Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. H γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, όπως ο εξωτισμός, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Η παρούσα ηχογράφηση σκιαγραφεί με χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διαλεκτική, πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ των διαφόρων ρεπερτορίων και αισθητικών τάσεων και ρευμάτων.
Το τραγούδι «Με χαρές και με τραγούδια» προέρχεται από τη δεύτερη πράξη (δέκατη όγδοη σκηνή) της τρίπρακτης οπερέτας “Die Csárdásfürstin” (Η πριγκίπισσα της Τσάρντας), σε μουσική του Emmerich Kálmán και λιμπρέτο των Leo Stein και Bela Jenbach. Πρόκειται για το ντουέτο “Tanzen möcht ich - Tausend kleine Engel” (Nr. 12 Duett) διασκευασμένο με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τον νεαρό πρίγκιπα Edwin Ronald και την τραγουδίστρια Sylva Varescu (δες την πλοκή εδώ και το λιμπρέτο εδώ).
Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με τις εγγύς ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, αυτή την ετερότητα ενσαρκώνει η ηρωίδα Sylva Varescu, μια δημοφιλής χορεύτρια και τραγουδίστρια από τη Βουδαπέστη, η οποία, παρά τις προσπάθειες της να ανελιχθεί στην κοινωνική ιεραρχία, θα περιοριστεί στον ρόλο της «πριγκίπισσας της Τσάρντας» ή -κατά άλλες εκδοχές του έργου- της «τσιγγάνας πριγκίπισσας». Αξίζει να σημειωθεί ότι το Csárdás (ή Czárdás) είναι είδος λαϊκού χορού που απαντάται στην Ουγγαρία και στις γύρω περιοχές και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα στοιχεία του λεγόμενου “style hongrois”.
Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο, από τον οποίο αντλήθηκαν τα μουσικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν το style hongrois: o έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης και η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (η οποία δύναται αδρώς να θεωρηθεί ως παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Το style hongrois, ως ένα αμάλγαμα ουγγρικών και τσιγγάνικων εξωτικών μουσικών στοιχείων επηρέασε σημαντικά τη βιεννέζικη οπερέτα (βλ. Lange, 2021), για τους εκπροσώπους της οποίας, όπως ο Emmerich Kálmán, o Johan Strauss II και ο Franz Lehár, αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για την αναπαράσταση των «εκ των έσω Άλλων» της Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, στην παρούσα ηχογράφηση δεν εντοπίζονται στοιχεία εξωτισμού στο μουσικό ή στο στιχουργικό μέρος. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για δύο λόγους: α) η παρουσία του εξωτισμού σε ένα μουσικοθεατρικό έργο δεν συνεπάγεται την ολοκληρωτική του αισθητική κυριαρχία σε αυτό και β) η οπερέτα, ως είδος μαζικής διασκέδασης, επιδεικνύει σταθερά υφολογική ανοιχτότητα κυρίως στην προσθήκη δημοφιλών χορών.
Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauß-Theater της Βιέννης στις 17 Νοεμβρίου 1915 και παίχτηκε μέχρι τον Μάιο του 1917, συμπληρώνοντας 533 παραστάσεις. Αποτέλεσε μία από τις πιο επιτυχημένες και πιο διαχρονικές οπερέτες του συνθέτη, διασκευάστηκε σε διάφορες γλώσσες και ανέβηκε, με διάφορους τίτλους, σε θεατρικές σκηνές πόλεων της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Ενδεικτικά:
– Τον Σεπτέμβριο του 1916, ως “Csárdásfurstinnan”, στο Stora Teatern του Γκέτεμποργκ και στο Oscarsteatern της Στοκχόλμης
– Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, με τον πρωτότυπο τίτλο, στο Neues Operetten-Theater του Αμβούργου
– Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ως “Csárdáskirálynö”, στο Király Színház της Βουδαπέστης
– Στις 4 Απριλίου 1917, ως “Księżniczka czardasza”, στη Βαρσοβία
– Στις 24 Σεπτεμβρίου 1917, ως “The Riviera Girl”, στο New Amsterdam Theater της Νέας Υόρκης
– Το 1917, ως “Varietéfurstinnan”, στο Apolloteatern στο Ελσίνκι
– Στις 16 Απριλίου 1921, ως “La princesa de la Czarda”, στο Teatro Novedades της Βαρκελώνης
– Στις 20 Μαΐου 1921, ως “The Gipsy Princess”, στο Prince of Wales Theatre του Λονδίνου
– Στις 12 Μαρτίου 1930, ως “Princesse Czardas”, στο Théâtre du Trianon-Lyrique του Παρισιού
– Στις 4 Ιουλίου 1936, ως “The Gipsy Princess”, στο Theatre Royal του Σίδνεϋ
Ενδεικτικές της επιτυχίας της είναι και οι κινηματογραφικές μεταφορές της, οι οποίες αριθμούν εφτά ταινίες και καλύπτουν περίοδο 62 ετών:
– “Die Csárdásfürstin”, αυστριακής παραγωγής, 1919
– “Die Csárdásfürstin”, ουγγρικής παραγωγής, 1927
– “Die Csárdásfürstin”, γερμανικής παραγωγής, 1934
– “Сильва”, παραγωγής ΕΣΣΔ, 1944
– “Die Csárdásfürstin”, δυτικογερμανικής παραγωγής, 1951
– “Die Csárdásfürstin”, παραγωγής Δυτικής Γερμανίας-Αυστρίας-Ουγγαρίας, 1971
– “Сильва”, τηλεοπτική ταινία παραγωγής ΕΣΣΔ, 1981
Το ντουέτο ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και περιοχές του πλανήτη, είτε με τη μορφή τραγουδιού, σε κάποιες περιπτώσεις από έναν μόνο ερμηνευτή, είτε σε ορχηστρική μορφή. Ενδεικτικά:
– “Tanzen möcht ich”, Jacques Rotter, Βιέννη, γύρω στα 1915 (Columbia 68497 – D-7535)
– “Csárdáshercegnő, Kozák Gábor cigányzenekara, πιθανώς Βουδαπέστη, 1915 (Diadal 58147 – D 1476)
– “Tanzen möcht ich”, Hans Gollé, Βιέννη, 1916-1917 (Odeon [Ve] 904 - A 306491 και επανέκδοση Odeon USA Am 3009)
– “Tanzen möcht ich, Walzer”, Orchestre Harmonie de Bischeim, Στρασβούργο, 28 Ιουλίου 1920 (Gramophone 21724u – 2-230608 & K944)
– “Walc”, Lucyna Szczepańska, Βαρσοβία, 1935 (Syrena-Electro 26636 – 9576)
– “Дуэт Сильвы и Эдвина” (Duet of Silva and Edwin), Е. Я. Лебедева - М. А. Качалов (Eudokia Lebedeva – Mikhail Kachalov), Μόσχα, Μάρτιος-Μάιος 1941 (Aprelevka Plant 10834 – 10834)
Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού, με στίχους αγνώστου, διαφορετικούς από αυτούς της παρούσας ηχογράφησης, περιλαμβάνεται στις σελίδες 5 και 6 (incipit: Θα φωνάξω και θα τρέξω) της 12σέλιδης έκδοσης «Η πριγκήπισσα του Τσάρντας», η οποία αποτελεί απάνθισμα από διασκευές-συρραφές σε μέρη του έργου όπως τραγούδια και ντουέτα, και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαϊτάνου (βλ. εδώ) και τις εκδόσεις Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδου – Σταρρ (βλ. εδώ).
Η οπερέτα, με τον τίτλο «Η πριγκήπισσα του Τζάρδας», παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Ελληνικό Μουσικό Θίασο Έλσας Ένκελ στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στην πλατεία Λαού, στις 11 Μαρτίου 1919, σε μετάφραση και διεύθυνση ορχήστρας του Ι. Βεργωτή (βλ. εδώ και ενδεικτικά για άλλες παραστάσεις του έργου εδώ, εδώ και εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. H γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, όπως ο εξωτισμός, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Η παρούσα ηχογράφηση σκιαγραφεί με χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διαλεκτική, πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ των διαφόρων ρεπερτορίων και αισθητικών τάσεων και ρευμάτων.
Το τραγούδι «Με χαρές και με τραγούδια» προέρχεται από τη δεύτερη πράξη (δέκατη όγδοη σκηνή) της τρίπρακτης οπερέτας “Die Csárdásfürstin” (Η πριγκίπισσα της Τσάρντας), σε μουσική του Emmerich Kálmán και λιμπρέτο των Leo Stein και Bela Jenbach. Πρόκειται για το ντουέτο “Tanzen möcht ich - Tausend kleine Engel” (Nr. 12 Duett) διασκευασμένο με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τον νεαρό πρίγκιπα Edwin Ronald και την τραγουδίστρια Sylva Varescu (δες την πλοκή εδώ και το λιμπρέτο εδώ).
Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με τις εγγύς ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, αυτή την ετερότητα ενσαρκώνει η ηρωίδα Sylva Varescu, μια δημοφιλής χορεύτρια και τραγουδίστρια από τη Βουδαπέστη, η οποία, παρά τις προσπάθειες της να ανελιχθεί στην κοινωνική ιεραρχία, θα περιοριστεί στον ρόλο της «πριγκίπισσας της Τσάρντας» ή -κατά άλλες εκδοχές του έργου- της «τσιγγάνας πριγκίπισσας». Αξίζει να σημειωθεί ότι το Csárdás (ή Czárdás) είναι είδος λαϊκού χορού που απαντάται στην Ουγγαρία και στις γύρω περιοχές και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα στοιχεία του λεγόμενου “style hongrois”.
Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο, από τον οποίο αντλήθηκαν τα μουσικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν το style hongrois: o έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης και η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (η οποία δύναται αδρώς να θεωρηθεί ως παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Το style hongrois, ως ένα αμάλγαμα ουγγρικών και τσιγγάνικων εξωτικών μουσικών στοιχείων επηρέασε σημαντικά τη βιεννέζικη οπερέτα (βλ. Lange, 2021), για τους εκπροσώπους της οποίας, όπως ο Emmerich Kálmán, o Johan Strauss II και ο Franz Lehár, αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για την αναπαράσταση των «εκ των έσω Άλλων» της Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, στην παρούσα ηχογράφηση δεν εντοπίζονται στοιχεία εξωτισμού στο μουσικό ή στο στιχουργικό μέρος. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για δύο λόγους: α) η παρουσία του εξωτισμού σε ένα μουσικοθεατρικό έργο δεν συνεπάγεται την ολοκληρωτική του αισθητική κυριαρχία σε αυτό και β) η οπερέτα, ως είδος μαζικής διασκέδασης, επιδεικνύει σταθερά υφολογική ανοιχτότητα κυρίως στην προσθήκη δημοφιλών χορών.
Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauß-Theater της Βιέννης στις 17 Νοεμβρίου 1915 και παίχτηκε μέχρι τον Μάιο του 1917, συμπληρώνοντας 533 παραστάσεις. Αποτέλεσε μία από τις πιο επιτυχημένες και πιο διαχρονικές οπερέτες του συνθέτη, διασκευάστηκε σε διάφορες γλώσσες και ανέβηκε, με διάφορους τίτλους, σε θεατρικές σκηνές πόλεων της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Ενδεικτικά:
– Τον Σεπτέμβριο του 1916, ως “Csárdásfurstinnan”, στο Stora Teatern του Γκέτεμποργκ και στο Oscarsteatern της Στοκχόλμης
– Στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, με τον πρωτότυπο τίτλο, στο Neues Operetten-Theater του Αμβούργου
– Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ως “Csárdáskirálynö”, στο Király Színház της Βουδαπέστης
– Στις 4 Απριλίου 1917, ως “Księżniczka czardasza”, στη Βαρσοβία
– Στις 24 Σεπτεμβρίου 1917, ως “The Riviera Girl”, στο New Amsterdam Theater της Νέας Υόρκης
– Το 1917, ως “Varietéfurstinnan”, στο Apolloteatern στο Ελσίνκι
– Στις 16 Απριλίου 1921, ως “La princesa de la Czarda”, στο Teatro Novedades της Βαρκελώνης
– Στις 20 Μαΐου 1921, ως “The Gipsy Princess”, στο Prince of Wales Theatre του Λονδίνου
– Στις 12 Μαρτίου 1930, ως “Princesse Czardas”, στο Théâtre du Trianon-Lyrique του Παρισιού
– Στις 4 Ιουλίου 1936, ως “The Gipsy Princess”, στο Theatre Royal του Σίδνεϋ
Ενδεικτικές της επιτυχίας της είναι και οι κινηματογραφικές μεταφορές της, οι οποίες αριθμούν εφτά ταινίες και καλύπτουν περίοδο 62 ετών:
– “Die Csárdásfürstin”, αυστριακής παραγωγής, 1919
– “Die Csárdásfürstin”, ουγγρικής παραγωγής, 1927
– “Die Csárdásfürstin”, γερμανικής παραγωγής, 1934
– “Сильва”, παραγωγής ΕΣΣΔ, 1944
– “Die Csárdásfürstin”, δυτικογερμανικής παραγωγής, 1951
– “Die Csárdásfürstin”, παραγωγής Δυτικής Γερμανίας-Αυστρίας-Ουγγαρίας, 1971
– “Сильва”, τηλεοπτική ταινία παραγωγής ΕΣΣΔ, 1981
Το ντουέτο ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και περιοχές του πλανήτη, είτε με τη μορφή τραγουδιού, σε κάποιες περιπτώσεις από έναν μόνο ερμηνευτή, είτε σε ορχηστρική μορφή. Ενδεικτικά:
– “Tanzen möcht ich”, Jacques Rotter, Βιέννη, γύρω στα 1915 (Columbia 68497 – D-7535)
– “Csárdáshercegnő, Kozák Gábor cigányzenekara, πιθανώς Βουδαπέστη, 1915 (Diadal 58147 – D 1476)
– “Tanzen möcht ich”, Hans Gollé, Βιέννη, 1916-1917 (Odeon [Ve] 904 - A 306491 και επανέκδοση Odeon USA Am 3009)
– “Tanzen möcht ich, Walzer”, Orchestre Harmonie de Bischeim, Στρασβούργο, 28 Ιουλίου 1920 (Gramophone 21724u – 2-230608 & K944)
– “Walc”, Lucyna Szczepańska, Βαρσοβία, 1935 (Syrena-Electro 26636 – 9576)
– “Дуэт Сильвы и Эдвина” (Duet of Silva and Edwin), Е. Я. Лебедева - М. А. Качалов (Eudokia Lebedeva – Mikhail Kachalov), Μόσχα, Μάρτιος-Μάιος 1941 (Aprelevka Plant 10834 – 10834)
Η ελληνική παρτιτούρα του τραγουδιού, με στίχους αγνώστου, διαφορετικούς από αυτούς της παρούσας ηχογράφησης, περιλαμβάνεται στις σελίδες 5 και 6 (incipit: Θα φωνάξω και θα τρέξω) της 12σέλιδης έκδοσης «Η πριγκήπισσα του Τσάρντας», η οποία αποτελεί απάνθισμα από διασκευές-συρραφές σε μέρη του έργου όπως τραγούδια και ντουέτα, και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαϊτάνου (βλ. εδώ) και τις εκδόσεις Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδου – Σταρρ (βλ. εδώ).
Η οπερέτα, με τον τίτλο «Η πριγκήπισσα του Τζάρδας», παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Ελληνικό Μουσικό Θίασο Έλσας Ένκελ στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στην πλατεία Λαού, στις 11 Μαρτίου 1919, σε μετάφραση και διεύθυνση ορχήστρας του Ι. Βεργωτή (βλ. εδώ και ενδεικτικά για άλλες παραστάσεις του έργου εδώ, εδώ και εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ