Σύμφωνα με την παρτιτούρα, προέρχεται από την οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου - Γιάννη Πρινέα "Απάχηδες των Αθηνών", η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 19/8/1921 στο θέατρο "Αλάμπρα" από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή.
Με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό της συμπλήρωσης 30 χρόνων θεατρικής δράσης του Γιάννη Πρινέα, γράφει για την οπερέτα και το λιμπρέτο της ο Γιάννης Σιδέρης (βλ. εφ. "Τα παρασκήνια", Έτος Α', αρ. φ. 49, Σάββατο 22.4.1939, σελ. 5 & 7, "Οι Απάχηδες των Αθηνών"):
« [...]Το καλοκαίρι του 1915 [πρεμιέρα 22.5.1915], στο θέατρο Λαού έπαιζε ο θίασος του κ. Ζάχου Θάνου, που πιο πριν είχε σημειώσει επιτυχίες με τη "Σκούπα" του ίδιου, που κι εκείνος, όπως και ο κ. Πρινέας, έγραφε και έπαιζε. Και ανέβασε μια ηθογραφία, που είχε αρκετή επιτυχία με το Λυκούργο Καλαποθάκη, την Ειρήνη Βασιλάκη, που είνε και οι δύο πια μακαρίτες και με τον κ. Ζ. Θάνο και τον κ. Μίμη Ξύδη.
Η ηθογραφία ονομαζόταν "Πρίγκηψ Γκάγκαρης", και το λιμπρέττο ήτανε του κ. Πρινέα [η μουσική του Σπυρίδωνος Λεπενιώτη]. Ο κ. Πρινέας, αυτό το καλοκαίρι ήτανε ηθοποιός του θιάσου Κυβέλης, που έπαιζε στο θέατρο τα παληό, που δεν υπάρχει κι αυτό πια.
Κατά το 1880 είχανε καθιερωθή στο θέατρό μας εκείνα τα έργα που λέγονται «μυθιστορηματικά», τα περιπετειώδη, π .χ. ο "Ιωσίας ο ακτοφύλαξ" ο "Κόμης του Αγίου Γερμανού" και άλλα πολλά.
Λοιπόν στο θέατρον Ορφεύς, κοντά εκεί που είναι το καλοκαιρινό της κ. Ανδρεάδη, έπαιζε ο "Μένανδρος", ο θίασος των αδελφών Ταβουλάρη, πολλά παρόμοια έργα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1880 παίζει κι ένα έργο του Μπούλβερ Λάϋττον, του Λύττωνος όπως λέγανε τότε, του ίδιου συγγραφέα που είχε γράψει το "Ρισελιέ", την περίφημη δημιουργία του Λεκατσά.
Το έργο αυτό λεγότανε "Η Δέσποινα της Λυών" και το είχε μεταφράσει ο Ν. Δαμιράλης, ο συγγραφέας του το έγραψε στα 1838 και ο "Μένανδρος" το έπαιξε δυο φορές. Το έργο έχει και υπότιτλο "Η έρως και έπαρσις". Η "Δέσποινα της Λυών" τυπώθηκε στην "Θεατρική Βιβλιοθήκη" της Πόλης στα 1882.
Ένας πλούσιος περιφρονημένος βάζει ένα φτωχό να παίξη το ρόλο ενός δήθεν πρίγκηπα για να προσελκύση με τη λάμψη τού τίτλου του την σκληρή που τον περιφρόνησε, την πλούσια που με τα λεφτά του πατέρα της δε λογάριαζε κανένα. Το έργο θεατρικά είναι πάρα πολύ ωραίο και πολύ ρωμαντικό. [...]
Έχοντας λοιπόν στο νου του ο κ. Πρινέας το κοινό τού θεάτρου Λαού, που είχε τότε χαραχτήρα περισσότερο λαϊκό και δημιουργούσε τέτοιες προϋποθέσεις ακόμη και όταν συχνάζανε Αθηναίοι αριστοκράτες, απεφάσισε να διασκευάση "εις τα καθ' ημάς" αυτό το έργο και από τη "Δέσποινα της Λυών" βγήκε ο "Πρίγκηψ Γκάγκαρης".
Ας μη νομίση όμως κανείς ότι πρόκειται μόνο για μια διασκευή. Το κύριο πρόσωπο του Λάϋττον ήτανε αφορμή μονάχα, ο κ. Πρινέας άφησε τον εαυτόν του ελεύθερο και στηριγμένος στις δυνατότητες του θιάσου που θα το έπαιζε, που ο πρωταγωνιστής του, ο κ. Ζ. Θάνος, έκανε "μάγκες", πλάθει δυο θαυμαστούς τύπους, που δεν υπάρχουν στη "Δέσποινα της Λυών", δυο κωμικούς νέους μέσα σε μια υπόθεση δραματική, καθώς τα συνηθίζανε γενικά τα δράματα τα περιπετειώδη.
Αυτοί οι δυο τύποι λεγόντουσαν Χαρούπης και Φυτίλης.
Στα 1921 ο κ. Πρινέας έρχεται σε συμφωνία με τον μαέστρο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, που είχε κάνει λίγο πιο πριν μιας πρώτης γραμμής μεγάλη επιτυχία με τη "Μοντέρνα Καμαριέρα". Ο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, άνθρωπος που τις θέλει τις δουλειές του καθαρές και απολύτως φροντισμένες, καθώς το ξέρουν οι θεατρίνοι που παίξανε δικές του οπερέττες με την εποπτεία του, απαιτεί να ξαναγραφτούν οι στίχοι και να βολευθή καλύτερα το λιμπρέττο. Έτσι, παίζονται στις 19 Αυγούστου 1921, στο θέατρο "Αλάμπρα" με τον Θίασο Σαμαρτζή οι "Απάχηδες των Αθηνών", το δεύτερο όνομα του "Πρίγκηπα Γκάγκαρη".
Η ελληνική κοινωνία, ή μεσαία, εκείνη την εποχή, καθώς λέγεται, είχε λεφτά πολλά και ωρμούσε και προς το θέατρο και γοητευότανε, όταν έβλεπε ήρωες απάνω στη σκηνή που να είναι απλοί και φτωχοί, αγνοί όμως και λεβέντες, όπως ήταν ή όπως θα ποθούσανε να είναι οι περισσότεροι από αυτούς που αποτελούσαν αυτό το κοινό.
Από τη διάθεση αυτήν ακριβώς εμπνέεται ο κ. Πρινέας και πλαταίνει το μοτίβο των νεαρών του "απάχηδων" και τους παρουσιάζει καλύτερα. Πέντε είναι οι λαϊκοί τύποι, ο Πρίγκηπας, ο Καρκαλέτσος και ο Καρούμπας (έτσι βαφτίσθηκε ο Χαρούπης και ο Φυτίλης) , και ο Μπάρμπα Αντρέας και η αγνή και υπομονετική κοπέλλα του λαού, η Τιτίκα. Το κόρο, το αντρικό και το γυναικείο, είναι και αυτό η παρέα τους η ανοιχτόκαρδη, όλοι μαζί, οι "Απάχηδες".
Ο κ. Πρινέας δημιούργησε και δύο τύπους ακόμη, νεόπλουτους, άνθη της εποχής, τον Παραλή και την εύθυμη γεροντοκόρη, την Αρετούσα, που είναι καθαρώτατο δημιούργημα ελληνικό. [...]
Απάχηδες, βέβαια, όπως υπάρχουν στο Παρίσι, δεν είδε, ευτυχώς, η Αθήνα μας. Με τον όρον αυτό που είναι θεατρικώς αβανταδόρικος, εννοούνται τα μορτάκια τα απλοϊκά και τα έξυπνα, που είναι τίμια και χαρούμενα, σπουργίτια του δρόμου.
Στο βάθος, όμως, αν δεν είναι απάχηδες σαν του Παρισιού, διασώζουν όμως με τη φρασεολογία τους, με τον τόνο της ομιλίας τους και με τους θυμούς τους, έναν τύπο γνήσια αθηναϊκό, που είχε υπάρξει πριν από κάμποσα χρόνια, και που, όταν έφτασε στην υπερβολή του μέσα στη ζωή της παλαιότερης Αθήνα, τον χτύπησε αλύπητα ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο Μπαϊραχτάρης, που έμεινε ιστορικός. [...]
Όμως, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες μου, θα έπρεπε να σημειώσω το πόσο η μουσική των "Απάχηδων" έχει μιλήσει στην καρδιά του λαού μας˙ γιατί ακριβώς θα έλεγα δεν τελειοποίησε μόνο τους στίχους, αλλά αισθάνθηκε και φανέρωσε τη λαϊκή αυτή ψυχή μέσα στους τύπους που δημιούργησε ο κ. Πρινέας».
Σύμφωνα με την παρτιτούρα, προέρχεται από την οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου - Γιάννη Πρινέα "Απάχηδες των Αθηνών", η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 19/8/1921 στο θέατρο "Αλάμπρα" από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή.
Με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό της συμπλήρωσης 30 χρόνων θεατρικής δράσης του Γιάννη Πρινέα, γράφει για την οπερέτα και το λιμπρέτο της ο Γιάννης Σιδέρης (βλ. εφ. "Τα παρασκήνια", Έτος Α', αρ. φ. 49, Σάββατο 22.4.1939, σελ. 5 & 7, "Οι Απάχηδες των Αθηνών"):
« [...]Το καλοκαίρι του 1915 [πρεμιέρα 22.5.1915], στο θέατρο Λαού έπαιζε ο θίασος του κ. Ζάχου Θάνου, που πιο πριν είχε σημειώσει επιτυχίες με τη "Σκούπα" του ίδιου, που κι εκείνος, όπως και ο κ. Πρινέας, έγραφε και έπαιζε. Και ανέβασε μια ηθογραφία, που είχε αρκετή επιτυχία με το Λυκούργο Καλαποθάκη, την Ειρήνη Βασιλάκη, που είνε και οι δύο πια μακαρίτες και με τον κ. Ζ. Θάνο και τον κ. Μίμη Ξύδη.
Η ηθογραφία ονομαζόταν "Πρίγκηψ Γκάγκαρης", και το λιμπρέττο ήτανε του κ. Πρινέα [η μουσική του Σπυρίδωνος Λεπενιώτη]. Ο κ. Πρινέας, αυτό το καλοκαίρι ήτανε ηθοποιός του θιάσου Κυβέλης, που έπαιζε στο θέατρο τα παληό, που δεν υπάρχει κι αυτό πια.
Κατά το 1880 είχανε καθιερωθή στο θέατρό μας εκείνα τα έργα που λέγονται «μυθιστορηματικά», τα περιπετειώδη, π .χ. ο "Ιωσίας ο ακτοφύλαξ" ο "Κόμης του Αγίου Γερμανού" και άλλα πολλά.
Λοιπόν στο θέατρον Ορφεύς, κοντά εκεί που είναι το καλοκαιρινό της κ. Ανδρεάδη, έπαιζε ο "Μένανδρος", ο θίασος των αδελφών Ταβουλάρη, πολλά παρόμοια έργα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1880 παίζει κι ένα έργο του Μπούλβερ Λάϋττον, του Λύττωνος όπως λέγανε τότε, του ίδιου συγγραφέα που είχε γράψει το "Ρισελιέ", την περίφημη δημιουργία του Λεκατσά.
Το έργο αυτό λεγότανε "Η Δέσποινα της Λυών" και το είχε μεταφράσει ο Ν. Δαμιράλης, ο συγγραφέας του το έγραψε στα 1838 και ο "Μένανδρος" το έπαιξε δυο φορές. Το έργο έχει και υπότιτλο "Η έρως και έπαρσις". Η "Δέσποινα της Λυών" τυπώθηκε στην "Θεατρική Βιβλιοθήκη" της Πόλης στα 1882.
Ένας πλούσιος περιφρονημένος βάζει ένα φτωχό να παίξη το ρόλο ενός δήθεν πρίγκηπα για να προσελκύση με τη λάμψη τού τίτλου του την σκληρή που τον περιφρόνησε, την πλούσια που με τα λεφτά του πατέρα της δε λογάριαζε κανένα. Το έργο θεατρικά είναι πάρα πολύ ωραίο και πολύ ρωμαντικό. [...]
Έχοντας λοιπόν στο νου του ο κ. Πρινέας το κοινό τού θεάτρου Λαού, που είχε τότε χαραχτήρα περισσότερο λαϊκό και δημιουργούσε τέτοιες προϋποθέσεις ακόμη και όταν συχνάζανε Αθηναίοι αριστοκράτες, απεφάσισε να διασκευάση "εις τα καθ' ημάς" αυτό το έργο και από τη "Δέσποινα της Λυών" βγήκε ο "Πρίγκηψ Γκάγκαρης".
Ας μη νομίση όμως κανείς ότι πρόκειται μόνο για μια διασκευή. Το κύριο πρόσωπο του Λάϋττον ήτανε αφορμή μονάχα, ο κ. Πρινέας άφησε τον εαυτόν του ελεύθερο και στηριγμένος στις δυνατότητες του θιάσου που θα το έπαιζε, που ο πρωταγωνιστής του, ο κ. Ζ. Θάνος, έκανε "μάγκες", πλάθει δυο θαυμαστούς τύπους, που δεν υπάρχουν στη "Δέσποινα της Λυών", δυο κωμικούς νέους μέσα σε μια υπόθεση δραματική, καθώς τα συνηθίζανε γενικά τα δράματα τα περιπετειώδη.
Αυτοί οι δυο τύποι λεγόντουσαν Χαρούπης και Φυτίλης.
Στα 1921 ο κ. Πρινέας έρχεται σε συμφωνία με τον μαέστρο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, που είχε κάνει λίγο πιο πριν μιας πρώτης γραμμής μεγάλη επιτυχία με τη "Μοντέρνα Καμαριέρα". Ο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, άνθρωπος που τις θέλει τις δουλειές του καθαρές και απολύτως φροντισμένες, καθώς το ξέρουν οι θεατρίνοι που παίξανε δικές του οπερέττες με την εποπτεία του, απαιτεί να ξαναγραφτούν οι στίχοι και να βολευθή καλύτερα το λιμπρέττο. Έτσι, παίζονται στις 19 Αυγούστου 1921, στο θέατρο "Αλάμπρα" με τον Θίασο Σαμαρτζή οι "Απάχηδες των Αθηνών", το δεύτερο όνομα του "Πρίγκηπα Γκάγκαρη".
Η ελληνική κοινωνία, ή μεσαία, εκείνη την εποχή, καθώς λέγεται, είχε λεφτά πολλά και ωρμούσε και προς το θέατρο και γοητευότανε, όταν έβλεπε ήρωες απάνω στη σκηνή που να είναι απλοί και φτωχοί, αγνοί όμως και λεβέντες, όπως ήταν ή όπως θα ποθούσανε να είναι οι περισσότεροι από αυτούς που αποτελούσαν αυτό το κοινό.
Από τη διάθεση αυτήν ακριβώς εμπνέεται ο κ. Πρινέας και πλαταίνει το μοτίβο των νεαρών του "απάχηδων" και τους παρουσιάζει καλύτερα. Πέντε είναι οι λαϊκοί τύποι, ο Πρίγκηπας, ο Καρκαλέτσος και ο Καρούμπας (έτσι βαφτίσθηκε ο Χαρούπης και ο Φυτίλης) , και ο Μπάρμπα Αντρέας και η αγνή και υπομονετική κοπέλλα του λαού, η Τιτίκα. Το κόρο, το αντρικό και το γυναικείο, είναι και αυτό η παρέα τους η ανοιχτόκαρδη, όλοι μαζί, οι "Απάχηδες".
Ο κ. Πρινέας δημιούργησε και δύο τύπους ακόμη, νεόπλουτους, άνθη της εποχής, τον Παραλή και την εύθυμη γεροντοκόρη, την Αρετούσα, που είναι καθαρώτατο δημιούργημα ελληνικό. [...]
Απάχηδες, βέβαια, όπως υπάρχουν στο Παρίσι, δεν είδε, ευτυχώς, η Αθήνα μας. Με τον όρον αυτό που είναι θεατρικώς αβανταδόρικος, εννοούνται τα μορτάκια τα απλοϊκά και τα έξυπνα, που είναι τίμια και χαρούμενα, σπουργίτια του δρόμου.
Στο βάθος, όμως, αν δεν είναι απάχηδες σαν του Παρισιού, διασώζουν όμως με τη φρασεολογία τους, με τον τόνο της ομιλίας τους και με τους θυμούς τους, έναν τύπο γνήσια αθηναϊκό, που είχε υπάρξει πριν από κάμποσα χρόνια, και που, όταν έφτασε στην υπερβολή του μέσα στη ζωή της παλαιότερης Αθήνα, τον χτύπησε αλύπητα ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο Μπαϊραχτάρης, που έμεινε ιστορικός. [...]
Όμως, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες μου, θα έπρεπε να σημειώσω το πόσο η μουσική των "Απάχηδων" έχει μιλήσει στην καρδιά του λαού μας˙ γιατί ακριβώς θα έλεγα δεν τελειοποίησε μόνο τους στίχους, αλλά αισθάνθηκε και φανέρωσε τη λαϊκή αυτή ψυχή μέσα στους τύπους που δημιούργησε ο κ. Πρινέας».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ