Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει διασκευή με ελληνικούς στίχους του Φ. Μπακάλη του αγγλικού τραγουδιού "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e" σε μουσική και στίχους του Βρετανού Harry Carlton.
Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1928 από τον οίκο Lawrence Right Music Co. Ltd. Κυκλοφόρησε επίσης στις ΗΠΑ (βλ. εδώ) καθώς και στη Γαλλία (βλ. εδώ).
Το τραγούδι σύντομα εξελίχθηκε σε παγκόσμιο hit και ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία με διάφορες μορφές και σε διάφορες περιοχές και γλώσσες. Ενδεικτικά:
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e", Six Jumping Jacks - Tom Stacks, Νέα Υόρκη, 16 Μαΐου 1928 (Brunswick 3940 – E27559).
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e", Paul Whiteman and his Orchestra, Νέα Υόρκη, 17 Μαΐου 1928 (Columbia W 146291 – 4951).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", Jack Hylton and his Orchestra, Λονδίνο, 21 Ιουνίου 1928 (HMV Bb 13567-1 – B 5501).
– "Constantinople", Tanz-Orchestre Dajos Béla, Βερολίνο, 16 Αυγούστου 1928 (Odeon Be-6998-2 – O-2548).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", M. Alibert, Παρίσι, Νοέμβριος 1928 (Pathé N. 201374 – X. 3647).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", Bidgood's Broadcasters – Harry Fay, Λονδίνο, 1928 (Broadcast – Z. 401 – 227 A).
– "Konstantinopel", Kees Pruis, Βερολίνο, 1928 (Homocord 4-5971).
– "Constantinople", Leslie Sarony, Λονδίνο, 1928 (Edison Bell Radio 88083 – 837).
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-a", Juan Pulido, Νέα Υόρκη, 31 Ιανουαρίου 1929 (Victor BVE-49903 – 46105).
Όπως επισημαίνει ο Stathis Gauntlett (Gauntlett, 2003: 32), η παρούσα ηχογράφηση κυκλοφόρησε και από τη His Master's Voice Αυστραλίας με αριθμό EB54 και περιλαμβάνεται στον αυστραλιανό δισκογραφικό κατάλογο που εξέδωσε η εταιρεία το 1934.
Το τραγούδι με τίτλο «Κωνσταντινόπλ φοξ» ηχογραφήθηκε και από τον Μιχάλη Θωμάκο στην Αθήνα το 1928 (Columbia UK 20494 – 8347).
Η ελληνική παρτιτούρα εκδόθηκε το 1928 στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο – Κωνσταντινίδη – Σταρρ (βλ. εδώ και εδώ). Παρτιτούρα με αγγλικούς και γαλλικούς στίχους κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από το περιοδικό «Έρως» (βλ. εδώ).
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.) δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία αργά ή γρήγορα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, αγοράζονται από μεγαλύτερες εταιρείες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει διασκευή με ελληνικούς στίχους του Φ. Μπακάλη του αγγλικού τραγουδιού "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e" σε μουσική και στίχους του Βρετανού Harry Carlton.
Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1928 από τον οίκο Lawrence Right Music Co. Ltd. Κυκλοφόρησε επίσης στις ΗΠΑ (βλ. εδώ) καθώς και στη Γαλλία (βλ. εδώ).
Το τραγούδι σύντομα εξελίχθηκε σε παγκόσμιο hit και ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία με διάφορες μορφές και σε διάφορες περιοχές και γλώσσες. Ενδεικτικά:
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e", Six Jumping Jacks - Tom Stacks, Νέα Υόρκη, 16 Μαΐου 1928 (Brunswick 3940 – E27559).
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-e", Paul Whiteman and his Orchestra, Νέα Υόρκη, 17 Μαΐου 1928 (Columbia W 146291 – 4951).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", Jack Hylton and his Orchestra, Λονδίνο, 21 Ιουνίου 1928 (HMV Bb 13567-1 – B 5501).
– "Constantinople", Tanz-Orchestre Dajos Béla, Βερολίνο, 16 Αυγούστου 1928 (Odeon Be-6998-2 – O-2548).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", M. Alibert, Παρίσι, Νοέμβριος 1928 (Pathé N. 201374 – X. 3647).
– "C.o.n.s.t.a.n.t.i.n.o.p.l.e", Bidgood's Broadcasters – Harry Fay, Λονδίνο, 1928 (Broadcast – Z. 401 – 227 A).
– "Konstantinopel", Kees Pruis, Βερολίνο, 1928 (Homocord 4-5971).
– "Constantinople", Leslie Sarony, Λονδίνο, 1928 (Edison Bell Radio 88083 – 837).
– "C-o-n-s-t-a-n-t-i-n-o-p-l-a", Juan Pulido, Νέα Υόρκη, 31 Ιανουαρίου 1929 (Victor BVE-49903 – 46105).
Όπως επισημαίνει ο Stathis Gauntlett (Gauntlett, 2003: 32), η παρούσα ηχογράφηση κυκλοφόρησε και από τη His Master's Voice Αυστραλίας με αριθμό EB54 και περιλαμβάνεται στον αυστραλιανό δισκογραφικό κατάλογο που εξέδωσε η εταιρεία το 1934.
Το τραγούδι με τίτλο «Κωνσταντινόπλ φοξ» ηχογραφήθηκε και από τον Μιχάλη Θωμάκο στην Αθήνα το 1928 (Columbia UK 20494 – 8347).
Η ελληνική παρτιτούρα εκδόθηκε το 1928 στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο – Κωνσταντινίδη – Σταρρ (βλ. εδώ και εδώ). Παρτιτούρα με αγγλικούς και γαλλικούς στίχους κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από το περιοδικό «Έρως» (βλ. εδώ).
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.) δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία αργά ή γρήγορα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, αγοράζονται από μεγαλύτερες εταιρείες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ