Στο παζάρι

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία σύντομα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, οι μικρές αυτές εταιρείες αγοράζονται από μεγαλύτερες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.

Η εν λόγω ηχογράφηση αφορά το γνωστό, παιδικό κυρίως τραγούδι σήμερα, «Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι». Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί επανέκδοση του δίσκου της Columbia DG 6517.

Ως θεματολογία, το τραγούδι δανείζεται την ιστορία που μπαίνει στην δισκογραφία της Θεσσαλονίκης, προϊόν της δυναμικής σεφαραδίτικης παράδοσης που για αιώνες έχει αναπτυχθεί στην πόλη. Θα πρέπει να αναφερθεί πως κατά την ύστερη Οθωμανική περίοδο, η απογραφή που ξεκίνησε το 1880, της οποίας τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν το 1893, έδειξε πως στην πόλη της Θεσσαλονίκης ζούσαν 36985 Έλληνες, 34523 Εβραίοι, 29489 Μουσουλμάνοι, 1117 Βούλγαροι, 471 Καθολικοί και 149 Αρμένιοι (βλ. Karpa, 1978).

Το τραγούδι ηχογραφείται δύο φορές, από τον Jacob Algava, πριν το 1912, δηλαδή, πριν την προσάρτηση της Θεσσαλονίκη στο ελληνικό κράτος:

- “Madame Gaspare”, Gramophone 12758 b – 6-12654, Jacob Algava, Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1909
- “Madam Gaspard si choi al Tcharschi”, Odeon xSC 8 – 46279, Jacob Algava, Θεσσαλονίκη, Μάιος–Σεπτέμβριος 1909

Με βάση την έρευνα του Hugo Strötbaum, το τραγούδι ηχογραφήθηκε και τρίτη φορά στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο, από τον Abraham Karakaş Efendi, για λογαριασμό της Premier Record ("Madame Gaspar", 10979). Πιθανότατα, η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε πριν τον Ιανουάριο του 1912.

Η κυρία Gaspare ή Gaspard, όμως, στην οποία αναφέρεται το σεφαραδίτικο τραγούδι, φαίνεται πως αποτελεί παλαιότερη σύνθεση, του Henri Bachmann. Το τραγούδι απαντά ως γαλλικό chanson. Μάλιστα, η ένδειξη κάτω από τον τίτλο, σε μια παρτιτούρα η οποία φαίνεται πως εκδίδεται περίπου το 1898, αναφέρει «παλιό τραγούδι», αφήνοντας να εννοηθεί πως πρόκειται για τραγούδι από το δημοτικό ρεπερτόριο. Στην εν λόγω παρτιτούρα (εδώ κι εδώ) απεικονίζεται η Madame Gaspard, κρατώντας μουσικά όργανα και συνοδευόμενη από ζώα. Στο εξώφυλλο, σημειώνεται πως εκτελεστής του τραγουδιού είναι η Blanche Gaspard. Επιπλέον, ολόκληρος ο τίτλος, έτσι όπως εμφανίζεται στην παρτιτούρα είναι "Madame Gaspard va-t-au marché" (Η κυρία Gaspard πηγαίνει στην αγορά).

Με τον τίτλο αυτόν συναντάμε έναν κύλινδρο της Columbia (37002), ηχογραφημένο στο Παρίσι από την τραγουδίστρια Ragani και υπεύθυνο τεχνικό τον Henri Lioret (για την συναρπαστική ζωή του βλέπε την έκδοση της Julien Anton, Henri Lioret – Clockmaker and Phonograph Pioneer). Η ηχογράφηση αυτή ίσως και να έγινε πριν το γύρισμα του αιώνα, δηλαδή, πριν το 1900.

Ο ίδιος τίτλος αναφέρεται και από τον Michael Thomas, σε λίστα ηχογραφήσεων της εταιρείας Edison Bell (763, Monsieur Coquillon).

Ο τίτλος αυτός παραπέμπει σε έναν άλλον από το γαλλικό ρεπερτόριο, ο οποίος ίσως να είναι προγενέστερος της σύνθεσης (ή διασκευής) του Bachmann: “Les animaux du marché” (Ζώα της αγοράς). Με αυτόν τον τίτλο, το τραγούδι φαίνεται πως κυκλοφορεί σε εκδόσεις από το 1876 (βλ. Conrad Laforte, Le catalogue de la chanson folklorique française, τόμος 4).

Ανάλογης θεματολογίας τραγούδια συναντάμε και στο αγγλόφωνο ρεπερτόριο. Αναφέρουμε ενδεικτικά την ηχογράφηση με τον τίτλο "Farmyard medley" (Victor A-124), την οποία πραγματοποίησε στο Κάμτεν της Νέας Υερσέης το 1900 το Haydn Quartet, και το τραγούδι "Old MacDonald had a farm" από το American Quartet (Victor B-28816 – 19265, Κάμντεν, Νέας Υερσέη, 30 Οκτωβρίου 1923).

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εκδοχή δανείζεται μόνο την στιχουργική θεματολογία. Η μουσική στο τραγούδι «Στο παζάρι», αποτελεί σύνθεση του Ζοζέφ Κορίνθιου.

Διασκευή του τραγουδιού με τον τίτλο "Kokoraki (A Greek song)" ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Furtune Theatre του Λονδίνου το 1957 από τους Flanders and Swann κατά τις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης "At the drop of a hat" (CD "At the drop of a hat", Parlophone PMC 1033). Η επιθεώρηση, την οποία συνυπέγραφε και παρουσίαζε το κωμικό βρετανικό ντουέτο που αποτελούσαν ο Άγγλος Michael Flanders και ο Ουαλός Donald Swann, έκανε πρεμιέρα στις 31 Δεκεμβρίου 1956 στο New Lindsay Theatre. Τρεις περίπου εβδομάδες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1957 μεταφέρθηκε στο Furtune Theatre, όπου παίχτηκε έως τις 2 Μαΐου 1959, ενώ στις 2 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου έκανε πρεμιέρα στo John Golden Theatre της Νέας Υόρκης, ολοκληρώνοντας 215 παραστάσεις (βλ. εδώ). Η σχέση του Donald Swann με την Ελλάδα εκτείνεται σε μια περίοδο πενήντα ετών, από την εποχή που έζησε στη χώρα ως μέλος της Friends Ambulance Unit (FAU), το διάστημα 1944-46, μέχρι την τελευταία του επίσκεψη στα τέλη Αυγούστου του 1992. Καρπό αυτής της πολυετούς σχέσης αποτελούν οι διασκευές ελληνικών τραγουδιών (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ), οι πρωτότυπες συνθέσεις του σε στίχους Ελλήνων ποιητών, όπως ο Κωστής Παλαμάς (βλ. εδώ) και ο Ιωάννης Γρυπάρης (βλ. εδώ), και το έργο "The Casos sonetts", ο κύκλος οκτώ τραγουδιών σε δικούς του στίχους (βλ. εδώ και εδώ).

Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.

Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Γούναρης Νίκος
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1940
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Χορός / Ρυθμός:
Φοξ
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
7206-F
Αριθμός μήτρας:
CO 27609
Διάρκεια:
3:19
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7206F_StoPazari
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Στο παζάρι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4650

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Ξεπηδούν συνεχώς νέες μικρές εταιρείες, που προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο στην αγορά, η οποία σύντομα λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Συχνά, οι μικρές αυτές εταιρείες αγοράζονται από μεγαλύτερες, μαζί με τα ήδη ηχογραφημένα ρεπερτόριά τους και τις υπάρχουσες συμφωνίες τους με ατζέντηδες, παραγωγούς, μουσικούς. Αργά ή γρήγορα, πλείστες όσες μικρότερες ετικέτες είναι συγκεντρωμένες και κάτω από τον έλεγχο λίγων εταιρειών που ολοένα και γιγαντεύουν. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Όλο αυτό το κλίμα, όλο αυτό το πολυεπίπεδο τοπίο, γίνεται ακόμη πιο σύνθετο στην Αμερική. Εκεί, τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική και, εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.

Η εν λόγω ηχογράφηση αφορά το γνωστό, παιδικό κυρίως τραγούδι σήμερα, «Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι». Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί επανέκδοση του δίσκου της Columbia DG 6517.

Ως θεματολογία, το τραγούδι δανείζεται την ιστορία που μπαίνει στην δισκογραφία της Θεσσαλονίκης, προϊόν της δυναμικής σεφαραδίτικης παράδοσης που για αιώνες έχει αναπτυχθεί στην πόλη. Θα πρέπει να αναφερθεί πως κατά την ύστερη Οθωμανική περίοδο, η απογραφή που ξεκίνησε το 1880, της οποίας τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν το 1893, έδειξε πως στην πόλη της Θεσσαλονίκης ζούσαν 36985 Έλληνες, 34523 Εβραίοι, 29489 Μουσουλμάνοι, 1117 Βούλγαροι, 471 Καθολικοί και 149 Αρμένιοι (βλ. Karpa, 1978).

Το τραγούδι ηχογραφείται δύο φορές, από τον Jacob Algava, πριν το 1912, δηλαδή, πριν την προσάρτηση της Θεσσαλονίκη στο ελληνικό κράτος:

- “Madame Gaspare”, Gramophone 12758 b – 6-12654, Jacob Algava, Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1909
- “Madam Gaspard si choi al Tcharschi”, Odeon xSC 8 – 46279, Jacob Algava, Θεσσαλονίκη, Μάιος–Σεπτέμβριος 1909

Με βάση την έρευνα του Hugo Strötbaum, το τραγούδι ηχογραφήθηκε και τρίτη φορά στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο, από τον Abraham Karakaş Efendi, για λογαριασμό της Premier Record ("Madame Gaspar", 10979). Πιθανότατα, η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε πριν τον Ιανουάριο του 1912.

Η κυρία Gaspare ή Gaspard, όμως, στην οποία αναφέρεται το σεφαραδίτικο τραγούδι, φαίνεται πως αποτελεί παλαιότερη σύνθεση, του Henri Bachmann. Το τραγούδι απαντά ως γαλλικό chanson. Μάλιστα, η ένδειξη κάτω από τον τίτλο, σε μια παρτιτούρα η οποία φαίνεται πως εκδίδεται περίπου το 1898, αναφέρει «παλιό τραγούδι», αφήνοντας να εννοηθεί πως πρόκειται για τραγούδι από το δημοτικό ρεπερτόριο. Στην εν λόγω παρτιτούρα (εδώ κι εδώ) απεικονίζεται η Madame Gaspard, κρατώντας μουσικά όργανα και συνοδευόμενη από ζώα. Στο εξώφυλλο, σημειώνεται πως εκτελεστής του τραγουδιού είναι η Blanche Gaspard. Επιπλέον, ολόκληρος ο τίτλος, έτσι όπως εμφανίζεται στην παρτιτούρα είναι "Madame Gaspard va-t-au marché" (Η κυρία Gaspard πηγαίνει στην αγορά).

Με τον τίτλο αυτόν συναντάμε έναν κύλινδρο της Columbia (37002), ηχογραφημένο στο Παρίσι από την τραγουδίστρια Ragani και υπεύθυνο τεχνικό τον Henri Lioret (για την συναρπαστική ζωή του βλέπε την έκδοση της Julien Anton, Henri Lioret – Clockmaker and Phonograph Pioneer). Η ηχογράφηση αυτή ίσως και να έγινε πριν το γύρισμα του αιώνα, δηλαδή, πριν το 1900.

Ο ίδιος τίτλος αναφέρεται και από τον Michael Thomas, σε λίστα ηχογραφήσεων της εταιρείας Edison Bell (763, Monsieur Coquillon).

Ο τίτλος αυτός παραπέμπει σε έναν άλλον από το γαλλικό ρεπερτόριο, ο οποίος ίσως να είναι προγενέστερος της σύνθεσης (ή διασκευής) του Bachmann: “Les animaux du marché” (Ζώα της αγοράς). Με αυτόν τον τίτλο, το τραγούδι φαίνεται πως κυκλοφορεί σε εκδόσεις από το 1876 (βλ. Conrad Laforte, Le catalogue de la chanson folklorique française, τόμος 4).

Ανάλογης θεματολογίας τραγούδια συναντάμε και στο αγγλόφωνο ρεπερτόριο. Αναφέρουμε ενδεικτικά την ηχογράφηση με τον τίτλο "Farmyard medley" (Victor A-124), την οποία πραγματοποίησε στο Κάμτεν της Νέας Υερσέης το 1900 το Haydn Quartet, και το τραγούδι "Old MacDonald had a farm" από το American Quartet (Victor B-28816 – 19265, Κάμντεν, Νέας Υερσέη, 30 Οκτωβρίου 1923).

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εκδοχή δανείζεται μόνο την στιχουργική θεματολογία. Η μουσική στο τραγούδι «Στο παζάρι», αποτελεί σύνθεση του Ζοζέφ Κορίνθιου.

Διασκευή του τραγουδιού με τον τίτλο "Kokoraki (A Greek song)" ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Furtune Theatre του Λονδίνου το 1957 από τους Flanders and Swann κατά τις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης "At the drop of a hat" (CD "At the drop of a hat", Parlophone PMC 1033). Η επιθεώρηση, την οποία συνυπέγραφε και παρουσίαζε το κωμικό βρετανικό ντουέτο που αποτελούσαν ο Άγγλος Michael Flanders και ο Ουαλός Donald Swann, έκανε πρεμιέρα στις 31 Δεκεμβρίου 1956 στο New Lindsay Theatre. Τρεις περίπου εβδομάδες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1957 μεταφέρθηκε στο Furtune Theatre, όπου παίχτηκε έως τις 2 Μαΐου 1959, ενώ στις 2 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου έκανε πρεμιέρα στo John Golden Theatre της Νέας Υόρκης, ολοκληρώνοντας 215 παραστάσεις (βλ. εδώ). Η σχέση του Donald Swann με την Ελλάδα εκτείνεται σε μια περίοδο πενήντα ετών, από την εποχή που έζησε στη χώρα ως μέλος της Friends Ambulance Unit (FAU), το διάστημα 1944-46, μέχρι την τελευταία του επίσκεψη στα τέλη Αυγούστου του 1992. Καρπό αυτής της πολυετούς σχέσης αποτελούν οι διασκευές ελληνικών τραγουδιών (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ), οι πρωτότυπες συνθέσεις του σε στίχους Ελλήνων ποιητών, όπως ο Κωστής Παλαμάς (βλ. εδώ) και ο Ιωάννης Γρυπάρης (βλ. εδώ), και το έργο "The Casos sonetts", ο κύκλος οκτώ τραγουδιών σε δικούς του στίχους (βλ. εδώ και εδώ).

Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.

Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Γούναρης Νίκος
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1940
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Χορός / Ρυθμός:
Φοξ
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
7206-F
Αριθμός μήτρας:
CO 27609
Διάρκεια:
3:19
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7206F_StoPazari
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Στο παζάρι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4650

Δείτε επίσης