Σύμφωνα με τη "Στήλη του Τζογέ" (βλ. εφ. Η βραδυνή, 17.07.1926, σελ. 3), τη στήλη που υπέγραφε ο επιθεωρησιογράφος και κριτικός θεάτρου Σώτος Πετράς με το ψευδώνυμο "Ο Τζογές" και δημοσιευόταν στον αθηναϊκό Τύπο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το τραγούδι προέρχεται -κατά κάποιο τρόπο- από την πρωτότυπη και μοναδική μάλλον "Υπερεπιθεώρηση του Τζογέ".
Πρόκειται, όπως αναφέρεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (βλ. Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο), "για ένα εκτεταμένο ευθυμογράφημα με την μορφή περιγραφής μίας φανταστικής θεατρικής πρεμιέρας" το οποίο δημοσιεύτηκε στις 18.07.1926 στις σελίδες της εφ. "Η βραδυνή" και το τραγούδι χάρισε ο στιχουργός του Ορφέας Καραβίας στην "υπερπιθεώρηση του Τζογέ".
Γράφει ο Τζογές (ό.π.), παραθέτοντας και τους στίχους του τραγουδιού, το οποίο φέρει την αφιέρωση "Στον φίλο μου Τζογέ που νοιώθει την ταβέρνα και τα τραγούδια της":
"Αύριο λοιπόν έχουμε την πρεμιέρα μου. Ούλοι οι θαυμασταί και φίλοι καλούνται, όπως ευαρεστούμενοι.... παρακολουθήσουν την παράσταση το μοναδικό αυτό θέαμα δημοσιευμένο. Με μεγάλη μου χαρά δημοσιεύω σήμερα ένα τραγούδι του φίλου μου κ. Ορφέως Καραβία χαρισμένο στην υπερεπιθεώρησί μου".
Σχετικά με την "υπερεπιθεώρηση" αναφέρεται στην ίδια εφημερίδα ("Η πρεμιέρα του Τζογέ", ό.π.): "Εις το αυριανόν μας φύλλον δημοσιεύεται ολόκληρος η υπερεπιθεώρησις του Τζογέ. Οι θαυμασταί του δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με μεγάλην ανυπομονησίαν περιμένουν την πρωτότυπον αυτήν πρεμιέρα. Μέσα σε μιάμιση σελίδα ο Τζογές μας σατυρίζει όλα τα τελευταία γεγονότα με μπρίο και πολύ αλάτι. Η υπερπιθεώρησις του Τζογέ μας, με καλλιτεχνικά σκίτσα του κ. Κλώνη με ένα νέο φοξ-τροτ της ταβέρνας γραμμένο από τον κ. Σακελλαρίδη και χαρισμένο σ' αυτόν, με τρεις προλόγους των κ. κ. Μωραϊτίνη, Βώττη και Λιδωρίκη ασφαλώς θα σημειώση μια μεγάλη επιτυχία. Οι αναγνώσται μας ας ετοιμασθούν λοιπόν να τον χειροκροτήσουν".
Στο φύλλο της 18.07.1924 της εφ. Η βραδυνή, στις σελ. 4 και 5, παρουσιάζεται-δημοσιεύεται η "υπερεπιθεώρηση του Τζογέ", το κείμενό της δηλαδή, μαζί με τους τρεις προαναφερθέντες προλόγους, τα σκίτσα του Κλεόβουλου Κλώνη, στίχους τραγουδιών και τη χειρόγραφη παρτιτούρα του τραγουδιού "Αχ Κατινάκι (Το φοξ της ταβέρνας)" που συνέθεσε ο Θ. Σακελλαρίδης σε στίχους του Τζογέ ειδικά για αυτήν την -επί χάρτου στην κυριολεξία- υπερεπιθεώρηση.
Σχετικά με την "πρεμιέρα" της αναφέρεται στο παραπάνω φύλλο της εφημερίδας (βλ. "Η 'πρώτη' του Τζογέ", εφ. Η βραδυνή, 18.07.1926, σελ. 3): «Με εξαιρετικήν επιμέλειαν, παρουσιάζει ο Τζογές μας σήμερον εις την 4ην και 5ην σελίδα την υπερεπιθεώρησίν του που με τόσην ανυπομονησίαν αναμένουν οι θαυμασταί του. Τα γεμάτα σάτυραν και επικαιρότητα νούμερά της, θα ρουφηχτούν με πολύ όρεξι από τους αναγνώστας μας. Η υπερεπιθεώρησις του Τζογέ, λόγω πληθώρας της ύλης των σημερινών αγώνων αυτοκινήτων, υπέστη ένα μικρό "ψαλλίδισμα", το οποίον όμως, καθόλου δεν μειώνει την αξίαν της. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος λέγει "όλες αι επιθεωρήσεις ψαλλιδίζονται την επομένην της παραστάσεών των. Τι σήμερα λοιπόν τι αύριο!" Δεν είν' έτσι;»
Σύμφωνα με τον Catalogue of Copyright Entries New Series Vol 24 Part 3, Musical Compositions, σελ. 1421, συνθέτης του τραγουδιού είναι ο Δημοσθένης Ζάττας και στιχουργός ο Ορφέας Καραβίας.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
Σύμφωνα με τη "Στήλη του Τζογέ" (βλ. εφ. Η βραδυνή, 17.07.1926, σελ. 3), τη στήλη που υπέγραφε ο επιθεωρησιογράφος και κριτικός θεάτρου Σώτος Πετράς με το ψευδώνυμο "Ο Τζογές" και δημοσιευόταν στον αθηναϊκό Τύπο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το τραγούδι προέρχεται -κατά κάποιο τρόπο- από την πρωτότυπη και μοναδική μάλλον "Υπερεπιθεώρηση του Τζογέ".
Πρόκειται, όπως αναφέρεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (βλ. Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο), "για ένα εκτεταμένο ευθυμογράφημα με την μορφή περιγραφής μίας φανταστικής θεατρικής πρεμιέρας" το οποίο δημοσιεύτηκε στις 18.07.1926 στις σελίδες της εφ. "Η βραδυνή" και το τραγούδι χάρισε ο στιχουργός του Ορφέας Καραβίας στην "υπερπιθεώρηση του Τζογέ".
Γράφει ο Τζογές (ό.π.), παραθέτοντας και τους στίχους του τραγουδιού, το οποίο φέρει την αφιέρωση "Στον φίλο μου Τζογέ που νοιώθει την ταβέρνα και τα τραγούδια της":
"Αύριο λοιπόν έχουμε την πρεμιέρα μου. Ούλοι οι θαυμασταί και φίλοι καλούνται, όπως ευαρεστούμενοι.... παρακολουθήσουν την παράσταση το μοναδικό αυτό θέαμα δημοσιευμένο. Με μεγάλη μου χαρά δημοσιεύω σήμερα ένα τραγούδι του φίλου μου κ. Ορφέως Καραβία χαρισμένο στην υπερεπιθεώρησί μου".
Σχετικά με την "υπερεπιθεώρηση" αναφέρεται στην ίδια εφημερίδα ("Η πρεμιέρα του Τζογέ", ό.π.): "Εις το αυριανόν μας φύλλον δημοσιεύεται ολόκληρος η υπερεπιθεώρησις του Τζογέ. Οι θαυμασταί του δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με μεγάλην ανυπομονησίαν περιμένουν την πρωτότυπον αυτήν πρεμιέρα. Μέσα σε μιάμιση σελίδα ο Τζογές μας σατυρίζει όλα τα τελευταία γεγονότα με μπρίο και πολύ αλάτι. Η υπερπιθεώρησις του Τζογέ μας, με καλλιτεχνικά σκίτσα του κ. Κλώνη με ένα νέο φοξ-τροτ της ταβέρνας γραμμένο από τον κ. Σακελλαρίδη και χαρισμένο σ' αυτόν, με τρεις προλόγους των κ. κ. Μωραϊτίνη, Βώττη και Λιδωρίκη ασφαλώς θα σημειώση μια μεγάλη επιτυχία. Οι αναγνώσται μας ας ετοιμασθούν λοιπόν να τον χειροκροτήσουν".
Στο φύλλο της 18.07.1924 της εφ. Η βραδυνή, στις σελ. 4 και 5, παρουσιάζεται-δημοσιεύεται η "υπερεπιθεώρηση του Τζογέ", το κείμενό της δηλαδή, μαζί με τους τρεις προαναφερθέντες προλόγους, τα σκίτσα του Κλεόβουλου Κλώνη, στίχους τραγουδιών και τη χειρόγραφη παρτιτούρα του τραγουδιού "Αχ Κατινάκι (Το φοξ της ταβέρνας)" που συνέθεσε ο Θ. Σακελλαρίδης σε στίχους του Τζογέ ειδικά για αυτήν την -επί χάρτου στην κυριολεξία- υπερεπιθεώρηση.
Σχετικά με την "πρεμιέρα" της αναφέρεται στο παραπάνω φύλλο της εφημερίδας (βλ. "Η 'πρώτη' του Τζογέ", εφ. Η βραδυνή, 18.07.1926, σελ. 3): «Με εξαιρετικήν επιμέλειαν, παρουσιάζει ο Τζογές μας σήμερον εις την 4ην και 5ην σελίδα την υπερεπιθεώρησίν του που με τόσην ανυπομονησίαν αναμένουν οι θαυμασταί του. Τα γεμάτα σάτυραν και επικαιρότητα νούμερά της, θα ρουφηχτούν με πολύ όρεξι από τους αναγνώστας μας. Η υπερεπιθεώρησις του Τζογέ, λόγω πληθώρας της ύλης των σημερινών αγώνων αυτοκινήτων, υπέστη ένα μικρό "ψαλλίδισμα", το οποίον όμως, καθόλου δεν μειώνει την αξίαν της. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος λέγει "όλες αι επιθεωρήσεις ψαλλιδίζονται την επομένην της παραστάσεών των. Τι σήμερα λοιπόν τι αύριο!" Δεν είν' έτσι;»
Σύμφωνα με τον Catalogue of Copyright Entries New Series Vol 24 Part 3, Musical Compositions, σελ. 1421, συνθέτης του τραγουδιού είναι ο Δημοσθένης Ζάττας και στιχουργός ο Ορφέας Καραβίας.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ