Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους της άριας του πρίγκιπα Radjami "O Bajadere", από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας «Η Μπαγιαντέρα» (Die Bajadere), σε μουσική Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Alfred Grünwald και Julius Brammer. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Carltheater της Βιέννης, στις 23 Δεκεμβρίου 1921.
Με τον τίτλο "The Yankee Princess", στην αγγλική γλώσσα και με αξιοσημείωτες αλλαγές στην υπόθεση, ανέβηκε στις 2 Οκτωβρίου 1922 στο Knickerbocker Τheatre της Νέας Υόρκης.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1922 ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Οπερέτα Παπαϊωάννου στην Αθήνα, και στις 10 Νοεμβρίου 1922, με τον τίτλο "A bajadér", παρουσιάστηκε στο Király Színház της Βουδαπέστης.
Στην ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής ηχογραφήσεις του τραγουδιού στα αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά, ρωσικά και ισπανικά καθώς και οργανικές εκτελέσεις. Ενδεικτικά:
- Nimbs Orkester, Κοπεγχάγη, 25 Αυγούστου 1922 (Gramophone BE 571-1 - X-1603 - 7-280725)
- "The Yankee princess", Paul Whiteman Orchestra, Νέα Υόρκη, 19 Οκτωβρίου 1922 (Victor B-26976 - 18977)
- "Gems from The Yankee Princess", Victor Light Opera Company, Κάμντεν, Νέα Υερσέη, 14 Δεκεμβρίου 1922 (Victor C-27318 - 35722)
- Kapelle Sándor Józsi, Βερολίνο, 11 Απριλίου 1923 (Odeon BL xBE 3646 - A 44224)
- "О, Баядера", М. И. Днепров (Mitrofan Dneprov), Μόσχα, 1923, (Gosprossnab NKP 1088 - 1088)
- Juan Pulido, 1923-25 (Columbia 93748 - 2106-X)
- Amilcare Pozzoli, Μιλάνο, 24 Ιανουαρίου 1928 (Fonotipia Pho 6176 - A-2188)
- "Pieśń Bajadera", Paweł Faut, Σικάγο, 12 Ιουνίου 1928 (Victor BVE-45355 - 81339)
- "O Bayadère", René Gerbert, Παρίσι, πιθανώς 1932 (Pathé 2229)
- "АРИЯ РАДЖАМИ "О, БАЯДЕРА", ВРК В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov), Μόσχα, 1940 (Aprelevka Plant 10087 - 10087)
Η ελληνική παρτιτούρα με τον τίτλο «Ω, Μπαγιαντέρα!» εκδόθηκε στην Αθήνα από τον οίκο The Starr Piano Co.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε και από τον Τέτο Δημητριάδη και την Πανελλήνιο Εστουδιαντίνα.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότερες διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, τα οποία αφενός περιέχουν έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνούν άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Στην εξέλιξη αυτή, ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους της άριας του πρίγκιπα Radjami "O Bajadere", από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας «Η Μπαγιαντέρα» (Die Bajadere), σε μουσική Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Alfred Grünwald και Julius Brammer. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Carltheater της Βιέννης, στις 23 Δεκεμβρίου 1921.
Με τον τίτλο "The Yankee Princess", στην αγγλική γλώσσα και με αξιοσημείωτες αλλαγές στην υπόθεση, ανέβηκε στις 2 Οκτωβρίου 1922 στο Knickerbocker Τheatre της Νέας Υόρκης.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1922 ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Οπερέτα Παπαϊωάννου στην Αθήνα, και στις 10 Νοεμβρίου 1922, με τον τίτλο "A bajadér", παρουσιάστηκε στο Király Színház της Βουδαπέστης.
Στην ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής ηχογραφήσεις του τραγουδιού στα αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά, ρωσικά και ισπανικά καθώς και οργανικές εκτελέσεις. Ενδεικτικά:
- Nimbs Orkester, Κοπεγχάγη, 25 Αυγούστου 1922 (Gramophone BE 571-1 - X-1603 - 7-280725)
- "The Yankee princess", Paul Whiteman Orchestra, Νέα Υόρκη, 19 Οκτωβρίου 1922 (Victor B-26976 - 18977)
- "Gems from The Yankee Princess", Victor Light Opera Company, Κάμντεν, Νέα Υερσέη, 14 Δεκεμβρίου 1922 (Victor C-27318 - 35722)
- Kapelle Sándor Józsi, Βερολίνο, 11 Απριλίου 1923 (Odeon BL xBE 3646 - A 44224)
- "О, Баядера", М. И. Днепров (Mitrofan Dneprov), Μόσχα, 1923, (Gosprossnab NKP 1088 - 1088)
- Juan Pulido, 1923-25 (Columbia 93748 - 2106-X)
- Amilcare Pozzoli, Μιλάνο, 24 Ιανουαρίου 1928 (Fonotipia Pho 6176 - A-2188)
- "Pieśń Bajadera", Paweł Faut, Σικάγο, 12 Ιουνίου 1928 (Victor BVE-45355 - 81339)
- "O Bayadère", René Gerbert, Παρίσι, πιθανώς 1932 (Pathé 2229)
- "АРИЯ РАДЖАМИ "О, БАЯДЕРА", ВРК В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov), Μόσχα, 1940 (Aprelevka Plant 10087 - 10087)
Η ελληνική παρτιτούρα με τον τίτλο «Ω, Μπαγιαντέρα!» εκδόθηκε στην Αθήνα από τον οίκο The Starr Piano Co.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε και από τον Τέτο Δημητριάδη και την Πανελλήνιο Εστουδιαντίνα.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ