Το τραγούδι πρόερχεται από την ηθογραφική οπερέτα των Β. Παπαδημητρίου - Παπαγεωργίου "Κανταδόροι", η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 14 Ιουνίου 1928 στο θέατρο "Λαού" από τον μουσικό θίασο της Ειρήνης Βασιλάκη.
Στην παράσταση συμμετείχαν οι: Ειρήνη Βασιλάκη, Τερέζα Κολοτούρου, Μαρ. Φελίτση, Νίνα Σύλβα, Ν. Αφεντάκης, Α. Χρυσοχόος, Κύρος, Ν. Σύλβας, Βασιλάκης, Κωνσταντινίδης, Ν. Παρασκευόπουλος κ.ά.
Σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο - Κωνσταντινίδη - Σταρρ με τίτλο "Ναζιάρα" δημιουργός είναι ο Β. Παπαδημητρίου.
Η οπερέτα παρουσιάστηκε στην ελληνική ομογένεια της Νέας Υόρκης με τον τίτλο "Οι κανταδόροι της Αθήνας" στις 26 Οκτωβρίου 1930 στο "Lyric Theatre" από τον θίασο "Ελληνική Οπερέτα". Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Εθνικός Κήρυξ" (αρ. φ. 5660, Σάββατο 25.10.1930, σελ. 5) στην παράσταση συμμετείχαν οι: Ειρήνη Βασιλάκη (Φλώρα), Άγγελος Κύρος (Τάκης), Πέρσα Βλάχου (Μαριέτα), Λίζα Κουρούκλη (Λιλή), Γεράσιμος Κουρούκλης (πλούσιος εραστής), Γιάννης Ιωαννίδης (Τζερεμές) κ.ά.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
Το τραγούδι πρόερχεται από την ηθογραφική οπερέτα των Β. Παπαδημητρίου - Παπαγεωργίου "Κανταδόροι", η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 14 Ιουνίου 1928 στο θέατρο "Λαού" από τον μουσικό θίασο της Ειρήνης Βασιλάκη.
Στην παράσταση συμμετείχαν οι: Ειρήνη Βασιλάκη, Τερέζα Κολοτούρου, Μαρ. Φελίτση, Νίνα Σύλβα, Ν. Αφεντάκης, Α. Χρυσοχόος, Κύρος, Ν. Σύλβας, Βασιλάκης, Κωνσταντινίδης, Ν. Παρασκευόπουλος κ.ά.
Σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο - Κωνσταντινίδη - Σταρρ με τίτλο "Ναζιάρα" δημιουργός είναι ο Β. Παπαδημητρίου.
Η οπερέτα παρουσιάστηκε στην ελληνική ομογένεια της Νέας Υόρκης με τον τίτλο "Οι κανταδόροι της Αθήνας" στις 26 Οκτωβρίου 1930 στο "Lyric Theatre" από τον θίασο "Ελληνική Οπερέτα". Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Εθνικός Κήρυξ" (αρ. φ. 5660, Σάββατο 25.10.1930, σελ. 5) στην παράσταση συμμετείχαν οι: Ειρήνη Βασιλάκη (Φλώρα), Άγγελος Κύρος (Τάκης), Πέρσα Βλάχου (Μαριέτα), Λίζα Κουρούκλη (Λιλή), Γεράσιμος Κουρούκλης (πλούσιος εραστής), Γιάννης Ιωαννίδης (Τζερεμές) κ.ά.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ