Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η Γερμανία, στη σημερινή της μορφή, αποτελεί ένα από τα πλέον νεοϊδρυθέντα κράτη, τα οποία προέκυψαν μετά τους δύο μεγάλους πολέμους που άλλαξαν τα παγκόσμια δεδομένα. Υπήρξε, δε, μακράν η χώρα με το εντονότερο κύμα φιλελληνισμού την περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας ήταν ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας. Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο περιοχών, από την περίοδο ακόμη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, η οποία αντικατέστησε το 1815 την πρώην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπήρξαν στενότατες. Γερμανοτραφείς Έλληνες κατέλαβαν πόστα-κλειδιά στην Αθήνα και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική που χάραξε το κράτος, τόσο στα πολιτιστικά ζητήματα όσο και πιο συγκεκριμένα σε αυτά της μουσικής. Προσωπικότητες όπως ο Γεώργιος Νάζος, διευθυντής του Ωδείου Αθηνών από το 1891, και ο Μανώλης Καλομοίρης καθόρισαν τη στάση της ελληνικής διανόησης, αλλά και της κοινής γνώμης, απέναντι σε φλέγοντα θέματα της εποχής, όπως το μουσικό ζήτημα, η εθνική σχολή, η εκκλησιαστική μουσική, οι αστικές λαϊκές πραγματικότητες. Όσον αφορά τις τελευταίες, αξίζει να σημειωθούν ορισμένες οντότητες οι οποίες διαπέρασαν τα γερμανικά σύνορα και επηρέασαν άλλους τόπους, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα: η γερμανική οπερέτα και το γερμανικό καμπαρέ, με σημείο αναφοράς το Βερολίνο, όπου δραστηριοποιούνται αμέτρητοι συνθέτες μεταξύ των οποίων και ο Όσκαρ Στράους. Το περίφημο “Buntes Theater”, ή “Überbrettl”, που ξεκινάει τη λειτουργία του από το 1901, ακολουθώντας το μοντέλο του Chat Noir του Παρισιού, είναι το επίκεντρο δημιουργίας της πόλης. Εκεί αναπτύσσεται και από εκεί εξάγεται ένα ιδιαίτερο είδος τραγουδιού. Μέχρι το 1926, το Βερολίνο φιλοξενεί μια τζαζ κοινότητα που αριθμεί 500 μέλη και προσφέρει το περιβάλλον για τη μίξη ποικίλων στοιχείων που καταφθάνουν σε αυτό ακόμη και από την Αμερική, όπως για παράδειγμα το φοξ τροτ. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του γερμανικού τραγουδιού "Nimm dir die kleine" σε μουσική του Willy Engel-Berger (Βόννη, 26 Αυγούστου 1890 - Βιέννη, 28 Αυγούστου 1946) και στίχους των Fritz Grünbaum (Brünn, Αυστροουγγαρία, 7 Απριλίου 1880 - KZ Dachau, ελ.: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, 14 Ιανουαρίου 1941) και Fritz Löhner-Beda (Wildenschwert της Βοημίας της Αυστροουγγαρίας, τώρα Ústí nad Orlicí της Τσεχίας, 24 Ιουνίου 1883 - Konzentrationslager Auschwitz Monowitz, ελ: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς ΙΙΙ στο Monowitz, 4 Δεκεμβρίου 1942).
Η παρτιτούρα του τραγουδιού με τίτλο "Spieldosen-Shimmy (Nimm dir die Kleine)" εκδόθηκε στη Βιέννη το 1921 από τον οίκο Wiener Boheme Verlag.
Πιθανότατα ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τον Jacques Rotter στο Βερολίνο στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 (Favorite F-0459 / 31 876 - F 452-I & F 478-I).
Την ίδια χρονιά ηχογραφήθηκε και από τη ρουμανική ορχήστρα Danse orkeste του Nicu Vladescu, ψευδώνυμο του Ioan Florescu (Joan Florescu).
Ηχογραφήθηκε επίσης από τον Paul O'Montis στο Βερολίνο στις 26 Ιουνίου 1928 για την Odeon (Be 6968 - O-2655-A).
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Γιάννη Πρινέα και τίτλο «Ξυπνητήρι - Σίμμυ» εκδόθηκε στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο - Κωνσταντινίδη - Σταρρ.
Για τον τραγουδιστή της ηχογράφησης Μισαηλίδη βλέπε εδώ.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η Γερμανία, στη σημερινή της μορφή, αποτελεί ένα από τα πλέον νεοϊδρυθέντα κράτη, τα οποία προέκυψαν μετά τους δύο μεγάλους πολέμους που άλλαξαν τα παγκόσμια δεδομένα. Υπήρξε, δε, μακράν η χώρα με το εντονότερο κύμα φιλελληνισμού την περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας ήταν ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας. Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο περιοχών, από την περίοδο ακόμη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, η οποία αντικατέστησε το 1815 την πρώην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπήρξαν στενότατες. Γερμανοτραφείς Έλληνες κατέλαβαν πόστα-κλειδιά στην Αθήνα και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική που χάραξε το κράτος, τόσο στα πολιτιστικά ζητήματα όσο και πιο συγκεκριμένα σε αυτά της μουσικής. Προσωπικότητες όπως ο Γεώργιος Νάζος, διευθυντής του Ωδείου Αθηνών από το 1891, και ο Μανώλης Καλομοίρης καθόρισαν τη στάση της ελληνικής διανόησης, αλλά και της κοινής γνώμης, απέναντι σε φλέγοντα θέματα της εποχής, όπως το μουσικό ζήτημα, η εθνική σχολή, η εκκλησιαστική μουσική, οι αστικές λαϊκές πραγματικότητες. Όσον αφορά τις τελευταίες, αξίζει να σημειωθούν ορισμένες οντότητες οι οποίες διαπέρασαν τα γερμανικά σύνορα και επηρέασαν άλλους τόπους, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα: η γερμανική οπερέτα και το γερμανικό καμπαρέ, με σημείο αναφοράς το Βερολίνο, όπου δραστηριοποιούνται αμέτρητοι συνθέτες μεταξύ των οποίων και ο Όσκαρ Στράους. Το περίφημο “Buntes Theater”, ή “Überbrettl”, που ξεκινάει τη λειτουργία του από το 1901, ακολουθώντας το μοντέλο του Chat Noir του Παρισιού, είναι το επίκεντρο δημιουργίας της πόλης. Εκεί αναπτύσσεται και από εκεί εξάγεται ένα ιδιαίτερο είδος τραγουδιού. Μέχρι το 1926, το Βερολίνο φιλοξενεί μια τζαζ κοινότητα που αριθμεί 500 μέλη και προσφέρει το περιβάλλον για τη μίξη ποικίλων στοιχείων που καταφθάνουν σε αυτό ακόμη και από την Αμερική, όπως για παράδειγμα το φοξ τροτ. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του γερμανικού τραγουδιού "Nimm dir die kleine" σε μουσική του Willy Engel-Berger (Βόννη, 26 Αυγούστου 1890 - Βιέννη, 28 Αυγούστου 1946) και στίχους των Fritz Grünbaum (Brünn, Αυστροουγγαρία, 7 Απριλίου 1880 - KZ Dachau, ελ.: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, 14 Ιανουαρίου 1941) και Fritz Löhner-Beda (Wildenschwert της Βοημίας της Αυστροουγγαρίας, τώρα Ústí nad Orlicí της Τσεχίας, 24 Ιουνίου 1883 - Konzentrationslager Auschwitz Monowitz, ελ: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς ΙΙΙ στο Monowitz, 4 Δεκεμβρίου 1942).
Η παρτιτούρα του τραγουδιού με τίτλο "Spieldosen-Shimmy (Nimm dir die Kleine)" εκδόθηκε στη Βιέννη το 1921 από τον οίκο Wiener Boheme Verlag.
Πιθανότατα ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τον Jacques Rotter στο Βερολίνο στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 (Favorite F-0459 / 31 876 - F 452-I & F 478-I).
Την ίδια χρονιά ηχογραφήθηκε και από τη ρουμανική ορχήστρα Danse orkeste του Nicu Vladescu, ψευδώνυμο του Ioan Florescu (Joan Florescu).
Ηχογραφήθηκε επίσης από τον Paul O'Montis στο Βερολίνο στις 26 Ιουνίου 1928 για την Odeon (Be 6968 - O-2655-A).
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Γιάννη Πρινέα και τίτλο «Ξυπνητήρι - Σίμμυ» εκδόθηκε στην Αθήνα από τους Γαϊτάνο - Κωνσταντινίδη - Σταρρ.
Για τον τραγουδιστή της ηχογράφησης Μισαηλίδη βλέπε εδώ.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ