Τρεις αγάπες

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η εν λόγω ηχογράφηση συντίθεται από τη διασκευή αποσπασμάτων από δύο ντουέτα που προέρχονται από ισάριθμες οπερέτες του Franz Lehár.

Το πρώτο, από την αρχή της ηχογράφησης μέχρι 00:40'' και από το 01:51'' μέχρι το 02:37'', αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ντουέτου των Coralie - Major "Liebchen komm", γνωστό και ως "Wahrlich wie ein Troubadour", από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Mann mit den drei Frauen" (Ο άντρας με τις τρεις συζύγους), σε μουσική του Franz Lehár και γερμανικό λιμπρέτο του Julius Bauer, το οποίο βασίζεται στη γαλλική κωμωδία του Alexandre Bisson "Le Contrôleur des wagons-lits" (1898). Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στις 21 Ιανουαρίου 1908, στο Theater an der Wien.

Το δεύτερο, από το 00:41'' μέχρι το 1:50'' και από 2:38''  μέχρι το τέλος της ηχογράφησης, αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ντουέτου των Manoletta - Leandro "Tango: Bei Valparaiso in der Schenke" από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Die Tangokönigin", σε γερμανικό λιμπρέτο των Julius Brammer και Alfred Grünwald. Η οπερέτα, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 1921 στο Appolo-Theatre της Βιέννης, αποτελεί τη δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή της οπερέτας του συνθέτη "Der Göttergatte", σε λιμπρέτο Victor Léon και Leo Stein, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 20 Ιανουαρίου 1904 στο Calrtheater της Βιέννης. Είχε προηγηθεί η πρώτη αναθεώρηση της οπερέτας με τον τίτλο "Die ideale Gattin", σε λιμπρέτο Julius Brammer και Alfred Grünwald, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Οκτωβρίου 1913 στο Theater an der Wien στη Βιέννη.

To Tango συμπεριλαμβάνεται σε ορχηστρική μορφή, ως Nr. 17, με τον τίτλο "Tanzszene" και στην τρίτη πράξη της οπερέτας "Die ideale Gattin".

Η παρούσα εκτέλεση με τον Τέτο Δημητριάδη περιλαμβάνεται στην ελληνική παρτιτούρα με τίτλο «Τρεις αγάπες - Τάγγο», η οποία κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη από τις εκδόσεις J. D' Andria.

Το σπαρτίτο της πρώτης οπερέτας, "Der Mann mit den drei Frauen", εκδόθηκε το 1907 από τον Ludwig Doblinger (Bernhard Herzmansky) και το λιμπρέτο το 1908 από τον ίδιο εκδότη.

Αποσπάσματα από την οπερέτα, μεταξύ αυτών και το ντουέτο, ηχογραφήθηκαν την ίδια χρονιά που ανέβηκε η οπερέτα από λυρικούς τραγουδιστές που συμμετείχαν στις παραστάσεις της Βιέννης ή/και του Βερολίνου (πρεμιέρα 20 Μαρτίου 1908 στο New Operetta Theatre).
Ενδεικτικά:

- "Liebchen komm", Mizzi Wirth - Oskar Braun, Βερολίνο, Μάιος 1908 (Odeon 50495)
- "Liebchen, komm in mein Stübchen", Louise Kartousch - Karl Streitmann, Βιέννη, 1908 (Gramophone 12185 u - 2-44330)
- "Liebchen, komm in mein Stübchen", Lotte Klein  - Ludwig Herold, Βιέννη, 1908 (Gramophone 12192 u - X-24307)
- "Liebchen, komm' und öffne dein Stübchen", Mizzi Wirth - Max Steidl, Βερολίνο, 1908 (Gramophone 12582 u - 2-44356). Σε αυτή την ηχογράφηση βασίζεται το tonbild του 1908 "Liebchen, komm in mein Stübchen", της γερμανικής εταιρείας Alfred Duskes Cinophon Fabrik (Berlin). Αναφέρεται σχετικά στον ιστότοπο https://www.filmportal.de:

«Οι τίτλοι της ταινίας ανακοινώνουν τους Mizzi Wirth και Oskar Braun ως ηθοποιούς και τραγουδιστές του New Operetta Theatre στο Βερολίνο για αυτή την ηχητική εικόνα. Θεωρείται ότι οι δυο τους ερμηνεύουν μπροστά στην κάμερα ένα νούμερο από μια παράσταση της οπερέτας, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 20 Μαρτίου 1908 υπό τη διεύθυνση του Julius Spielmann. Ωστόσο, στην ηχογράφηση του ντουέτου, που χρησιμοποιείται γ
ια την ανακατασκευή του Tonbild, τραγουδάει ο Max Steidl, ο οποίος ήταν επίσης μέλος του New Operetta Theatre στο Βερολίνο και πιθανότατα ήταν το δεύτερο καστ σε αυτόν τον ρόλο, και η Mizzi Wirth».

Στις 31 Μαρτίου 1908 η οπερέτα, με τον τίτλο "Hárem feleség", παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο θέατρο Népszínház-Vígopera της Βουδαπέστης.

Στις ΗΠΑ ανέβηκε 
στο Weber and Fields' Music Hall της Νέας Υόρκης, στις 23 Ιανουαρίου 1913, με τον τίτλο "The man with three wives".

Με τον τίτλο «Τρεις αγάπες» έχουν εντοπιστεί ελληνικές παραστάσεις της οπερέτας, από τον θίασο της Ειρήνης Βασιλάκη στο θέατρο Σαπφώ της Μυτιλήνης στις 9 Απριλίου 1921, από τον θίασο της Ροζαλίας Νίκα στην Αθήνα το 1925 κ.ά.

Όσον αφορά τη δεύτερη οπερέτα, "Die Tangokönigin", το σπαρτίτο εκδόθηκε το 1921 στη Λειψία από τον L. Doblinger.

Στις 28 Ιουλίου 1923 η οπερέτα ανέβηκε στη Βουδαπέστη με τον τίτλο "Tango királyné".

To Tango, ως ορχηστρικό από την οπερέτα "Die ideale Gattin" ηχογραφήθηκε με τον τίτλο "Die ideale Gattin: Tango" στις 15 Νοεμβρίου 1913 στο Βερολίνο από την Orchester Pedretti vom Residenz Cafe (Gramophone 13301r -3-940555 & 2-10703 3-940571 13093 13118).

Αυτή είναι και η μόνη ηχογράφηση του Tango που εντοπίστηκε μέχρι τώρα (βλ. εδώ μία σύγχρονη εκτέλεση μόνο με πιάνο). Το γεγονός ότι καμία από τις τρεις οπερέτες του Franz Lehár, η αρχική "Der Göttergatte" του 1904 και οι δύο αναθεωρημένες εκδοχές της, "Die ideale Gattin" του 1913 και "Die Tangokönigin" του 1921, δεν γνώρισαν επιτυχία και εξαφανίστηκαν από το ρεπερτόριο επηρέασε ως φαίνεται και την παρουσία τους στη δισκογραφία.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[1.Γερμανικό λιμπρέτο: Bauer Julius
2. Γερμανικό λιμπρέτο: Brammer Julius - Grünwald Alfred]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Δημητριάδης Τέτος, αντρική χορωδία [Δημητρακόπουλος Χρήστος, Κοντογιώργης Νώντας]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μαντολινάτα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Cibelli Alfredo
Χρονολογία ηχογράφησης:
13/4/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
68815-B
Αριθμός μήτρας:
CVE 38461
Διάρκεια:
3:47
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_68815_TreisAgapes
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Τρεις αγάπες", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4838

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η εν λόγω ηχογράφηση συντίθεται από τη διασκευή αποσπασμάτων από δύο ντουέτα που προέρχονται από ισάριθμες οπερέτες του Franz Lehár.

Το πρώτο, από την αρχή της ηχογράφησης μέχρι 00:40'' και από το 01:51'' μέχρι το 02:37'', αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ντουέτου των Coralie - Major "Liebchen komm", γνωστό και ως "Wahrlich wie ein Troubadour", από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Mann mit den drei Frauen" (Ο άντρας με τις τρεις συζύγους), σε μουσική του Franz Lehár και γερμανικό λιμπρέτο του Julius Bauer, το οποίο βασίζεται στη γαλλική κωμωδία του Alexandre Bisson "Le Contrôleur des wagons-lits" (1898). Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στις 21 Ιανουαρίου 1908, στο Theater an der Wien.

Το δεύτερο, από το 00:41'' μέχρι το 1:50'' και από 2:38''  μέχρι το τέλος της ηχογράφησης, αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ντουέτου των Manoletta - Leandro "Tango: Bei Valparaiso in der Schenke" από τη δεύτερη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Die Tangokönigin", σε γερμανικό λιμπρέτο των Julius Brammer και Alfred Grünwald. Η οπερέτα, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 1921 στο Appolo-Theatre της Βιέννης, αποτελεί τη δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή της οπερέτας του συνθέτη "Der Göttergatte", σε λιμπρέτο Victor Léon και Leo Stein, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 20 Ιανουαρίου 1904 στο Calrtheater της Βιέννης. Είχε προηγηθεί η πρώτη αναθεώρηση της οπερέτας με τον τίτλο "Die ideale Gattin", σε λιμπρέτο Julius Brammer και Alfred Grünwald, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Οκτωβρίου 1913 στο Theater an der Wien στη Βιέννη.

To Tango συμπεριλαμβάνεται σε ορχηστρική μορφή, ως Nr. 17, με τον τίτλο "Tanzszene" και στην τρίτη πράξη της οπερέτας "Die ideale Gattin".

Η παρούσα εκτέλεση με τον Τέτο Δημητριάδη περιλαμβάνεται στην ελληνική παρτιτούρα με τίτλο «Τρεις αγάπες - Τάγγο», η οποία κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη από τις εκδόσεις J. D' Andria.

Το σπαρτίτο της πρώτης οπερέτας, "Der Mann mit den drei Frauen", εκδόθηκε το 1907 από τον Ludwig Doblinger (Bernhard Herzmansky) και το λιμπρέτο το 1908 από τον ίδιο εκδότη.

Αποσπάσματα από την οπερέτα, μεταξύ αυτών και το ντουέτο, ηχογραφήθηκαν την ίδια χρονιά που ανέβηκε η οπερέτα από λυρικούς τραγουδιστές που συμμετείχαν στις παραστάσεις της Βιέννης ή/και του Βερολίνου (πρεμιέρα 20 Μαρτίου 1908 στο New Operetta Theatre).
Ενδεικτικά:

- "Liebchen komm", Mizzi Wirth - Oskar Braun, Βερολίνο, Μάιος 1908 (Odeon 50495)
- "Liebchen, komm in mein Stübchen", Louise Kartousch - Karl Streitmann, Βιέννη, 1908 (Gramophone 12185 u - 2-44330)
- "Liebchen, komm in mein Stübchen", Lotte Klein  - Ludwig Herold, Βιέννη, 1908 (Gramophone 12192 u - X-24307)
- "Liebchen, komm' und öffne dein Stübchen", Mizzi Wirth - Max Steidl, Βερολίνο, 1908 (Gramophone 12582 u - 2-44356). Σε αυτή την ηχογράφηση βασίζεται το tonbild του 1908 "Liebchen, komm in mein Stübchen", της γερμανικής εταιρείας Alfred Duskes Cinophon Fabrik (Berlin). Αναφέρεται σχετικά στον ιστότοπο https://www.filmportal.de:

«Οι τίτλοι της ταινίας ανακοινώνουν τους Mizzi Wirth και Oskar Braun ως ηθοποιούς και τραγουδιστές του New Operetta Theatre στο Βερολίνο για αυτή την ηχητική εικόνα. Θεωρείται ότι οι δυο τους ερμηνεύουν μπροστά στην κάμερα ένα νούμερο από μια παράσταση της οπερέτας, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 20 Μαρτίου 1908 υπό τη διεύθυνση του Julius Spielmann. Ωστόσο, στην ηχογράφηση του ντουέτου, που χρησιμοποιείται γ
ια την ανακατασκευή του Tonbild, τραγουδάει ο Max Steidl, ο οποίος ήταν επίσης μέλος του New Operetta Theatre στο Βερολίνο και πιθανότατα ήταν το δεύτερο καστ σε αυτόν τον ρόλο, και η Mizzi Wirth».

Στις 31 Μαρτίου 1908 η οπερέτα, με τον τίτλο "Hárem feleség", παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο θέατρο Népszínház-Vígopera της Βουδαπέστης.

Στις ΗΠΑ ανέβηκε 
στο Weber and Fields' Music Hall της Νέας Υόρκης, στις 23 Ιανουαρίου 1913, με τον τίτλο "The man with three wives".

Με τον τίτλο «Τρεις αγάπες» έχουν εντοπιστεί ελληνικές παραστάσεις της οπερέτας, από τον θίασο της Ειρήνης Βασιλάκη στο θέατρο Σαπφώ της Μυτιλήνης στις 9 Απριλίου 1921, από τον θίασο της Ροζαλίας Νίκα στην Αθήνα το 1925 κ.ά.

Όσον αφορά τη δεύτερη οπερέτα, "Die Tangokönigin", το σπαρτίτο εκδόθηκε το 1921 στη Λειψία από τον L. Doblinger.

Στις 28 Ιουλίου 1923 η οπερέτα ανέβηκε στη Βουδαπέστη με τον τίτλο "Tango királyné".

To Tango, ως ορχηστρικό από την οπερέτα "Die ideale Gattin" ηχογραφήθηκε με τον τίτλο "Die ideale Gattin: Tango" στις 15 Νοεμβρίου 1913 στο Βερολίνο από την Orchester Pedretti vom Residenz Cafe (Gramophone 13301r -3-940555 & 2-10703 3-940571 13093 13118).

Αυτή είναι και η μόνη ηχογράφηση του Tango που εντοπίστηκε μέχρι τώρα (βλ. εδώ μία σύγχρονη εκτέλεση μόνο με πιάνο). Το γεγονός ότι καμία από τις τρεις οπερέτες του Franz Lehár, η αρχική "Der Göttergatte" του 1904 και οι δύο αναθεωρημένες εκδοχές της, "Die ideale Gattin" του 1913 και "Die Tangokönigin" του 1921, δεν γνώρισαν επιτυχία και εξαφανίστηκαν από το ρεπερτόριο επηρέασε ως φαίνεται και την παρουσία τους στη δισκογραφία.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[1.Γερμανικό λιμπρέτο: Bauer Julius
2. Γερμανικό λιμπρέτο: Brammer Julius - Grünwald Alfred]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Δημητριάδης Τέτος, αντρική χορωδία [Δημητρακόπουλος Χρήστος, Κοντογιώργης Νώντας]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μαντολινάτα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Cibelli Alfredo
Χρονολογία ηχογράφησης:
13/4/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
68815-B
Αριθμός μήτρας:
CVE 38461
Διάρκεια:
3:47
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_68815_TreisAgapes
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Τρεις αγάπες", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4838

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης