Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Η εν λόγω ηχογράφηση ανήκει σε ένα corpus ηχογραφημένων τραγουδιών, στα οποία οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ιταλόφωνα. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση των τραγουδιών αυτών από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και για τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η ηχογράφηση «Σαλωμέ».
Πρόκειται για διασκευή με ελληνικούς στίχους του Duetto Comico Nr. 5, γνωστό και ως “Salomè”, από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης ιταλικής οπερέτας "Scugnizza", σε μουσική του Mario Pasquale Costa (Τάραντας, Ιταλία, 24 Ιουλίου 1858 – Μόντε Κάρλο, Μονακό, 27 Σεπτεμβρίου 1933) και λιμπρέτο του Carlo Lombardo (Νάπολη, 28 Νοεμβρίου 1869 – Μιλάνο, 19 Δεκεμβρίου 1959). Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τους χαρακτήρες της Salomè και του Chic. Η οπερέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Vittorio Alfieri του Τορίνου, στις 16 Δεκεμβρίου 1922.
Το λιμπρέτο και το σπαρτίτο της οπερέτας καθώς και η παρτιτούρα του τραγουδιού (δες εδώ) εκδόθηκαν στο Μιλάνο το 1922 από τον οίκο "Casa editrice musicale Carlo Lombardo".
Στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
- "Scugnizza. Una Rondine Non Fa Primavera", Ines Talamo & Aristide Barrachi, Μιλάνο, 1927 (Columbia 70758 – 14102-F).
- "Scugnizza: Bada Salomè", Ines Talamo & A. Ferrini, Ιταλία, 1927 (Columbia B 1117 – DQ 286 & D5344).
- "Scugnizza: Una rondine non fa primavera", Anna Seleri & Alfredo Poggianti, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1927 (HMV BD 4874-2 – 7-254208, R5733, GW750).
- "Scugnizza: Salomè", Giuseppina Baldassare-Tedeschi - Berettini, Μιλάνο, 23 Ιανουαρίου 1928 (Fonotipia Pho6156– 168122).
- "Scugnizza: Salomè", Orchestra Ferucci, Μιλάνο, 1928 (Odeon Mo 2167 - 167376a - O-7667).
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε παρτιτούρα στην Ελλάδα, με στίχους του Ζ. Λώρα, από τις εκδόσεις «Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδη – Σταρρ». Από τους ίδιους εκδότες κυκλοφόρησε ένα ακόμα τραγούδι από την οπερέτα, η «Ναπολιτάνα».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, η οπερέτα παραστάθηκε – πιθανότατα για πρώτη φορά στην Ελλάδα – στο Θέατρο Ολύμπια την 1η Μαΐου 1925 από τον ιταλικό θίασο "Città di Cairo" με τίτλο «Η αλανιάρα» και την Τζίνα Κόντι στο ρόλο της Σαλωμέ. Ανάμεσα στα έργα που παρουσίασε ο θίασος στο θέατρο Ολύμπια περιλαμβάνεται και η ιταλική οπερέτα "Il Paese dei Campanelli" (με τον τίτλο «Στο χωριό των κουδουνιών» ή «Η χώρα των κουδουνιών»), στις 21 Απριλίου 1925.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Ιουλίου 1925, η οπερέτα ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ (Πανελλήνιον) από ελληνικό θίασο, στον οποίο συμμετέχουν η Ολυμπία Καντιώτη-Ριτσιάδη, η Σωσώ Κανδύλη, η Α. Λοράνδου, ο Κοφινιώτης, ο Οικονόμου κ.ά. Σε αυτή την παράσταση αναφέρεται η αναγραφή στην ετικέτα του δίσκου «Επαίχθη διά πρώτην φοράν από την κ. Ολυμπία Καντιώτου Ριτσιάρδη».
Προφανώς, λόγω της επιτυχίας που γνώρισε, παρουσιάστηκε και την επόμενη χρονιά, το 1926, στο Θέατρο Μοντιάλ (Πανελλήνιον), από τη Νέα Ελληνική Οπερέτα, στην οποία συμμετείχαν οι: Αρντάτωφ, Κοφινιώτης, Λαουτάρη, Ολυμπία Καντιώτη-Ριτσιάρδη κ.ά.
Τη δεκαετία του 1930 θα παρουσιαστεί στο θέατρο Πιγκάλ στον Πειραιά, από τον θίασο της Τιτίκας Σοφιάδου.
Με τα μέχρι τώρα συλλεχθέντα στοιχεία, η παρούσα ηχογράφηση μαζί με εκείνη του τραγουδιού «Ναπολιτάνα», το οποίο ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το 1925 από τον Γιώργο Βιδάλη (Odeon Go 125 – GA 1072 – A 154141), αποτελούν τις μοναδικές ηχογραφήσεις της ιταλικής οπερέτας στην ελληνική ιστορική δισκογραφία.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Η εν λόγω ηχογράφηση ανήκει σε ένα corpus ηχογραφημένων τραγουδιών, στα οποία οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ιταλόφωνα. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση των τραγουδιών αυτών από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και για τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η ηχογράφηση «Σαλωμέ».
Πρόκειται για διασκευή με ελληνικούς στίχους του Duetto Comico Nr. 5, γνωστό και ως “Salomè”, από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης ιταλικής οπερέτας "Scugnizza", σε μουσική του Mario Pasquale Costa (Τάραντας, Ιταλία, 24 Ιουλίου 1858 – Μόντε Κάρλο, Μονακό, 27 Σεπτεμβρίου 1933) και λιμπρέτο του Carlo Lombardo (Νάπολη, 28 Νοεμβρίου 1869 – Μιλάνο, 19 Δεκεμβρίου 1959). Στην οπερέτα ερμηνεύεται από τους χαρακτήρες της Salomè και του Chic. Η οπερέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Vittorio Alfieri του Τορίνου, στις 16 Δεκεμβρίου 1922.
Το λιμπρέτο και το σπαρτίτο της οπερέτας καθώς και η παρτιτούρα του τραγουδιού (δες εδώ) εκδόθηκαν στο Μιλάνο το 1922 από τον οίκο "Casa editrice musicale Carlo Lombardo".
Στην ιταλική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής οι παρακάτω ηχογραφήσεις:
- "Scugnizza. Una Rondine Non Fa Primavera", Ines Talamo & Aristide Barrachi, Μιλάνο, 1927 (Columbia 70758 – 14102-F).
- "Scugnizza: Bada Salomè", Ines Talamo & A. Ferrini, Ιταλία, 1927 (Columbia B 1117 – DQ 286 & D5344).
- "Scugnizza: Una rondine non fa primavera", Anna Seleri & Alfredo Poggianti, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1927 (HMV BD 4874-2 – 7-254208, R5733, GW750).
- "Scugnizza: Salomè", Giuseppina Baldassare-Tedeschi - Berettini, Μιλάνο, 23 Ιανουαρίου 1928 (Fonotipia Pho6156– 168122).
- "Scugnizza: Salomè", Orchestra Ferucci, Μιλάνο, 1928 (Odeon Mo 2167 - 167376a - O-7667).
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε παρτιτούρα στην Ελλάδα, με στίχους του Ζ. Λώρα, από τις εκδόσεις «Γαϊτάνου – Κωνσταντινίδη – Σταρρ». Από τους ίδιους εκδότες κυκλοφόρησε ένα ακόμα τραγούδι από την οπερέτα, η «Ναπολιτάνα».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, η οπερέτα παραστάθηκε – πιθανότατα για πρώτη φορά στην Ελλάδα – στο Θέατρο Ολύμπια την 1η Μαΐου 1925 από τον ιταλικό θίασο "Città di Cairo" με τίτλο «Η αλανιάρα» και την Τζίνα Κόντι στο ρόλο της Σαλωμέ. Ανάμεσα στα έργα που παρουσίασε ο θίασος στο θέατρο Ολύμπια περιλαμβάνεται και η ιταλική οπερέτα "Il Paese dei Campanelli" (με τον τίτλο «Στο χωριό των κουδουνιών» ή «Η χώρα των κουδουνιών»), στις 21 Απριλίου 1925.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Ιουλίου 1925, η οπερέτα ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ (Πανελλήνιον) από ελληνικό θίασο, στον οποίο συμμετέχουν η Ολυμπία Καντιώτη-Ριτσιάδη, η Σωσώ Κανδύλη, η Α. Λοράνδου, ο Κοφινιώτης, ο Οικονόμου κ.ά. Σε αυτή την παράσταση αναφέρεται η αναγραφή στην ετικέτα του δίσκου «Επαίχθη διά πρώτην φοράν από την κ. Ολυμπία Καντιώτου Ριτσιάρδη».
Προφανώς, λόγω της επιτυχίας που γνώρισε, παρουσιάστηκε και την επόμενη χρονιά, το 1926, στο Θέατρο Μοντιάλ (Πανελλήνιον), από τη Νέα Ελληνική Οπερέτα, στην οποία συμμετείχαν οι: Αρντάτωφ, Κοφινιώτης, Λαουτάρη, Ολυμπία Καντιώτη-Ριτσιάρδη κ.ά.
Τη δεκαετία του 1930 θα παρουσιαστεί στο θέατρο Πιγκάλ στον Πειραιά, από τον θίασο της Τιτίκας Σοφιάδου.
Με τα μέχρι τώρα συλλεχθέντα στοιχεία, η παρούσα ηχογράφηση μαζί με εκείνη του τραγουδιού «Ναπολιτάνα», το οποίο ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το 1925 από τον Γιώργο Βιδάλη (Odeon Go 125 – GA 1072 – A 154141), αποτελούν τις μοναδικές ηχογραφήσεις της ιταλικής οπερέτας στην ελληνική ιστορική δισκογραφία.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ