Αναφέρει σχετικά με την ηχογράφηση η Ελένη Λιάσκου (βλ. Λιάσκου, Ε, 2019. Ο ρόλος του πιάνου στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι μέσα από την ιστορική δισκογραφία. Πτυχιακή εργασία. Άρτα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή μουσικών σπουδών. Τμήμα μουσικών σπουδών): «Στις 19 Απριλίου το πλοίο "Byron" αναχωρεί με προορισμό την Νέα Υόρκη. Μέσα στους μουσικούς που εργάζονταν στην ορχήστρα του πλοίου μεταξύ άλλων εντοπίζουμε το όνομα του Σπύρου Περιστέρη, καθώς και άλλων μουσικών που αποτελούσαν την γνωστή Εστουδιαντίνα "Τα Πολιτάκια", στην νέα τους μορφή, μέσα σε αυτούς και ο Σώσος Ιωαννίδης. Φτάνει τελικά στις 5 Μαΐου και δύο μέρες μετά ο Σπύρος Περιστέρης με την ορχήστρα του ηχογραφεί στο όνομά αυτής, για λογαριασμό της Victor και της Orthophonic, τα παρακάτω τέσσερα κομμάτια στα οποία περιέχεται το πιάνο».
Πρόκειται, εκτός από την παρούσα ηχογράφηση, για τα κομμάτια "Λαχανάδες", "Γκιουζέλ", "Μπέικος".
Για τις εμφανίσεις που πραγματοποίησαν "Τα Πολιτάκια" στη Νέα Υόρκη δες εδώ.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
Αναφέρει σχετικά με την ηχογράφηση η Ελένη Λιάσκου (βλ. Λιάσκου, Ε, 2019. Ο ρόλος του πιάνου στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι μέσα από την ιστορική δισκογραφία. Πτυχιακή εργασία. Άρτα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή μουσικών σπουδών. Τμήμα μουσικών σπουδών): «Στις 19 Απριλίου το πλοίο "Byron" αναχωρεί με προορισμό την Νέα Υόρκη. Μέσα στους μουσικούς που εργάζονταν στην ορχήστρα του πλοίου μεταξύ άλλων εντοπίζουμε το όνομα του Σπύρου Περιστέρη, καθώς και άλλων μουσικών που αποτελούσαν την γνωστή Εστουδιαντίνα "Τα Πολιτάκια", στην νέα τους μορφή, μέσα σε αυτούς και ο Σώσος Ιωαννίδης. Φτάνει τελικά στις 5 Μαΐου και δύο μέρες μετά ο Σπύρος Περιστέρης με την ορχήστρα του ηχογραφεί στο όνομά αυτής, για λογαριασμό της Victor και της Orthophonic, τα παρακάτω τέσσερα κομμάτια στα οποία περιέχεται το πιάνο».
Πρόκειται, εκτός από την παρούσα ηχογράφηση, για τα κομμάτια "Λαχανάδες", "Γκιουζέλ", "Μπέικος".
Για τις εμφανίσεις που πραγματοποίησαν "Τα Πολιτάκια" στη Νέα Υόρκη δες εδώ.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ