Ο αρχιατσίγγανος, το παράπονό του

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η παρούσα ηχογράφηση προέρχεται από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Zigeunerprimas" (Ο αρχιατσίγγανος), σε μουσική του Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Julius Wilhelm, Fritz Grünbaum. Περιλαμβάνει την άρια "Vor paar Jahren noch ein König" (Nr. 2. Lied), διασκευασμένη με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα, η άρια ερμηνεύεται από τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας τον Pali Rácz, έναν ηλικιωμένο Τσιγγάνο βιολιστή ρουμάνικης καταγωγής (για την πλοκή βλ. εδώ).

Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου οι Τσιγγάνοι αναπαρίστανται ως μόνιμα απάτριδες και ανέστιοι, ως μια πρωτόγονη περιπλανώμενη ετερότητα που υπερβαίνει κάθε είδους σύνορα. Δεν ανήκουν εκεί όπου περιπλανιούνται και παραμένουν αναφομοίωτοι από το χώρο και το χρόνο. Υπάρχουν στα όρια του πολιτισμού  ή στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από την κοινή εμπειρία και αρνούνται να συμμορφωθούν με τις κατεστημένες κοινωνικές νόρμες. Απεικονίζονται μέσα στη Δύση αλλά όχι ως μέρος της, μέσα στο μοντέρνο αλλά όχι ως μοντέρνοι.

Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, το λεγόμενο style hongrois, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο. Τα τσιγγάνικα δάνεια είναι ο έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης. Η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (η οποία δύναται αδρώς να θεωρηθεί ως παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), είναι αυτή που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στις μουσικές παραδόσεις των οποίων τα θεωρητικά συστήματα αντλούν από αυτό της λόγιας Οθωμανικής Αυλής, γίνεται συχνά λόγος για τις τροπικές οντότητες των νιαβέντ και νικρίζ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το διάστημα του τριημιτονίου.

Αν και η ευρωπαϊκή «τσιγγανομανία» εκκινεί ουσιαστικά από την Ανατολική Ευρώπη, γρήγορα στρέφεται και σε μια άλλη πολύ ισχυρή παράδοση, που θα καθορίσει το συλλογικό φαντασιακό, αυτή των Τσιγγάνων της Ισπανίας. Εδώ τα μουσικά στερεότυπα αντλούνται από τις πολύ χαρακτηριστικές λαϊκές παραδόσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ασφαλώς το φλαμένκο. Προκρίνεται επίσης η χρήση τροπικών οντοτήτων όπως του Φρύγιου, του λεγόμενου ματζόρε Φρύγιου (major Phrygian mode)  και του λεγόμενου «φλαμένκο τρόπου» (flamenco mode). Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται η εργαλειοποίηση του τριημιτονίου και του διαστήματος της μικρής δευτέρας, μεταξύ τονικής και επιτονικής.

Στην ελληνόφωνη δισκογραφία το λεξιλόγιο που περιγράφει τους Τσιγγάνους ανακαλεί κατ’ αρχάς τα φυσικά χαρακτηριστικά, μαύρα μάτια και μαλλιά, που αντιστοιχούν σε πρότυπο άγριας εξωτικής ομορφιάς. Το τσαντίρι, το προσωρινό κατάλυμα των περιπλανώμενων νομάδων, σηματοδοτεί την ιδιωτικότητα του ερωτικού καταφυγίου μέσα στην δυνητική απεραντοσύνη της τροχιάς του καραβανιού. Βασικό στερεότυπο γύρω από την τσιγγάνικη κουλτούρα είναι η έννοια της ελευθερίας, που αντικατοπτρίζεται στον νομαδικό τρόπο ζωής. Η ελευθερία αυτή προκαλεί αντιφατικά αισθήματα, και δεν αναστέλλει την περιθωριοποίησή τους. Στον ποιητικό λόγο, η όμορφη Τσιγγάνα παραμένει ωστόσο το απόλυτο σύμβολο της κατάλυσης των δεσμών και των αναστολών που μόνο ο έρωτας μπορεί να προκαλέσει. Η εξωτική τους ομορφιά γίνεται μετωνυμία της άσκησης μαγικών πρακτικών, που καθηλώνουν τον αποδέκτη. Οι Τσιγγάνες μπορούν να καταραστούν, να δέσουν με ξόρκια και βοτάνια ή να λύσουν τα μάγια που βασανίζουν. Μπορούν να προβλέψουν το μέλλον μέσω της χαρτομαντείας, της χειρομαντείας και της αστρολογίας. Οι άνδρες σχετίζονται κυρίως με την μουσική: είναι χαρακτηριστική η εικόνα του Τσιγγάνου που παίζει βιολί.

Στην εν λόγω οπερέτα ο Kálmán ανακαλεί από τη σημειολογική δεξαμενή του εξωτισμού στοιχεία από το stlye hongrois αλλά και το ευρέως διαδεδομένο στερεότυπο του Τσιγγάνου βιολιστή. Μάλιστα ο κεντρικός ήρωας, ο Pali Rácz υποβάλλεται σε μια μεταμόρφωση, όταν καλείται να παίξει σε μια δεξίωση στο Παρίσι την οποία επισκέπτεται ο βασιλιάς. Η περιγραφή της σκηνής στη σύνοψη του έργου είναι αποκαλυπτική: «(σσ. ο Pali) δεν δείχνει πια σαν ένας γέρος τσιγγάνος, αλλά σαν ένας εκλεπτυσμένος άνθρωπος του κόσμου» (Gänzl & Lamb, 1989: 1026), καταδεικνύοντας το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ του «κατώτερου» εξωτικού κόσμου των Τσιγγάνων και της κυρίαρχης, καλαίσθητης Ευρώπης των αριστοκρατών.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauss Theatre της Βιέννης, στις 11 Οκτωβρίου 1912. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Pali Rácz ερμήνευσε ο Αυστριακός ηθοποιός και τενόρος Alexander Girardi, ο οποίος έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1912, πραγματοποίησε στη Βιέννη και την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού για λογαριασμό της Gramophone (Lied des alten Rácz, Gramophone 14700 l - 942351 - 12573).

Δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1913, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο Király Színház της Βουδαπέστης με τον τίτλο "A cigányprímás". Στις 13 Ιανουαρίου 1914 η οπερέτα, με τον τίτλο "Sari", παρουσιάστηκε στο Liberty Theatre της Νέας Υόρκης, συμπληρώνοντας 151 παραστάσεις.

Στην ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και τόπους, καθώς και σε οργανική μορφή. Ενδεικτικά:
- "Régi nóták", Ernő Király, πιθανώς στη Βουδαπέστη, μεταξύ 1911-1914 (67506 - E1782 & D6018)
- "A cigányprimás: Regi nota", Asszonyi László, Βουδαπέστη, 29 Ιανουαρίου 1913 (Gramophone 14932 l - 2-72311)
- "Ария Рача-Полли", Н. М. Бравин (Nikolay Bravyn), Μόσχα, Δεκέμβριος 1932 (Interim GPT 02537 - 02537 016411)
- "ПЕСНЯ РАЧА", В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov, Μόσχα, 1940 (Aprelevka Plant 10085 - 10085)

Στην οπερέτα βασίστηκε και η ομότιτλη γερμανική ταινία "Der Zigeunerprimas", η οποία ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας στις 27 Μαρτίου 1929.

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Ο αρχιατσίγγανος», ανέβηκε στην Ελλάδα από τον θίασο Ένκελ - Παπαϊωάννου στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών τον χειμώνα του 1914, σε μετάφραση του Βασίλειου Βεκιαρέλλη και διεύθυνση ορχήστρας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (βλ. εδώ και εδώ).

Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Greek National Opera Records Co. Inc". Σύμφωνα με τον Αριστομένη Καλυβιώτη (1988): «Τον Μάιο του 1924 οι παραπάνω καλλιτέχνες [Μιχάλης Βλαχόπουλος, Νίκος Μωραΐτης, Η. Οικονομίδης, Άρτεμις Κυπαρίσση] του ελληνικού μελοδράματος, πηγαίνουν στην Αμερική για περιοδεία. Επικεφαλής και θιασάρχης ήταν ο Αποστ. Κονταράτος. Ο Αντ. Χατζηαποστόλου αναφέρει ότι παρέμειναν εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 1925. Εκτός από τις εμφανίσεις όμως που έκαναν εκεί, πραγματοποίησαν και μια σειρά από δίσκους. Οι ηχογραφήσεις έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ". Στην ετικέτα του δίσκου γραφόταν επίσης "Greek National Opera Records Co. Inc". Ο Γ. Κουσουρής γράφει ότι η εταιρεία αυτή συστήθηκε από ομογενείς της Αμερικής, αποκλειστικά για να κυκλοφορήσουν οι ηχογραφήσεις των τεσσάρων καλλιτεχνών. Δεν εξακριβώσαμε αν αυτό ήταν πραγματικό γεγονός ή φήμη, είναι όμως σίγουρο ότι η "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" άρχισε τη λειτουργία της ηχογραφώντας τους τέσσερις καλλιτέχνες. Αμέσως όμως κυκλοφόρησε δίσκους με ηχογραφήσεις και άλλων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μ. Θελετρίδη, της Φωφώς Βρυώνη και της Μαρίκα Παπαγκίκα. Ο ακριβής αριθμός των ηχογραφήσεων, που έγιναν, δεν μας είναι γνωστός».

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Wilhelm Julius, Grünbaum Fritz
Ελληνικοί στίχοι: Βεκιαρέλλης Βασίλειος ;]
Τραγουδιστές:
Βλαχόπουλος [Μιχάλης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
09/1924-03/1925
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Acropolis
Αριθμός καταλόγου:
M-45010b
Αριθμός μήτρας:
11
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Acro_45010_OArchiatsiganos_ToParaponoTou
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο αρχιατσίγγανος, το παράπονό του", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4968
Στίχοι:
Είμην κι εγώ μια φορά νέος... Όταν θυμάμαι που ήμουν ωραίος αρχηγός Ρακ, τι λουλούδια, τι στέφανα, τι γυναίκες! Ξανθές, μελαχρινές, όμορφες, άσχημες, παντρεμένες, ανύπαντρες, με κυνηγούσαν κάθε βράδυ και μ’ έφερναν ως την πόρτα του σπιτιού μου. Ε... τότε ακόμα μπορούσα και έπαιζα βιολί. Αλίμονο, αλίμονο! Τώρα, να, όπως εκατήντησα, τρώω κουρκούτι... Χα, χα, χα...

Βασιλιάς των ατσιγγάνων, βασιλιάς της μουσικής
τα ωραία τα κορίτσια τότε έπρεπε να ιδείς
πως με κυνηγούσαν όλα και με γέμιζαν φιλιά
το αποτέλεσμα ρωτάτε, θα το πω σε σας κρυφά

Έχω δεκαοχτώ παιδιά
πώς αλλάζουν οι καιροί
πώς είν’ η ζωή μικρή
και τα νιάτα τα χρυσά
πώς περνούν και δεν γυρνούν
Και τα νιάτα τα χρυσά
πώς περνούν και δεν γυρνούν

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η παρούσα ηχογράφηση προέρχεται από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Zigeunerprimas" (Ο αρχιατσίγγανος), σε μουσική του Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Julius Wilhelm, Fritz Grünbaum. Περιλαμβάνει την άρια "Vor paar Jahren noch ein König" (Nr. 2. Lied), διασκευασμένη με ελληνικούς στίχους. Στην οπερέτα, η άρια ερμηνεύεται από τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας τον Pali Rácz, έναν ηλικιωμένο Τσιγγάνο βιολιστή ρουμάνικης καταγωγής (για την πλοκή βλ. εδώ).

Η οπερέτα εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το εθνοκεντρικό πρίσμα του οποίου οι Τσιγγάνοι αναπαρίστανται ως μόνιμα απάτριδες και ανέστιοι, ως μια πρωτόγονη περιπλανώμενη ετερότητα που υπερβαίνει κάθε είδους σύνορα. Δεν ανήκουν εκεί όπου περιπλανιούνται και παραμένουν αναφομοίωτοι από το χώρο και το χρόνο. Υπάρχουν στα όρια του πολιτισμού  ή στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από την κοινή εμπειρία και αρνούνται να συμμορφωθούν με τις κατεστημένες κοινωνικές νόρμες. Απεικονίζονται μέσα στη Δύση αλλά όχι ως μέρος της, μέσα στο μοντέρνο αλλά όχι ως μοντέρνοι.

Τα λαϊκά μουσικά ιδιώματα της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ουγγαρίας, το λεγόμενο style hongrois, του οποίου βασικοί φορείς είναι οι επαγγελματίες Τσιγγάνοι μουσικοί (Bellman, 1993: 14) αποτέλεσαν για τον ευρωπαϊκό εξωτισμό έναν κοντινό και συχνά επισκέψιμο εξωτικό τόπο. Τα τσιγγάνικα δάνεια είναι ο έντονος λυρισμός, η εναλλαγή γρήγορων και αργών μερών, τα διακεκομμένα ρυθμικά μοτίβα, η συγκοπή, οι βιρτουόζικες μελωδικές αναπτύξεις για βιολί και μια πιο συστηματική χρήση της αυξημένης τέταρτης. Η επονομαζόμενη «τσιγγάνικη» κλίμακα (η οποία δύναται αδρώς να θεωρηθεί ως παραλλαγή της αρμονικής ελάσσονας με αυξημένη τέταρτη), είναι αυτή που δίνει συνηθέστατα το εξωτικό στίγμα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στις μουσικές παραδόσεις των οποίων τα θεωρητικά συστήματα αντλούν από αυτό της λόγιας Οθωμανικής Αυλής, γίνεται συχνά λόγος για τις τροπικές οντότητες των νιαβέντ και νικρίζ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το διάστημα του τριημιτονίου.

Αν και η ευρωπαϊκή «τσιγγανομανία» εκκινεί ουσιαστικά από την Ανατολική Ευρώπη, γρήγορα στρέφεται και σε μια άλλη πολύ ισχυρή παράδοση, που θα καθορίσει το συλλογικό φαντασιακό, αυτή των Τσιγγάνων της Ισπανίας. Εδώ τα μουσικά στερεότυπα αντλούνται από τις πολύ χαρακτηριστικές λαϊκές παραδόσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ασφαλώς το φλαμένκο. Προκρίνεται επίσης η χρήση τροπικών οντοτήτων όπως του Φρύγιου, του λεγόμενου ματζόρε Φρύγιου (major Phrygian mode)  και του λεγόμενου «φλαμένκο τρόπου» (flamenco mode). Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται η εργαλειοποίηση του τριημιτονίου και του διαστήματος της μικρής δευτέρας, μεταξύ τονικής και επιτονικής.

Στην ελληνόφωνη δισκογραφία το λεξιλόγιο που περιγράφει τους Τσιγγάνους ανακαλεί κατ’ αρχάς τα φυσικά χαρακτηριστικά, μαύρα μάτια και μαλλιά, που αντιστοιχούν σε πρότυπο άγριας εξωτικής ομορφιάς. Το τσαντίρι, το προσωρινό κατάλυμα των περιπλανώμενων νομάδων, σηματοδοτεί την ιδιωτικότητα του ερωτικού καταφυγίου μέσα στην δυνητική απεραντοσύνη της τροχιάς του καραβανιού. Βασικό στερεότυπο γύρω από την τσιγγάνικη κουλτούρα είναι η έννοια της ελευθερίας, που αντικατοπτρίζεται στον νομαδικό τρόπο ζωής. Η ελευθερία αυτή προκαλεί αντιφατικά αισθήματα, και δεν αναστέλλει την περιθωριοποίησή τους. Στον ποιητικό λόγο, η όμορφη Τσιγγάνα παραμένει ωστόσο το απόλυτο σύμβολο της κατάλυσης των δεσμών και των αναστολών που μόνο ο έρωτας μπορεί να προκαλέσει. Η εξωτική τους ομορφιά γίνεται μετωνυμία της άσκησης μαγικών πρακτικών, που καθηλώνουν τον αποδέκτη. Οι Τσιγγάνες μπορούν να καταραστούν, να δέσουν με ξόρκια και βοτάνια ή να λύσουν τα μάγια που βασανίζουν. Μπορούν να προβλέψουν το μέλλον μέσω της χαρτομαντείας, της χειρομαντείας και της αστρολογίας. Οι άνδρες σχετίζονται κυρίως με την μουσική: είναι χαρακτηριστική η εικόνα του Τσιγγάνου που παίζει βιολί.

Στην εν λόγω οπερέτα ο Kálmán ανακαλεί από τη σημειολογική δεξαμενή του εξωτισμού στοιχεία από το stlye hongrois αλλά και το ευρέως διαδεδομένο στερεότυπο του Τσιγγάνου βιολιστή. Μάλιστα ο κεντρικός ήρωας, ο Pali Rácz υποβάλλεται σε μια μεταμόρφωση, όταν καλείται να παίξει σε μια δεξίωση στο Παρίσι την οποία επισκέπτεται ο βασιλιάς. Η περιγραφή της σκηνής στη σύνοψη του έργου είναι αποκαλυπτική: «(σσ. ο Pali) δεν δείχνει πια σαν ένας γέρος τσιγγάνος, αλλά σαν ένας εκλεπτυσμένος άνθρωπος του κόσμου» (Gänzl & Lamb, 1989: 1026), καταδεικνύοντας το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ του «κατώτερου» εξωτικού κόσμου των Τσιγγάνων και της κυρίαρχης, καλαίσθητης Ευρώπης των αριστοκρατών.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauss Theatre της Βιέννης, στις 11 Οκτωβρίου 1912. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Pali Rácz ερμήνευσε ο Αυστριακός ηθοποιός και τενόρος Alexander Girardi, ο οποίος έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1912, πραγματοποίησε στη Βιέννη και την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού για λογαριασμό της Gramophone (Lied des alten Rácz, Gramophone 14700 l - 942351 - 12573).

Δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1913, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο Király Színház της Βουδαπέστης με τον τίτλο "A cigányprímás". Στις 13 Ιανουαρίου 1914 η οπερέτα, με τον τίτλο "Sari", παρουσιάστηκε στο Liberty Theatre της Νέας Υόρκης, συμπληρώνοντας 151 παραστάσεις.

Στην ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και τόπους, καθώς και σε οργανική μορφή. Ενδεικτικά:
- "Régi nóták", Ernő Király, πιθανώς στη Βουδαπέστη, μεταξύ 1911-1914 (67506 - E1782 & D6018)
- "A cigányprimás: Regi nota", Asszonyi László, Βουδαπέστη, 29 Ιανουαρίου 1913 (Gramophone 14932 l - 2-72311)
- "Ария Рача-Полли", Н. М. Бравин (Nikolay Bravyn), Μόσχα, Δεκέμβριος 1932 (Interim GPT 02537 - 02537 016411)
- "ПЕСНЯ РАЧА", В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov, Μόσχα, 1940 (Aprelevka Plant 10085 - 10085)

Στην οπερέτα βασίστηκε και η ομότιτλη γερμανική ταινία "Der Zigeunerprimas", η οποία ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας στις 27 Μαρτίου 1929.

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Ο αρχιατσίγγανος», ανέβηκε στην Ελλάδα από τον θίασο Ένκελ - Παπαϊωάννου στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών τον χειμώνα του 1914, σε μετάφραση του Βασίλειου Βεκιαρέλλη και διεύθυνση ορχήστρας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (βλ. εδώ και εδώ).

Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Greek National Opera Records Co. Inc". Σύμφωνα με τον Αριστομένη Καλυβιώτη (1988): «Τον Μάιο του 1924 οι παραπάνω καλλιτέχνες [Μιχάλης Βλαχόπουλος, Νίκος Μωραΐτης, Η. Οικονομίδης, Άρτεμις Κυπαρίσση] του ελληνικού μελοδράματος, πηγαίνουν στην Αμερική για περιοδεία. Επικεφαλής και θιασάρχης ήταν ο Αποστ. Κονταράτος. Ο Αντ. Χατζηαποστόλου αναφέρει ότι παρέμειναν εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 1925. Εκτός από τις εμφανίσεις όμως που έκαναν εκεί, πραγματοποίησαν και μια σειρά από δίσκους. Οι ηχογραφήσεις έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ". Στην ετικέτα του δίσκου γραφόταν επίσης "Greek National Opera Records Co. Inc". Ο Γ. Κουσουρής γράφει ότι η εταιρεία αυτή συστήθηκε από ομογενείς της Αμερικής, αποκλειστικά για να κυκλοφορήσουν οι ηχογραφήσεις των τεσσάρων καλλιτεχνών. Δεν εξακριβώσαμε αν αυτό ήταν πραγματικό γεγονός ή φήμη, είναι όμως σίγουρο ότι η "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" άρχισε τη λειτουργία της ηχογραφώντας τους τέσσερις καλλιτέχνες. Αμέσως όμως κυκλοφόρησε δίσκους με ηχογραφήσεις και άλλων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μ. Θελετρίδη, της Φωφώς Βρυώνη και της Μαρίκα Παπαγκίκα. Ο ακριβής αριθμός των ηχογραφήσεων, που έγιναν, δεν μας είναι γνωστός».

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Wilhelm Julius, Grünbaum Fritz
Ελληνικοί στίχοι: Βεκιαρέλλης Βασίλειος ;]
Τραγουδιστές:
Βλαχόπουλος [Μιχάλης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
09/1924-03/1925
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Acropolis
Αριθμός καταλόγου:
M-45010b
Αριθμός μήτρας:
11
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Acro_45010_OArchiatsiganos_ToParaponoTou
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο αρχιατσίγγανος, το παράπονό του", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4968
Στίχοι:
Είμην κι εγώ μια φορά νέος... Όταν θυμάμαι που ήμουν ωραίος αρχηγός Ρακ, τι λουλούδια, τι στέφανα, τι γυναίκες! Ξανθές, μελαχρινές, όμορφες, άσχημες, παντρεμένες, ανύπαντρες, με κυνηγούσαν κάθε βράδυ και μ’ έφερναν ως την πόρτα του σπιτιού μου. Ε... τότε ακόμα μπορούσα και έπαιζα βιολί. Αλίμονο, αλίμονο! Τώρα, να, όπως εκατήντησα, τρώω κουρκούτι... Χα, χα, χα...

Βασιλιάς των ατσιγγάνων, βασιλιάς της μουσικής
τα ωραία τα κορίτσια τότε έπρεπε να ιδείς
πως με κυνηγούσαν όλα και με γέμιζαν φιλιά
το αποτέλεσμα ρωτάτε, θα το πω σε σας κρυφά

Έχω δεκαοχτώ παιδιά
πώς αλλάζουν οι καιροί
πώς είν’ η ζωή μικρή
και τα νιάτα τα χρυσά
πώς περνούν και δεν γυρνούν
Και τα νιάτα τα χρυσά
πώς περνούν και δεν γυρνούν

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης