Η βάρκα

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Ένα από αυτά τα συναρπαστικά δίκτυα αφορά τον ισπανικό κόσμο, ο οποίος, μέσω πολυποίκιλων διαδρομών, συναντά τον ελληνικό. Κομβικό κεφάλαιο αυτής της επιρροής αποτέλεσε η ανεπανάληπτη διεθνής επιτυχία που πέτυχε μια ισπανική εστουδιαντίνα, το 1878 στο Παρίσι. Μετά την επιτυχία της, πραγματοποίησε περιοδείες σε αμέτρητες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Με βάση τις πηγές, στις 28 Φεβρουαρίου του 1886, η ισπανική εστουδιαντίνα έδωσε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και στις 26 και 29 Απριλίου στην Αθήνα (για την πρώτη ελληνική εστουδιαντίνα βλ. Ordoulidis, 2021a: 88–100 και Ordoulidis, 2021b). Οι Ισπανοί φοιτητές καθιστούν mainstream την κουλτούρα των ημι-επαγγελματικών μουσικών ομίλων, της μπαντουρίας, του μαντολίνου, της κιθάρας, της “tuna”, δηλαδή της καντάδας του δρόμου, και της habanera. Η τελευταία διανύει μια διαδρομή που εκκινεί από τα αφρο-κουβανέζικα ρεπερτόρια και φτάνει να οικειοποιηθεί και από τους Έλληνες μουσικούς, βρίσκοντας μάλιστα τη θέση της ακόμη και στη φόρμα του μανέ (βλέπε για παράδειγμα το Σμυρναίικο μινόρε, Gramophone 12574b). Το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και η σχέση των δύο (μουσικής–θεάτρου) είναι περισσότερο από δυναμική. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά και, αφετέρου, τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Το 1894, όταν παίζεται για πρώτη φορά η παράσταση της πιο δημοφιλούς τότε θαρθουέλας (zarzuela) “La Gran Vía”, ανοίγεται ένας νέος δρόμος που θα οδηγήσει στην εμφάνιση της αθηναϊκής επιθεώρησης. Έκτοτε, ισπανικά τραγούδια διασκευάζονται στα ελληνικά. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ισπανικές σχέσεις.

Το εν λόγω κομμάτι αποτελεί ελληνική διασκευή της ισπανικής Barcarola "Así escuchando de la mar", (και σε κύλινδρο) η οποία προέρχεται από την δεύτερη σκηνή της Α΄ πράξης της θαρθουέλας (zarzuela) "Los Sobrinos del Capitán Grant", σε μουσική του Manuel Fernández Caballero και λιμπρέτο του Miguel Ramos Carrión.

Η θαρθουέλα "Los Sobrinos del Capitán Grant", το λιμπρέτο της οποίας βασίζεται στη νουβέλα του Ιούλιου Βερν "Les Enfants du capitaine Grant" (1867), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro del Príncipe Alfonso της Μαδρίτης, στις 25 Αυγούστου του 1877. Πιθανότατα, από την ίδια χρονιά προέρχεται και η πρώτη έκδοση της παρτιτούρας, η οποία βρίσκεται στην Biblioteca Nacional de España (Los sobrinos del Capitán Grant. Así escuchando de la mar el melancólico rumor).

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα συλλεχθέντα στοιχεία, στην ελληνική ιστορική δισκογραφία εντοπίζεται μία ακόμα ηχογράφηση του τραγουδιού, με τον τίτλο "Έλα να φύγομε τα δυο", η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη, τον Απρίλιο του 1918 περίπου, από το Helmis-Vassel Quartette (Columbia USA 84245 – E3921).

Στην παρτιτούρα της ελληνικής εκδοχής του τραγουδιού, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο "Στη βάρκα" από τον εκδοτικό οίκο Π. Ζανουδάκης & Σας στην Αλεξάνδρεια, και η οποία βρίσκεται στην Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη», αναγράφονται τα εξής: Αρχικά, στο εξώφυλλο φαίνεται πως η μουσική και οι στίχοι προέρχονται από τον Π. Δ. Τσαμπουνάρη ή Τσαμπουνάρα («Ποίησις και Μουσικής Π. Δ. Τσαμπουνάρη»). Εντός της παρτιτούρας, όμως, διαβάζουμε στην αριστερή πλευρά «Ποίησις Χ. Χ.». Όπως επισημαίνουν οι Γιώργος Κωνστάντζος, Θωμάς Ταμβάκος και Αθανάσιος Τρικούπης (2014: 150–151), «Χ. Χ.» ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο συνθέτης Σωτήριος Γκρεκ.

Το πιο συναρπαστικό στοιχείο, δε, αφορά στην αναφορά κάτω από τον τίτλο «Μελωδία εκ του Ιταλικού». Εδώ φανερώνεται, με έναν ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο, μία από τις πτυχές του υπερ-σύνθετου δικτύου, στο οποίο οι μουσικές διακινούνται, επί της ουσίας σε όλη την Ευρώπη. Πώς σχηματίζονται κόμβοι και μέσω ποιας διαδρομής καταφθάνουν σε τόπους-κλειδιά, οι οποίοι τις οικειοποιούνται και τις επικαιροποιούν, επιβεβαιώνοντας, έστω σε φαντασιακό επίπεδο, την Οικουμενόπολη του Κωνσταντίνου Δοξιάδη.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ισπανικοί στίχοι: Carrión Miguel Ramos
Ελληνικοί στίχοι: Χ. Χ.]
Τραγουδιστές:
Βιδάλης Γιώργος, Χορωδία
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Κωνσταντινίδης Γρηγόρης
Χρονολογία ηχογράφησης:
1926
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
GA-1122/A 154212
Αριθμός μήτρας:
Gο 328
Διάρκεια:
3:17
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_GA1122_IVarka
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Η βάρκα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10366

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Ένα από αυτά τα συναρπαστικά δίκτυα αφορά τον ισπανικό κόσμο, ο οποίος, μέσω πολυποίκιλων διαδρομών, συναντά τον ελληνικό. Κομβικό κεφάλαιο αυτής της επιρροής αποτέλεσε η ανεπανάληπτη διεθνής επιτυχία που πέτυχε μια ισπανική εστουδιαντίνα, το 1878 στο Παρίσι. Μετά την επιτυχία της, πραγματοποίησε περιοδείες σε αμέτρητες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Με βάση τις πηγές, στις 28 Φεβρουαρίου του 1886, η ισπανική εστουδιαντίνα έδωσε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και στις 26 και 29 Απριλίου στην Αθήνα (για την πρώτη ελληνική εστουδιαντίνα βλ. Ordoulidis, 2021a: 88–100 και Ordoulidis, 2021b). Οι Ισπανοί φοιτητές καθιστούν mainstream την κουλτούρα των ημι-επαγγελματικών μουσικών ομίλων, της μπαντουρίας, του μαντολίνου, της κιθάρας, της “tuna”, δηλαδή της καντάδας του δρόμου, και της habanera. Η τελευταία διανύει μια διαδρομή που εκκινεί από τα αφρο-κουβανέζικα ρεπερτόρια και φτάνει να οικειοποιηθεί και από τους Έλληνες μουσικούς, βρίσκοντας μάλιστα τη θέση της ακόμη και στη φόρμα του μανέ (βλέπε για παράδειγμα το Σμυρναίικο μινόρε, Gramophone 12574b). Το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και η σχέση των δύο (μουσικής–θεάτρου) είναι περισσότερο από δυναμική. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά και, αφετέρου, τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Το 1894, όταν παίζεται για πρώτη φορά η παράσταση της πιο δημοφιλούς τότε θαρθουέλας (zarzuela) “La Gran Vía”, ανοίγεται ένας νέος δρόμος που θα οδηγήσει στην εμφάνιση της αθηναϊκής επιθεώρησης. Έκτοτε, ισπανικά τραγούδια διασκευάζονται στα ελληνικά. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ισπανικές σχέσεις.

Το εν λόγω κομμάτι αποτελεί ελληνική διασκευή της ισπανικής Barcarola "Así escuchando de la mar", (και σε κύλινδρο) η οποία προέρχεται από την δεύτερη σκηνή της Α΄ πράξης της θαρθουέλας (zarzuela) "Los Sobrinos del Capitán Grant", σε μουσική του Manuel Fernández Caballero και λιμπρέτο του Miguel Ramos Carrión.

Η θαρθουέλα "Los Sobrinos del Capitán Grant", το λιμπρέτο της οποίας βασίζεται στη νουβέλα του Ιούλιου Βερν "Les Enfants du capitaine Grant" (1867), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro del Príncipe Alfonso της Μαδρίτης, στις 25 Αυγούστου του 1877. Πιθανότατα, από την ίδια χρονιά προέρχεται και η πρώτη έκδοση της παρτιτούρας, η οποία βρίσκεται στην Biblioteca Nacional de España (Los sobrinos del Capitán Grant. Así escuchando de la mar el melancólico rumor).

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα συλλεχθέντα στοιχεία, στην ελληνική ιστορική δισκογραφία εντοπίζεται μία ακόμα ηχογράφηση του τραγουδιού, με τον τίτλο "Έλα να φύγομε τα δυο", η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη, τον Απρίλιο του 1918 περίπου, από το Helmis-Vassel Quartette (Columbia USA 84245 – E3921).

Στην παρτιτούρα της ελληνικής εκδοχής του τραγουδιού, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο "Στη βάρκα" από τον εκδοτικό οίκο Π. Ζανουδάκης & Σας στην Αλεξάνδρεια, και η οποία βρίσκεται στην Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη», αναγράφονται τα εξής: Αρχικά, στο εξώφυλλο φαίνεται πως η μουσική και οι στίχοι προέρχονται από τον Π. Δ. Τσαμπουνάρη ή Τσαμπουνάρα («Ποίησις και Μουσικής Π. Δ. Τσαμπουνάρη»). Εντός της παρτιτούρας, όμως, διαβάζουμε στην αριστερή πλευρά «Ποίησις Χ. Χ.». Όπως επισημαίνουν οι Γιώργος Κωνστάντζος, Θωμάς Ταμβάκος και Αθανάσιος Τρικούπης (2014: 150–151), «Χ. Χ.» ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο συνθέτης Σωτήριος Γκρεκ.

Το πιο συναρπαστικό στοιχείο, δε, αφορά στην αναφορά κάτω από τον τίτλο «Μελωδία εκ του Ιταλικού». Εδώ φανερώνεται, με έναν ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο, μία από τις πτυχές του υπερ-σύνθετου δικτύου, στο οποίο οι μουσικές διακινούνται, επί της ουσίας σε όλη την Ευρώπη. Πώς σχηματίζονται κόμβοι και μέσω ποιας διαδρομής καταφθάνουν σε τόπους-κλειδιά, οι οποίοι τις οικειοποιούνται και τις επικαιροποιούν, επιβεβαιώνοντας, έστω σε φαντασιακό επίπεδο, την Οικουμενόπολη του Κωνσταντίνου Δοξιάδη.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ισπανικοί στίχοι: Carrión Miguel Ramos
Ελληνικοί στίχοι: Χ. Χ.]
Τραγουδιστές:
Βιδάλης Γιώργος, Χορωδία
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Κωνσταντινίδης Γρηγόρης
Χρονολογία ηχογράφησης:
1926
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
GA-1122/A 154212
Αριθμός μήτρας:
Gο 328
Διάρκεια:
3:17
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_GA1122_IVarka
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Η βάρκα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10366

Δείτε επίσης