Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το τραγούδι «Καφές» σε μουσική του Ramos και στίχους του Γιώργου Οικονομίδη.
Το μονόχρωμο εξώφυλλο κοσμεί σκίτσο της τραγουδίστριας Νίτσας Μόλλυ, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Άννα Μολυβάδα (1921-21 Οκτωβρίου 2008). Επίσης, αναγράφονται ο τίτλος του τραγουδιού (Caffe!..), «Valse», «Το μεγάλο αθηναϊκό σουξέ της Μόλλυ», «Δρχ. 20», τα ονόματα του στιχουργού, του συνθέτη, καθώς και ο εκδότης. Στη δεύτερη σελίδα αναγράφεται ο τίτλος του τραγουδιού στην ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενος από τον χαρακτηρισμό «σπανιόλικο βαλσάκι», το όνομα του στιχουργού, καθώς και του συνθέτη με τη σημείωση «Musica de Ramos, inspirado en una popular cansion española». Στην τρίτη σελίδα κάτω από το μουσικό κείμενο αναγράφεται «Ριχ. Φρέτσας».
Το μουσικό κείμενο (σελ. 2-3) αποτελείται από σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για πιάνο και ένα για φωνή) και συνοδεύεται από τους στίχους.
Το τραγούδι αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ισπανικού τραγουδιού "Yo te daré café'".
Φαίνεται πως ηχογραφείται για πρώτη φορά το 1939 ή 1940 στην Ισπανία από τη La Pitussilla, ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Paquita Robles Labastina, και ορχήστρα ("Yo te daré 'café'", Columbia C 4262 – V 2539). Σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου, πρόκειται για σύνθεση του Ramón Aramburu.
Πάνω στην ίδια μελωδία στηρίζεται το σατιρικό τραγούδι "Café con leche", που, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που προέρχονται από το DAHR, ηχογραφήθηκε πριν από τις 23 Αυγούστου 1945 στην Πόλη του Μεξικού (Victor MBS-081262 – 70-7248 και 26-9010), από το μουσικό σύνολο Los Bocheros, από την πόλη Bilbao, στη Χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία. Σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου, το τραγούδι αποδίδεται στους Jesus Arias Andollo και Zénon Garamendi, δύο από τα μέλη των Los Bocheros.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι όσα αναφέρει η Ana María Mula Pérez (2017: 20-49). Επισημαίνει ότι πρόκειται για το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι "Una mañana de mayo, yo te" daré" του οποίου ο δημιουργός, η ημερομηνία και ο τόπος προέλευσης είναι άγνωστοι. Σήμερα, περιλαμβάνεται στο παραδοσιακό ρεπερτόριο που ερμηνεύεται από τους "tunas" (βλ. εδώ), ενώ παλαιότερα αποτελούσε μέρος των παιδικών χορών και τραγουδιών. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο ρεπερτόριο τραγουδιών που ερμήνευαν οι λεγεωνάριοι και οι Φαλαγγίτες (βλ. εδώ) κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939). Οι τελευταίοι προσέδωσαν στη λέξη "Cafe" πολιτικό περιεχόμενο, αφού η χρήση της υπέκρυπτε, εν είδει μυστικού κώδικα, το ακρωνύμιο της φράσης-σύνθημα Camarada, Arriba Falange Española, (Σύντροφοι, Επάνω με την Ισπανική Φάλαγγα). Φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν το ακρωνύμιο ήδη πριν από τον Ισπανικό Εμφύλιο, πάντοτε με διακριτικότητα προκειμένου να μην αποκαλυφθεί το νόημά του, καθώς λειτουργούσε ως προειδοποίηση για πιθανούς κινδύνους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεγάλη ομοιότητα του τραγουδιού με το "Waltz No. 2" του Ρώσου συνθέτη Dmitri Shostakovich (Αγία Πετρούπολη, 25 Σεπτεμβρίου 1906 – Μόσχα, 9 Αυγούστου 1975). Ο Shostakovich αρχικά συνέθεσε το κομμάτι που έγινε γνωστό ως το "Waltz No. 2" το 1955-56 για το soundtrack (Op. 99) της ρωσικής ταινίας "Pervyi eshelon" (The First Echelon), σε σκηνοθεσία Mikhail Kalatozov (βλ. εδώ τη σκηνή που ακούγεται το βαλς). Έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες της ΕΣΣΔ στις 29 Απριλίου 1956. Το βαλς συμπεριλήφθηκε επίσης, ως όγδο μέρος, στη "Suite from 'The First Echelon'" (Op. 99a) για μικτή χορωδία και ορχήστρα (βλ. εδώ και εδώ).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μετά το 1956, κάποιος συνεργάτης του Shostakovich, σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Levon Atovmyan, ή πιθανώς ο ίδιος, επέλεξε, συνταίριαξε και διασκεύασε αποσπάσματα από έργα του για μπαλέτο, θέατρο και κινηματογράφο, δημιουργώντας την οκταμερή "Suite for Variety Orchestra No. 1", στην οποία περιλαμβάνεται ως έβδομο μέρος το "Waltz No. 2". Για πολλά χρόνια το έργο αυτό ταυτιζόταν λανθασμένα με την τριμερή "Suite for Jazz Orchestra, No. 2", που γράφτηκε το 1938 (για περισσότερα βλέπε εδώ). Η σουίτα έκανε πρεμιέρα στον δυτικό κόσμο, με τον λάθος τίτλο "Suite for Jazz Orchestra, No. 2", την 1η Δεκεμβρίου 1988 στο Barbican Hall του Λονδίνου με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Mstislav Rostropovich.
Η ελληνική εκδοχή του τραγουδιού περιλαμβάνει στίχους που αναφέρονται στην έλλειψη βασικών αγαθών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπως ο καφές, η ζάχαρη και το ψωμί. Αν και έγινε δημοφιλές την περίοδο αυτή, όπως συνάγεται και από τη χρονολογία έκδοσης της παρτιτούρας, το 1941, δεν ηχογραφήθηκε καθώς τη χρονιά αυτή το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου της Columbia στον Περισσό επιτάχθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και δεν πραγματοποιούνται ηχογραφήσεις.
Το τραγούδι επανέρχεται στη συλλογική μνήμη το 1962 μέσα από την ελληνική κινηματογραφική ταινία «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» (βλ. εδώ και την ταινία εδώ), σε σκηνοθεσία του Ροβήρου Μανθούλη και σενάριο του Δημήτρη Μήλα. Στη σχετική σκηνή της ταινίας (βλ. εδώ) το τραγουδούν ο Θανάσης Βέγγος, ο Βασίλης Διαμαντόπολος και η Μίρκα Καλαντζοπούλου.
Στη ελληνική δισκογραφία το ηχογραφεί για πρώτη φορά ο Πάνος Τζαβέλλας με τίτλο «Ψωμί», στο LP «Τα τραγούδια της Κατοχής» (Venus SV-33) που κυκλοφόρησε το 1980. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1992, ο Λουκιανός Kηλαηδόνης θα το συμπεριλάβει στο διπλό LP «Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά...» (MINOS 7243 4 78802 1 6) με τον τίτλο «Βρες αν μπορείς».
To 1999 o Αμερικανός σκηνοθέτης Stanley Kubrick συμπεριέλαβε το "Waltz No. 2" στην εναρκτήρια σκηνή (βλ. εδώ) της ταινίας του "Eyes wide shut" εκτοξεύοντας τη δημοφιλία του.
Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το τραγούδι «Καφές» σε μουσική του Ramos και στίχους του Γιώργου Οικονομίδη.
Το μονόχρωμο εξώφυλλο κοσμεί σκίτσο της τραγουδίστριας Νίτσας Μόλλυ, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Άννα Μολυβάδα (1921-21 Οκτωβρίου 2008). Επίσης, αναγράφονται ο τίτλος του τραγουδιού (Caffe!..), «Valse», «Το μεγάλο αθηναϊκό σουξέ της Μόλλυ», «Δρχ. 20», τα ονόματα του στιχουργού, του συνθέτη, καθώς και ο εκδότης. Στη δεύτερη σελίδα αναγράφεται ο τίτλος του τραγουδιού στην ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενος από τον χαρακτηρισμό «σπανιόλικο βαλσάκι», το όνομα του στιχουργού, καθώς και του συνθέτη με τη σημείωση «Musica de Ramos, inspirado en una popular cansion española». Στην τρίτη σελίδα κάτω από το μουσικό κείμενο αναγράφεται «Ριχ. Φρέτσας».
Το μουσικό κείμενο (σελ. 2-3) αποτελείται από σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για πιάνο και ένα για φωνή) και συνοδεύεται από τους στίχους.
Το τραγούδι αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του ισπανικού τραγουδιού "Yo te daré café'".
Φαίνεται πως ηχογραφείται για πρώτη φορά το 1939 ή 1940 στην Ισπανία από τη La Pitussilla, ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Paquita Robles Labastina, και ορχήστρα ("Yo te daré 'café'", Columbia C 4262 – V 2539). Σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου, πρόκειται για σύνθεση του Ramón Aramburu.
Πάνω στην ίδια μελωδία στηρίζεται το σατιρικό τραγούδι "Café con leche", που, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που προέρχονται από το DAHR, ηχογραφήθηκε πριν από τις 23 Αυγούστου 1945 στην Πόλη του Μεξικού (Victor MBS-081262 – 70-7248 και 26-9010), από το μουσικό σύνολο Los Bocheros, από την πόλη Bilbao, στη Χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία. Σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου, το τραγούδι αποδίδεται στους Jesus Arias Andollo και Zénon Garamendi, δύο από τα μέλη των Los Bocheros.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι όσα αναφέρει η Ana María Mula Pérez (2017: 20-49). Επισημαίνει ότι πρόκειται για το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι "Una mañana de mayo, yo te" daré" του οποίου ο δημιουργός, η ημερομηνία και ο τόπος προέλευσης είναι άγνωστοι. Σήμερα, περιλαμβάνεται στο παραδοσιακό ρεπερτόριο που ερμηνεύεται από τους "tunas" (βλ. εδώ), ενώ παλαιότερα αποτελούσε μέρος των παιδικών χορών και τραγουδιών. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο ρεπερτόριο τραγουδιών που ερμήνευαν οι λεγεωνάριοι και οι Φαλαγγίτες (βλ. εδώ) κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939). Οι τελευταίοι προσέδωσαν στη λέξη "Cafe" πολιτικό περιεχόμενο, αφού η χρήση της υπέκρυπτε, εν είδει μυστικού κώδικα, το ακρωνύμιο της φράσης-σύνθημα Camarada, Arriba Falange Española, (Σύντροφοι, Επάνω με την Ισπανική Φάλαγγα). Φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν το ακρωνύμιο ήδη πριν από τον Ισπανικό Εμφύλιο, πάντοτε με διακριτικότητα προκειμένου να μην αποκαλυφθεί το νόημά του, καθώς λειτουργούσε ως προειδοποίηση για πιθανούς κινδύνους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεγάλη ομοιότητα του τραγουδιού με το "Waltz No. 2" του Ρώσου συνθέτη Dmitri Shostakovich (Αγία Πετρούπολη, 25 Σεπτεμβρίου 1906 – Μόσχα, 9 Αυγούστου 1975). Ο Shostakovich αρχικά συνέθεσε το κομμάτι που έγινε γνωστό ως το "Waltz No. 2" το 1955-56 για το soundtrack (Op. 99) της ρωσικής ταινίας "Pervyi eshelon" (The First Echelon), σε σκηνοθεσία Mikhail Kalatozov (βλ. εδώ τη σκηνή που ακούγεται το βαλς). Έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες της ΕΣΣΔ στις 29 Απριλίου 1956. Το βαλς συμπεριλήφθηκε επίσης, ως όγδο μέρος, στη "Suite from 'The First Echelon'" (Op. 99a) για μικτή χορωδία και ορχήστρα (βλ. εδώ και εδώ).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μετά το 1956, κάποιος συνεργάτης του Shostakovich, σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Levon Atovmyan, ή πιθανώς ο ίδιος, επέλεξε, συνταίριαξε και διασκεύασε αποσπάσματα από έργα του για μπαλέτο, θέατρο και κινηματογράφο, δημιουργώντας την οκταμερή "Suite for Variety Orchestra No. 1", στην οποία περιλαμβάνεται ως έβδομο μέρος το "Waltz No. 2". Για πολλά χρόνια το έργο αυτό ταυτιζόταν λανθασμένα με την τριμερή "Suite for Jazz Orchestra, No. 2", που γράφτηκε το 1938 (για περισσότερα βλέπε εδώ). Η σουίτα έκανε πρεμιέρα στον δυτικό κόσμο, με τον λάθος τίτλο "Suite for Jazz Orchestra, No. 2", την 1η Δεκεμβρίου 1988 στο Barbican Hall του Λονδίνου με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Mstislav Rostropovich.
Η ελληνική εκδοχή του τραγουδιού περιλαμβάνει στίχους που αναφέρονται στην έλλειψη βασικών αγαθών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπως ο καφές, η ζάχαρη και το ψωμί. Αν και έγινε δημοφιλές την περίοδο αυτή, όπως συνάγεται και από τη χρονολογία έκδοσης της παρτιτούρας, το 1941, δεν ηχογραφήθηκε καθώς τη χρονιά αυτή το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου της Columbia στον Περισσό επιτάχθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και δεν πραγματοποιούνται ηχογραφήσεις.
Το τραγούδι επανέρχεται στη συλλογική μνήμη το 1962 μέσα από την ελληνική κινηματογραφική ταινία «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» (βλ. εδώ και την ταινία εδώ), σε σκηνοθεσία του Ροβήρου Μανθούλη και σενάριο του Δημήτρη Μήλα. Στη σχετική σκηνή της ταινίας (βλ. εδώ) το τραγουδούν ο Θανάσης Βέγγος, ο Βασίλης Διαμαντόπολος και η Μίρκα Καλαντζοπούλου.
Στη ελληνική δισκογραφία το ηχογραφεί για πρώτη φορά ο Πάνος Τζαβέλλας με τίτλο «Ψωμί», στο LP «Τα τραγούδια της Κατοχής» (Venus SV-33) που κυκλοφόρησε το 1980. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1992, ο Λουκιανός Kηλαηδόνης θα το συμπεριλάβει στο διπλό LP «Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά...» (MINOS 7243 4 78802 1 6) με τον τίτλο «Βρες αν μπορείς».
To 1999 o Αμερικανός σκηνοθέτης Stanley Kubrick συμπεριέλαβε το "Waltz No. 2" στην εναρκτήρια σκηνή (βλ. εδώ) της ταινίας του "Eyes wide shut" εκτοξεύοντας τη δημοφιλία του.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ