Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Mamá, yo quiero un novio" σε μουσική του Ουρουγουανού συνθέτη Ramón Collazo (Μοντεβιδέο, 25 Ιανουαρίου 1901 - Μοντεβιδέο, 16 Ιουλίου 1981) και στίχους του Roberto Fontaina (Μοντεβιδέο, 3 Ιανουαρίου 1900 - Μοντεβιδέο, 15 Φεβρουαρίου 1963).
Στην ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρκετές φορές σε διάφορες μορφές, γλώσσες και τοποθεσίες. Ενδεικτικά:
- Alberto Vila, Μπουένος Άιρες, 1928 (Victor BAVE 44311 - 80965)
- Jose'Melin e la sua orchestra Argentina, Ιταλία, 1928 ή 1929 (Columbia WB 3681 - CQ 358)
- "Santa Madonna", Maria Modzelewska, Βαρσοβία, 1929 (Syrena-Electro 21446 - 3584)
- "Mamă, eu vreau să mă'nsor", Jean Moscopol, πιθανόν Ρουμανία, 1929 ή 1930 (Homocord H-75120 - R. 4-11126-I)
- Antônio Gomez - Milonguita, Βραζιλία, 1929 (Parlophon 2772-1 - 13059b)
- Trio Argentino, Μαδρίτη, 25 Μαρτίου 1929 (Gramophone BJ 2057 - AE 2601)
- L'Orchestre Argentin Bachicha, Παρίσι, 1930 (Odeon KI 3402 - 238042)
- Orquesta Francesa de Belisario López, Αβάνα, Ιούνιος 1930 (Brunswick HV33000 - 41231
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Πωλ Μενεστρέλ εκδόθηκε από τις εκδόσεις Στέφανου Γαϊτάνου με τον τίτλο "Mαμά... θέλω έν' αντρούλη".
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον Μιχάλη Θωμάκο (παρούσα ηχογράφηση), την Ελένη Παπαδάκη και τον Τέτο Δημητριάδη.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης, Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης
Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους.
Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Mamá, yo quiero un novio" σε μουσική του Ουρουγουανού συνθέτη Ramón Collazo (Μοντεβιδέο, 25 Ιανουαρίου 1901 - Μοντεβιδέο, 16 Ιουλίου 1981) και στίχους του Roberto Fontaina (Μοντεβιδέο, 3 Ιανουαρίου 1900 - Μοντεβιδέο, 15 Φεβρουαρίου 1963).
Στην ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρκετές φορές σε διάφορες μορφές, γλώσσες και τοποθεσίες. Ενδεικτικά:
- Alberto Vila, Μπουένος Άιρες, 1928 (Victor BAVE 44311 - 80965)
- Jose'Melin e la sua orchestra Argentina, Ιταλία, 1928 ή 1929 (Columbia WB 3681 - CQ 358)
- "Santa Madonna", Maria Modzelewska, Βαρσοβία, 1929 (Syrena-Electro 21446 - 3584)
- "Mamă, eu vreau să mă'nsor", Jean Moscopol, πιθανόν Ρουμανία, 1929 ή 1930 (Homocord H-75120 - R. 4-11126-I)
- Antônio Gomez - Milonguita, Βραζιλία, 1929 (Parlophon 2772-1 - 13059b)
- Trio Argentino, Μαδρίτη, 25 Μαρτίου 1929 (Gramophone BJ 2057 - AE 2601)
- L'Orchestre Argentin Bachicha, Παρίσι, 1930 (Odeon KI 3402 - 238042)
- Orquesta Francesa de Belisario López, Αβάνα, Ιούνιος 1930 (Brunswick HV33000 - 41231
Η ελληνική παρτιτούρα με στίχους του Πωλ Μενεστρέλ εκδόθηκε από τις εκδόσεις Στέφανου Γαϊτάνου με τον τίτλο "Mαμά... θέλω έν' αντρούλη".
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον Μιχάλη Θωμάκο (παρούσα ηχογράφηση), την Ελένη Παπαδάκη και τον Τέτο Δημητριάδη.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης, Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ