσική" Ζαχαρία Μακρή.
Από την εφημερίδα "Εσπερινή" (αρ. φ. 8075, 14.5.1923 σελ. 3) προέρχονται οι παρακάτω πληροφορίες για την οπερέτα:
«Πυρετώδεις προετοιμασίαι γίνονται εις το "Πανελλήνιον" διά τον "Καπετάν Τσανάκα" του οποίου η πρώτη δίδεται την Τετάρτην ωρισμένως. Ο "Καπετάν Τσανάκας" είνε η πρώτη λαϊκή οπερέττα του Σακελλαρίδη. Αυτήν την φοράν ο μουσουργός δεν μας παρουσιάζει ούτε τους έρωτας της Βιβίκας του "Βαφτιστικού", ούτε της τσαχπινιές της "Νανάς", ούτε της διαβολιές του "Διαβολόπαιδου". Θα μας παρουσιάση ένα... βαπόρι, μέσα εις το οποίον βρίσκονται όλο Ελληνικοί τύποι. Το Ελληνικόν χρώμα διακρίνει απ' αρχής μέχρι τέλους την νέαν οπερέτταν. Οι συρτοί του, οι καλαματιανοί του και το λάιτ-μοτίβ του έργου, η γλυκυτάτη "Μαυρομμάτα" είνε σημεία που μόνον η πέννα του δημοφιλούς μουσουργού μπορούσε να γράψη. Εις το "Καπετάν Τσανάκα" πρωταγωνιστούν οι κ.κ. Τάκης Χατζηχρήστος, Μάνος Φιλιππίδης και αι κυρίαι Μαρίκα Μηλιάδη και Κοντσέττα Μόσχου».
Το μουσικό θέμα του Καροτσέρη (ή και Καροτσιέρη), το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, εμφανίζεται ως μικρό διαβατικό θέμα εντός της ηχογράφησης, όπως και σε άλλα τραγούδια (βλέπε για παράδειγμα: “Το καλοκαίρι τώρα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”, “Βαρβάρα”, “Ρωμαίικο γλέντι”). Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον συγκεκριμένο σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια, όπως το εβραϊκό (για περισσότερα βλέπε στις ηχογραφήσεις του Καροτσέρη ή Καροτσιέρη).
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, όπου οι λαϊκοί μουσικοί πρωταγωνιστούν σε αυτές τις οικειοποιήσεις, στο “Φωτιά και νιάτα” είναι ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης αυτός ο οποίος εμπνέεται από τον "Καροτσιέρη" και τον εντάσσει στην οπερέτα του.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Το τραγούδι προέρχεται από την τρίπρακτη "ελληνική λαϊκή" οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη "Καπετάν Τσανάκας" η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 16 Μαΐου 1923 στο θέατρο "Πανελλήνιον" από τον θίασο της Οπερέτας Μηλιάδη.
Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε στην Αθήνα με τον τίτλο "Θα τρελλαθή" από τον οίκο "Μουσική" Ζαχαρία Μακρή.
Από την εφημερίδα "Εσπερινή" (αρ. φ. 8075, 14.5.1923 σελ. 3) προέρχονται οι παρακάτω πληροφορίες για την οπερέτα:
«Πυρετώδεις προετοιμασίαι γίνονται εις το "Πανελλήνιον" διά τον "Καπετάν Τσανάκα" του οποίου η πρώτη δίδεται την Τετάρτην ωρισμένως. Ο "Καπετάν Τσανάκας" είνε η πρώτη λαϊκή οπερέττα του Σακελλαρίδη. Αυτήν την φοράν ο μουσουργός δεν μας παρουσιάζει ούτε τους έρωτας της Βιβίκας του "Βαφτιστικού", ούτε της τσαχπινιές της "Νανάς", ούτε της διαβολιές του "Διαβολόπαιδου". Θα μας παρουσιάση ένα... βαπόρι, μέσα εις το οποίον βρίσκονται όλο Ελληνικοί τύποι. Το Ελληνικόν χρώμα διακρίνει απ' αρχής μέχρι τέλους την νέαν οπερέτταν. Οι συρτοί του, οι καλαματιανοί του και το λάιτ-μοτίβ του έργου, η γλυκυτάτη "Μαυρομμάτα" είνε σημεία που μόνον η πέννα του δημοφιλούς μουσουργού μπορούσε να γράψη. Εις το "Καπετάν Τσανάκα" πρωταγωνιστούν οι κ.κ. Τάκης Χατζηχρήστος, Μάνος Φιλιππίδης και αι κυρίαι Μαρίκα Μηλιάδη και Κοντσέττα Μόσχου».
Το μουσικό θέμα του Καροτσέρη (ή και Καροτσιέρη), το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, εμφανίζεται ως μικρό διαβατικό θέμα εντός της ηχογράφησης, όπως και σε άλλα τραγούδια (βλέπε για παράδειγμα: “Το καλοκαίρι τώρα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”, “Βαρβάρα”, “Ρωμαίικο γλέντι”). Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον συγκεκριμένο σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια, όπως το εβραϊκό (για περισσότερα βλέπε στις ηχογραφήσεις του Καροτσέρη ή Καροτσιέρη).
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των περιπτώσεων, όπου οι λαϊκοί μουσικοί πρωταγωνιστούν σε αυτές τις οικειοποιήσεις, στο “Φωτιά και νιάτα” είναι ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης αυτός ο οποίος εμπνέεται από τον "Καροτσιέρη" και τον εντάσσει στην οπερέτα του.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ