Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι

Η παρούσα ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1927 στη Νέα Υόρκη από τον Τέτο Δημητριάδη, πρόσωπο-κλειδί της δισκογραφίας των Ελλήνων στις ΗΠΑ, ο οποίος εμφανίζεται στην ετικέτα του δίσκου ως Τάκης Νικολάου, ένα από ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε. Περιλαμβάνει ένα από τα τραγούδια της ελληνόφωνης δισκογραφίας με αναφορά στο χασίς, τα επονομαζόμενα «χασικλίδικα».

Για την ινδική κάνναβη, το χασίς και αυτή την κατηγορία τραγουδιών σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 9: 17-19):

«Η ινδική κάνναβη, το φυτό απ’ όπου παράγεται το χασίς καθώς και μια μεγάλη σειρά από άλλα προϊόντα (φυτικές κλωστές, σχοινιά, χαρτί, φαρμακευτικά προϊόντα, φωτιστικό λάδι, ύφασμα για ρούχα και πανιά πλοίων κλπ.), καλλιεργούνταν ευρύτατα και ελεύθερα στον ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1920.

Η καλλιέργειά της οργανώθηκε συστηματικά από το 1880 και μετά. Σε περιοχές του νομού Αρκαδίας η παραγωγή έφτανε ετησίως τις 40.000 - 50.000 οκάδες χασίς, δηλαδή γύρω στους 50-65 τόνους σε κιλά. Παρόμοια ήταν η κατάσταση στους νομούς Αργολίδας, Κορινθίας, Ηλείας και αργότερα στη Μακεδονία και στην Κρήτη.

Την ίδια περίοδο, ίσως και παλαιότερα, το καλλιεργούσαν σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση και οι αγρότες στην Δυτική Μικρά Ασία, στην ενδοχώρα της Σμύρνης, στην Προύσα, στο Αφιόν Καραχισάρ και αλλού. Ήταν ένα φυτό οικείο στους Έλληνες καλλιεργητές, πολλοί από τους οποίους ζούσαν από την εκμετάλλευσή του και μόνο.

Οι γνωστές ευφορικές της ιδιότητες -σε λελογισμένη χρήση- καθώς και οι πολλαπλές ευεργετικές φαρμακευτικές της ικανότητες, την είχαν καταστήσει λίαν συμπαθή σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, απελευθερωμένο και μη. Η χρήση του ήταν περισσότερο διαδεδομένη βεβαίως μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, κ.α., εξαιτίας και της απαγόρευσης της κατανάλωσης οινοπνευματωδών στις περιοχές αυτές, για θρησκευτικούς λόγους.

Μια σειρά φυσικά προϊόντα που θεωρούνταν ευφορικές ουσίες -μερικά θεωρούνται ακόμη- και των οποίων η χρήση δεν απαγορεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα, όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη, ο καφές κ.ά., πέρασαν στη θεματολογία του ρεμπέτικου και όχι μόνο. Τα τραγούδια αυτά θεωρούνται, ως σήμερα, σημαντικά στοιχεία της αστικής λαογραφίας και ποτέ δεν κατηγορήθηκαν οι δημιουργοί τους επειδή κατέγραψαν, πρόβαλαν ή χρησιμοποίησαν τέτοια θέματα.

Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα της ελεύθερης καλλιέργειας, διακίνησης και χρήσης του χασίς που δεν υπέκειντο σε κανέναν περιορισμό ή απαγόρευση και θεωρούνταν κάτι φυσικό και νόμιμο, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια με σχετικές αναφορές.

Την περίοδο από το 1850 ως το 1922 εντοπίζονται τραγούδια, είτε παραδοσιακά είτε της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία καταγράφουν τα φαινόμενα της χρήσης του χασίς και τα αρνητικά αποτελέσματα της κατάχρησής του. [...]

Τα πρώτα τραγούδια τέτοιας θεματολογίας, εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας με ελληνικούς πληθυσμούς, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μεταφέρθηκαν με τις περιοδείες των κομπανιών στην απελευθερωμένη Ελλάδα κατά το διάστημα από το 1875 ως 1922, αλλά και στον χώρο των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, πολλά από τα οποία πέρασαν εκεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία.

Γενικότερα για τα τραγούδια του ελληνόφωνου ρεπερτορίου τα οποία αναφέρονται γενικότερα στις εξαρτησιογόνες "ουσίες", νόμιμες και παράνομες, επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2008: 13):

«Πρόκειται για ένα υλικό που ξεπερνά τις δύο χιλιάδες τραγούδια, που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν για πάνω από εκατό χρόνια στους χώρους που κινήθηκαν, κινούνται και ζουν Έλληνες.

Για πολλά χρόνια εθεωρείτο, και η πλειοψηφία το πιστεύει ακόμη, ότι τα τραγούδια σχετικά με τις απαγορευθείσες -μετά τις σχετικές νομοθεσίες του 1932 και 1936- ουσίες, όπως το χασίς, η ηρωίνη και η κοκαΐνη, κατεγράφησαν μόνο μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια που κυριάρχησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου.

Όμως σήμερα που κατέχουμε με μεγάλη πληρότητα το "σώμα" της ελληνικής δισκογραφίας της εποχής της "ελεύθερης δημιουργίας", δηλαδή πριν από την εφαρμογή της προληπτικής λογοκρισίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αποδεικνύεται ότι ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών και ερμηνευτών από τον χώρο της οπερέτας, της επιθεώρησης και του ελαφρού τραγουδιού, συμμετείχαν στη δημιουργία και παρουσίαση έργων με τέτοιες θεματικές. Μια παρατήρηση ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι τα περισσότερα είναι υμνητικά των ουσιών αυτών –απαγορευμένων και μη– κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στο ρεμπέτικο.

Από τη μέχρι τώρα έρευνα στις θεματικές των λαϊκών τραγουδιών άλλων χωρών του κόσμου, αποδεικνύεται ότι τα "περί των ουσιών" τραγούδια των Ελλήνων, ιδιαίτερα των απαγορευμένων, αποτελούν παγκοσμίως την πλουσιότερη αστική λαογραφία».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη (2010, 3: 42) για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού και σε άλλα ελληνόφωνα τραγούδια: «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι”, συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».

Το πρώτο τραγούδι, «Το χασίσι», καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές στη δισκογραφία και με άλλους τίτλους, όπως «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», «Μπαρμπαγιάννης», «Η νταμίρα». Η παλαιότερη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε μάλλον στην Αμερική περίπου το 1920 (για περισσότερα σχετικά με το τραγούδι βλέπε εδώ).

«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Νικολάου Τάκης [Δημητριάδης Τέτος], Χορωδία [5 φωνών]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Βιολί, κλαρίνο, λαούτο, τσίμπαλο
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Cibelli Alfredo
Χρονολογία ηχογράφησης:
25/4/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
68812-B
Αριθμός μήτρας:
CVE 38493
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_68812_OtanSeVlepoKiErchesai
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4836
Στίχοι:
Άιντε θα πεθάνω μες στους καφενέδες
πίνοντας χασίσι απ' τους ναργελέδες
μη θυμώνεις μάτια μου κι είμαι ζαλισμένος
μ' έκανες και το 'μαθα κι είμαι πια χαμένος

Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι κι εμένα να κοιτάζεις
ξεύρε το, βρε μικρούλα μου, μες στην καρδιά με σφάζεις

Μαυροματού, μαυροφρυδού μου και καστανομαλλούσα
όταν σε γέννα η μάνα σου όλα τα δέντρα ανθούσαν

Η παρούσα ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1927 στη Νέα Υόρκη από τον Τέτο Δημητριάδη, πρόσωπο-κλειδί της δισκογραφίας των Ελλήνων στις ΗΠΑ, ο οποίος εμφανίζεται στην ετικέτα του δίσκου ως Τάκης Νικολάου, ένα από ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε. Περιλαμβάνει ένα από τα τραγούδια της ελληνόφωνης δισκογραφίας με αναφορά στο χασίς, τα επονομαζόμενα «χασικλίδικα».

Για την ινδική κάνναβη, το χασίς και αυτή την κατηγορία τραγουδιών σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 9: 17-19):

«Η ινδική κάνναβη, το φυτό απ’ όπου παράγεται το χασίς καθώς και μια μεγάλη σειρά από άλλα προϊόντα (φυτικές κλωστές, σχοινιά, χαρτί, φαρμακευτικά προϊόντα, φωτιστικό λάδι, ύφασμα για ρούχα και πανιά πλοίων κλπ.), καλλιεργούνταν ευρύτατα και ελεύθερα στον ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1920.

Η καλλιέργειά της οργανώθηκε συστηματικά από το 1880 και μετά. Σε περιοχές του νομού Αρκαδίας η παραγωγή έφτανε ετησίως τις 40.000 - 50.000 οκάδες χασίς, δηλαδή γύρω στους 50-65 τόνους σε κιλά. Παρόμοια ήταν η κατάσταση στους νομούς Αργολίδας, Κορινθίας, Ηλείας και αργότερα στη Μακεδονία και στην Κρήτη.

Την ίδια περίοδο, ίσως και παλαιότερα, το καλλιεργούσαν σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση και οι αγρότες στην Δυτική Μικρά Ασία, στην ενδοχώρα της Σμύρνης, στην Προύσα, στο Αφιόν Καραχισάρ και αλλού. Ήταν ένα φυτό οικείο στους Έλληνες καλλιεργητές, πολλοί από τους οποίους ζούσαν από την εκμετάλλευσή του και μόνο.

Οι γνωστές ευφορικές της ιδιότητες -σε λελογισμένη χρήση- καθώς και οι πολλαπλές ευεργετικές φαρμακευτικές της ικανότητες, την είχαν καταστήσει λίαν συμπαθή σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, απελευθερωμένο και μη. Η χρήση του ήταν περισσότερο διαδεδομένη βεβαίως μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, κ.α., εξαιτίας και της απαγόρευσης της κατανάλωσης οινοπνευματωδών στις περιοχές αυτές, για θρησκευτικούς λόγους.

Μια σειρά φυσικά προϊόντα που θεωρούνταν ευφορικές ουσίες -μερικά θεωρούνται ακόμη- και των οποίων η χρήση δεν απαγορεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα, όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη, ο καφές κ.ά., πέρασαν στη θεματολογία του ρεμπέτικου και όχι μόνο. Τα τραγούδια αυτά θεωρούνται, ως σήμερα, σημαντικά στοιχεία της αστικής λαογραφίας και ποτέ δεν κατηγορήθηκαν οι δημιουργοί τους επειδή κατέγραψαν, πρόβαλαν ή χρησιμοποίησαν τέτοια θέματα.

Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα της ελεύθερης καλλιέργειας, διακίνησης και χρήσης του χασίς που δεν υπέκειντο σε κανέναν περιορισμό ή απαγόρευση και θεωρούνταν κάτι φυσικό και νόμιμο, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια με σχετικές αναφορές.

Την περίοδο από το 1850 ως το 1922 εντοπίζονται τραγούδια, είτε παραδοσιακά είτε της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία καταγράφουν τα φαινόμενα της χρήσης του χασίς και τα αρνητικά αποτελέσματα της κατάχρησής του. [...]

Τα πρώτα τραγούδια τέτοιας θεματολογίας, εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας με ελληνικούς πληθυσμούς, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μεταφέρθηκαν με τις περιοδείες των κομπανιών στην απελευθερωμένη Ελλάδα κατά το διάστημα από το 1875 ως 1922, αλλά και στον χώρο των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, πολλά από τα οποία πέρασαν εκεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία.

Γενικότερα για τα τραγούδια του ελληνόφωνου ρεπερτορίου τα οποία αναφέρονται γενικότερα στις εξαρτησιογόνες "ουσίες", νόμιμες και παράνομες, επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2008: 13):

«Πρόκειται για ένα υλικό που ξεπερνά τις δύο χιλιάδες τραγούδια, που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν για πάνω από εκατό χρόνια στους χώρους που κινήθηκαν, κινούνται και ζουν Έλληνες.

Για πολλά χρόνια εθεωρείτο, και η πλειοψηφία το πιστεύει ακόμη, ότι τα τραγούδια σχετικά με τις απαγορευθείσες -μετά τις σχετικές νομοθεσίες του 1932 και 1936- ουσίες, όπως το χασίς, η ηρωίνη και η κοκαΐνη, κατεγράφησαν μόνο μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια που κυριάρχησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου.

Όμως σήμερα που κατέχουμε με μεγάλη πληρότητα το "σώμα" της ελληνικής δισκογραφίας της εποχής της "ελεύθερης δημιουργίας", δηλαδή πριν από την εφαρμογή της προληπτικής λογοκρισίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αποδεικνύεται ότι ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών και ερμηνευτών από τον χώρο της οπερέτας, της επιθεώρησης και του ελαφρού τραγουδιού, συμμετείχαν στη δημιουργία και παρουσίαση έργων με τέτοιες θεματικές. Μια παρατήρηση ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι τα περισσότερα είναι υμνητικά των ουσιών αυτών –απαγορευμένων και μη– κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στο ρεμπέτικο.

Από τη μέχρι τώρα έρευνα στις θεματικές των λαϊκών τραγουδιών άλλων χωρών του κόσμου, αποδεικνύεται ότι τα "περί των ουσιών" τραγούδια των Ελλήνων, ιδιαίτερα των απαγορευμένων, αποτελούν παγκοσμίως την πλουσιότερη αστική λαογραφία».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη (2010, 3: 42) για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού και σε άλλα ελληνόφωνα τραγούδια: «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι”, συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».

Το πρώτο τραγούδι, «Το χασίσι», καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές στη δισκογραφία και με άλλους τίτλους, όπως «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», «Μπαρμπαγιάννης», «Η νταμίρα». Η παλαιότερη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε μάλλον στην Αμερική περίπου το 1920 (για περισσότερα σχετικά με το τραγούδι βλέπε εδώ).

«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Νικολάου Τάκης [Δημητριάδης Τέτος], Χορωδία [5 φωνών]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Βιολί, κλαρίνο, λαούτο, τσίμπαλο
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Cibelli Alfredo
Χρονολογία ηχογράφησης:
25/4/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
68812-B
Αριθμός μήτρας:
CVE 38493
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_68812_OtanSeVlepoKiErchesai
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4836
Στίχοι:
Άιντε θα πεθάνω μες στους καφενέδες
πίνοντας χασίσι απ' τους ναργελέδες
μη θυμώνεις μάτια μου κι είμαι ζαλισμένος
μ' έκανες και το 'μαθα κι είμαι πια χαμένος

Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι κι εμένα να κοιτάζεις
ξεύρε το, βρε μικρούλα μου, μες στην καρδιά με σφάζεις

Μαυροματού, μαυροφρυδού μου και καστανομαλλούσα
όταν σε γέννα η μάνα σου όλα τα δέντρα ανθούσαν

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης