Κείμενο του Μανώλη Σειραγάκη, Επίκουρου καθηγητή θεατρολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Βιέννη, Μιλάνο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη. Θα μπορούσε να είναι η πορεία ενός υπαρκτού ή φανταστικού ελληνικού οπερετικού θιάσου του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι τόποι ηχογράφησης των ελληνικών δίσκων οπερέτας που έχει συλλέξει ο Παναγιώτης Κουνάδης, τους οποίους μόλις παραθέσαμε.
...Αυτή είναι μία μόνο από τις άφθονες εκπλήξεις που περιμένουν τον ερευνητή που θα σκύψει στο συγκεκριμένο αρχείο. Η δεύτερη είναι η εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία οι ξένες πρεμιέρες οπερετών, στο Βερολίνο ή τη Βιέννη, στέλνουν τον απόηχό τους στην Αθήνα. Όταν λέμε απόηχο δεν εννοούμε μόνο την ηχογράφηση δίσκου με δυο τουλάχιστον τραγουδάκια τους αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, και μια ελληνική πρεμιέρα του έργου. Η χρονική αυτή απόσταση είναι κάτι που συνήθως αποτελεί δείκτη αφομοίωσης για τη θεατρική ζωή μιας χώρας της περιφέρειας. Στην περίπτωση της ελληνικής οπερέτας είναι εντυπωσιακά μικρή, από μερικούς μήνες μέχρι, το πολύ, ένα έτος. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ελληνικής οπερέτας επιβεβαιώνεται από μια ακόμη πηγή, ενώ παράλληλα μας δίνεται μια σπάνια ευκαιρία: με την παράθεση ελληνικών και ευρωπαϊκών και ελληνικών οπερετικών τραγουδιών του αρχείου μπορούμε εύκολα να συγκρίνουμε το ύφος και την ποιότητα των ντόπιων και των ξένων έργων, καταλήγοντας σε ασφαλή προσωπικά συμπεράσματα. Πάντως, οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η ελληνική οπερέτα κατέχει μια άξια θέση στη σύγκρισή της με την ευρωπαϊκή, έχουν τώρα τη στήριξη του εξειδικευμένου ερευνητή του είδους Daniel Hirschel, που υποστήριξε πρόσφατα ότι «ένας συνθέτης σαν τον Σακελλαρίδη τοποθετείται ασφαλώς στην ίδια κλίμακα με τον Φραντς Λέχαρ και τον Έμμεριχ Κάλμαν και νομίζω ότι σε μια ενοποιημένη Ευρώπη είναι πια καιρός να ανακαλυφθούν όλες οι εθνικές μουσικές θεατρικές παραδόσεις και να παρουσιαστούν εκτός τοπικών συνόρων».