Gran via - Barkarola

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Ένα από αυτά τα συναρπαστικά δίκτυα αφορά τον ισπανικό κόσμο, ο οποίος, μέσω πολυποίκιλων διαδρομών, συναντά τον ελληνικό. Κομβικό κεφάλαιο αυτής της επιρροής αποτέλεσε η ανεπανάληπτη διεθνής επιτυχία που πέτυχε μια ισπανική εστουδιαντίνα, το 1878 στο Παρίσι. Μετά την επιτυχία της, πραγματοποίησε περιοδείες σε αμέτρητες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Με βάση τις πηγές, στις 28 Φεβρουαρίου του 1886, η ισπανική εστουδιαντίνα έδωσε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και στις 26 και 29 Απριλίου στην Αθήνα (για την πρώτη ελληνική εστουδιαντίνα βλ. Ordoulidis, 2021a: 88–100 και Ordoulidis, 2021b). Οι Ισπανοί φοιτητές καθιστούν mainstream την κουλτούρα των ημι-επαγγελματικών μουσικών ομίλων, της μπαντουρίας, του μαντολίνου, της κιθάρας, της “tuna”, δηλαδή της καντάδας του δρόμου, και της habanera. Η τελευταία διανύει μια διαδρομή που εκκινεί από τα αφρο-κουβανέζικα ρεπερτόρια και φτάνει να οικειοποιηθεί και από τους Έλληνες μουσικούς, βρίσκοντας μάλιστα τη θέση της ακόμη και στη φόρμα του μανέ (βλέπε για παράδειγμα το Σμυρναίικο μινόρε, Gramophone 12574b). Το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και η σχέση των δύο (μουσικής–θεάτρου) είναι περισσότερο από δυναμική. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά και, αφετέρου, τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Το 1894, όταν παίζεται για πρώτη φορά η παράσταση της πιο δημοφιλούς τότε θαρθουέλας (zarzuela) “La Gran Vía”, ανοίγεται ένας νέος δρόμος που θα οδηγήσει στην εμφάνιση της αθηναϊκής επιθεώρησης. Έκτοτε, ισπανικά τραγούδια διασκευάζονται στα ελληνικά. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ισπανικές σχέσεις. Τέλος, ουκ ολίγες φορές, συναντάμε τραγούδια των οποίων οι δημιουργοί γεννήθηκαν σε διαφορετικό τόπο, έδρασαν σε άλλον, και, εντέλει, συναντήθηκαν σε τρίτους τόπους και δημιούργησαν ένα νέο έργο, εμπνεόμενοι πολλές φορές από κάποιο προϋπάρχον. Αναμφισβήτητα, τέτοιου τύπου περιπτώσεις καταδεικνύουν την συνθετότητα όσον αφορά τα ζητήματα κυριότητας των έργων, αλλά και του προβλήματος εφαρμογής εθνικών προσήμων στις μουσικές δημιουργίες.

Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Gran via - Barkarola", τίτλος που παραπέμπει στη διάσημη ισπανική θαρθουέλα “La Gran Vía”, σε μουσική των Federico Chueca και Joaquín Valverde και λιμπρέτο του Felipe Pérez y González. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Teatro Felipe της Μαδρίτης, στις 2 Ιουλίου του 1886.

Ενδεικτικό της επιτυχίας της είναι ότι κάποια από τα τραγούδια, όπως το “Vals de El Caballero de Gracia” (Ariston 2024) και "Jota de los Ratas" (Ariston 2023), κυκλοφόρησαν σε δίσκο 33 εκατοστών και 24 οπών από διάτρητο χαρτόνι, ένα από τα πρώτα συστήματα εγγραφής ήχου, επί της ουσίας όμως μέλος της μεγάλης και ιστορικής οικογένειας των μηχανικών μουσικών οργάνων.

Η πρώτη έκδοση της παρτιτούρας της θαρθουέλας κυκλοφόρησε γύρω στα 1886 στη Μαδρίτη από τον Pablo Martín.

Το τραγούδι, όμως, της συγκεκριμένης ηχογράφησης δεν περιλαμβάνεται στην έκδοση αυτή ούτε σε κάποια από τις διασωθείσες μεταγενέστερες εκδόσεις-εκδοχές της zarzuela ή στις σύγχρονες ισπανικές αναβιώσεις του έργου.

Η παρτιτούρα του, ωστόσο, με τίτλο “Serenata Marinaresca” και ιταλικούς στίχους, δημοσιεύτηκε μαζί με άλλα αποσπάσματα από τη “La Gran Via” στη Μουσική Εφημερίδα, το 1895. Περιλαμβάνεται στον Γ' τόμο του βιβλίου των Θόδωρου Χατζηπανταζή και Λίλας Μαράκα Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση (1977: 499-502). Στην παρτιτούρα αναγράφεται "Musica de Chueca V. Valverde".

Οι στίχοι της παραπάνω παρτιτούρας εντοπίζονται, με τον τίτλο “Marinaresca”, και στην ιταλική έκδοση του λιμπρέτου της θαρθουέλας, το οποίο εκδόθηκε το 1895 από τον οίκο Stampata da B.C. a beneficio del zoppo Ferrarini, στο Castelfranco Emilia της Μόντενα καθώς και την ίδια χρονιά στο Τορίνο από την Tipografia Origlia, Festa e Comp.

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας, ωστόσο, εντοπίζεται παρτιτούρα του εν λόγω τραγουδιού με τίτλο “El amor es la vida”. Εκδόθηκε στη Μαδρίτη το 1871, δεκαπέντε χρόνια πριν την πρώτη παρουσίαση της zarzuela, από τον Antonio Romero (Calc. de Mascardo). Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, τη μουσική του τραγουδιού υπογράφει ο Ισπανός συνθέτης Gaspar Espinosa de los Monteros (Murcia 1836 - ; 1898) και τους στίχους ο Manuel G. Domínguez.

Έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι ακόλουθες ηχογραφήσεις στην ιστορική δισκογραφία:

- "El amor es la vida (de los Moteros)", Fernando Valero, Λονδίνο, 16 Ιουνίου 1903 (Gramophone & Typewriter 3926b – 52719)
- "El amor es la vida", Carlos Curti's Mexican Orchestra, Νέα Υόρκη, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1906 (American Record Co. 031367).

Τραγούδι με αυτό τον τίτλο, για το οποίο, όμως, δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής ηχητικό υλικό, ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ πριν τον Απρίλιο του 1899 από τον τενόρο Arthur B. Adamini για τη Berliner (Berliner 1244).

Ηχογραφήθηκε, επίσης, από το Quinteto Jordá στο Μεξικό, σε κύλινδρο Edison (Edison Gold Moulded Record 18780), που κυκλοφόρησε το 1905.

Φαίνεται πως το τραγούδι εντάχθηκε κάποια στιγμή σε παραστάσεις της θαρθουέλας, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές που ανέβασαν ιταλικοί θίασοι, όπως προκύπτει και από το λιμπρέτο που αναφέρεται παραπάνω. 'Αλλωστε, η ιταλική έκδοση της παρτιτούρας του τραγουδιού περιλαμβάνεται, μαζί με άλλες παρτιτούρες, στην έκδοση "Il teatro illustrato : ritratti di maestri ed artisti celebri, vedute e bozzetti di scene, disegni di teatri monumentali, costumi teatrali, ornamentazioni, ecc., ecc", η οποία κυκλοφόρησε το 1881 στο Μιλάνο από τις εκδόσεις Sonzogno.

Παραμένει άγνωστο αν η προσθήκη πραγματοποιήθηκε από τους δημιουργούς της “La Gran Via” ή αν εντάχθηκε στη zarzuela με πρωτοβουλία των συντελεστών των παραστάσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η εκδοχή της θαρθουέλας που παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1894 ο ιταλικός θίασος «Γονζάλες», στο χειμερινό θέατρο Κωμωδιών της Αθήνας, με πρωταγωνίστριες τις υψίφωνες Annita (Nina) d' Agostini και Tecla Cordové, περιελάμβανε το τραγούδι της παρούσας ηχογράφησης. Όπως μας επισήμανε ο Μανόλης Σειραγάκης, η Barcarola είχε μεγάλη επιτυχία στα θέατρα των Αθηνών, αφού ήταν το πρώτο στοιχείο του έργου που αντιγράφτηκε και ακούστηκε αμέσως σε άλλα θέατρα αυτόνομα. Γενικότερα, οι παραστάσεις θα ενθουσιάσουν το αθηναϊκό κοινό και θα γνωρίσουν τεράστια επιτυχία, δρομολογώντας τις εξελίξεις για την εμφάνιση ενός νέου θεατρικού είδους, της Αθηναϊκής Επιθεώρησης (βλ. επίσης Μαράκα, 2000).

H "Barcarolla", σε νεότερη εκτέλεση στην ιταλική και ελληνική γλώσσα (βλ. εδώ από το 04 26 έως το 09 20), συμπεριλήφθηκε στο επεισόδιο «Παρίσι της Ανατολής» της τηλεοπτικής σειράς δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ «Ιστορία γραμμένη με νότες», σε σενάριο του καθηγητή θεατρολογίας Θόδωρου Χατζηπανταζή, σκηνοθεσία του Γιώργου Μ. Δάμπαση και μουσική επιμέλεια του Τάκη Αθηναίου. Η σειρά, παραγωγή της ΕΡΤ ΑΕ, προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1 της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης το 1983.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ισπανικοί στίχοι: Domínguez Manuel G.
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος]
Τραγουδιστές:
Ζουναράκης Πέτρος
Χρονολογία ηχογράφησης:
1906
Τόπος ηχογράφησης:
Κωνσταντινούπολη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
No. 1830
Αριθμός μήτρας:
C 839
Διάρκεια:
2:27
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 7'' (18 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_1830_GranVia_Barkarola
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Gran via - Barkarola", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=11107

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Ένα από αυτά τα συναρπαστικά δίκτυα αφορά τον ισπανικό κόσμο, ο οποίος, μέσω πολυποίκιλων διαδρομών, συναντά τον ελληνικό. Κομβικό κεφάλαιο αυτής της επιρροής αποτέλεσε η ανεπανάληπτη διεθνής επιτυχία που πέτυχε μια ισπανική εστουδιαντίνα, το 1878 στο Παρίσι. Μετά την επιτυχία της, πραγματοποίησε περιοδείες σε αμέτρητες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Με βάση τις πηγές, στις 28 Φεβρουαρίου του 1886, η ισπανική εστουδιαντίνα έδωσε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη και στις 26 και 29 Απριλίου στην Αθήνα (για την πρώτη ελληνική εστουδιαντίνα βλ. Ordoulidis, 2021a: 88–100 και Ordoulidis, 2021b). Οι Ισπανοί φοιτητές καθιστούν mainstream την κουλτούρα των ημι-επαγγελματικών μουσικών ομίλων, της μπαντουρίας, του μαντολίνου, της κιθάρας, της “tuna”, δηλαδή της καντάδας του δρόμου, και της habanera. Η τελευταία διανύει μια διαδρομή που εκκινεί από τα αφρο-κουβανέζικα ρεπερτόρια και φτάνει να οικειοποιηθεί και από τους Έλληνες μουσικούς, βρίσκοντας μάλιστα τη θέση της ακόμη και στη φόρμα του μανέ (βλέπε για παράδειγμα το Σμυρναίικο μινόρε, Gramophone 12574b). Το δίκτυο του θεάτρου αποτελεί περιβάλλον-κλειδί για την διακίνηση μουσικής και η σχέση των δύο (μουσικής–θεάτρου) είναι περισσότερο από δυναμική. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά και, αφετέρου, τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Το 1894, όταν παίζεται για πρώτη φορά η παράσταση της πιο δημοφιλούς τότε θαρθουέλας (zarzuela) “La Gran Vía”, ανοίγεται ένας νέος δρόμος που θα οδηγήσει στην εμφάνιση της αθηναϊκής επιθεώρησης. Έκτοτε, ισπανικά τραγούδια διασκευάζονται στα ελληνικά. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ισπανικές σχέσεις. Τέλος, ουκ ολίγες φορές, συναντάμε τραγούδια των οποίων οι δημιουργοί γεννήθηκαν σε διαφορετικό τόπο, έδρασαν σε άλλον, και, εντέλει, συναντήθηκαν σε τρίτους τόπους και δημιούργησαν ένα νέο έργο, εμπνεόμενοι πολλές φορές από κάποιο προϋπάρχον. Αναμφισβήτητα, τέτοιου τύπου περιπτώσεις καταδεικνύουν την συνθετότητα όσον αφορά τα ζητήματα κυριότητας των έργων, αλλά και του προβλήματος εφαρμογής εθνικών προσήμων στις μουσικές δημιουργίες.

Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Gran via - Barkarola", τίτλος που παραπέμπει στη διάσημη ισπανική θαρθουέλα “La Gran Vía”, σε μουσική των Federico Chueca και Joaquín Valverde και λιμπρέτο του Felipe Pérez y González. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Teatro Felipe της Μαδρίτης, στις 2 Ιουλίου του 1886.

Ενδεικτικό της επιτυχίας της είναι ότι κάποια από τα τραγούδια, όπως το “Vals de El Caballero de Gracia” (Ariston 2024) και "Jota de los Ratas" (Ariston 2023), κυκλοφόρησαν σε δίσκο 33 εκατοστών και 24 οπών από διάτρητο χαρτόνι, ένα από τα πρώτα συστήματα εγγραφής ήχου, επί της ουσίας όμως μέλος της μεγάλης και ιστορικής οικογένειας των μηχανικών μουσικών οργάνων.

Η πρώτη έκδοση της παρτιτούρας της θαρθουέλας κυκλοφόρησε γύρω στα 1886 στη Μαδρίτη από τον Pablo Martín.

Το τραγούδι, όμως, της συγκεκριμένης ηχογράφησης δεν περιλαμβάνεται στην έκδοση αυτή ούτε σε κάποια από τις διασωθείσες μεταγενέστερες εκδόσεις-εκδοχές της zarzuela ή στις σύγχρονες ισπανικές αναβιώσεις του έργου.

Η παρτιτούρα του, ωστόσο, με τίτλο “Serenata Marinaresca” και ιταλικούς στίχους, δημοσιεύτηκε μαζί με άλλα αποσπάσματα από τη “La Gran Via” στη Μουσική Εφημερίδα, το 1895. Περιλαμβάνεται στον Γ' τόμο του βιβλίου των Θόδωρου Χατζηπανταζή και Λίλας Μαράκα Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση (1977: 499-502). Στην παρτιτούρα αναγράφεται "Musica de Chueca V. Valverde".

Οι στίχοι της παραπάνω παρτιτούρας εντοπίζονται, με τον τίτλο “Marinaresca”, και στην ιταλική έκδοση του λιμπρέτου της θαρθουέλας, το οποίο εκδόθηκε το 1895 από τον οίκο Stampata da B.C. a beneficio del zoppo Ferrarini, στο Castelfranco Emilia της Μόντενα καθώς και την ίδια χρονιά στο Τορίνο από την Tipografia Origlia, Festa e Comp.

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας, ωστόσο, εντοπίζεται παρτιτούρα του εν λόγω τραγουδιού με τίτλο “El amor es la vida”. Εκδόθηκε στη Μαδρίτη το 1871, δεκαπέντε χρόνια πριν την πρώτη παρουσίαση της zarzuela, από τον Antonio Romero (Calc. de Mascardo). Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, τη μουσική του τραγουδιού υπογράφει ο Ισπανός συνθέτης Gaspar Espinosa de los Monteros (Murcia 1836 - ; 1898) και τους στίχους ο Manuel G. Domínguez.

Έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι ακόλουθες ηχογραφήσεις στην ιστορική δισκογραφία:

- "El amor es la vida (de los Moteros)", Fernando Valero, Λονδίνο, 16 Ιουνίου 1903 (Gramophone & Typewriter 3926b – 52719)
- "El amor es la vida", Carlos Curti's Mexican Orchestra, Νέα Υόρκη, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1906 (American Record Co. 031367).

Τραγούδι με αυτό τον τίτλο, για το οποίο, όμως, δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής ηχητικό υλικό, ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ πριν τον Απρίλιο του 1899 από τον τενόρο Arthur B. Adamini για τη Berliner (Berliner 1244).

Ηχογραφήθηκε, επίσης, από το Quinteto Jordá στο Μεξικό, σε κύλινδρο Edison (Edison Gold Moulded Record 18780), που κυκλοφόρησε το 1905.

Φαίνεται πως το τραγούδι εντάχθηκε κάποια στιγμή σε παραστάσεις της θαρθουέλας, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές που ανέβασαν ιταλικοί θίασοι, όπως προκύπτει και από το λιμπρέτο που αναφέρεται παραπάνω. 'Αλλωστε, η ιταλική έκδοση της παρτιτούρας του τραγουδιού περιλαμβάνεται, μαζί με άλλες παρτιτούρες, στην έκδοση "Il teatro illustrato : ritratti di maestri ed artisti celebri, vedute e bozzetti di scene, disegni di teatri monumentali, costumi teatrali, ornamentazioni, ecc., ecc", η οποία κυκλοφόρησε το 1881 στο Μιλάνο από τις εκδόσεις Sonzogno.

Παραμένει άγνωστο αν η προσθήκη πραγματοποιήθηκε από τους δημιουργούς της “La Gran Via” ή αν εντάχθηκε στη zarzuela με πρωτοβουλία των συντελεστών των παραστάσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η εκδοχή της θαρθουέλας που παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1894 ο ιταλικός θίασος «Γονζάλες», στο χειμερινό θέατρο Κωμωδιών της Αθήνας, με πρωταγωνίστριες τις υψίφωνες Annita (Nina) d' Agostini και Tecla Cordové, περιελάμβανε το τραγούδι της παρούσας ηχογράφησης. Όπως μας επισήμανε ο Μανόλης Σειραγάκης, η Barcarola είχε μεγάλη επιτυχία στα θέατρα των Αθηνών, αφού ήταν το πρώτο στοιχείο του έργου που αντιγράφτηκε και ακούστηκε αμέσως σε άλλα θέατρα αυτόνομα. Γενικότερα, οι παραστάσεις θα ενθουσιάσουν το αθηναϊκό κοινό και θα γνωρίσουν τεράστια επιτυχία, δρομολογώντας τις εξελίξεις για την εμφάνιση ενός νέου θεατρικού είδους, της Αθηναϊκής Επιθεώρησης (βλ. επίσης Μαράκα, 2000).

H "Barcarolla", σε νεότερη εκτέλεση στην ιταλική και ελληνική γλώσσα (βλ. εδώ από το 04 26 έως το 09 20), συμπεριλήφθηκε στο επεισόδιο «Παρίσι της Ανατολής» της τηλεοπτικής σειράς δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ «Ιστορία γραμμένη με νότες», σε σενάριο του καθηγητή θεατρολογίας Θόδωρου Χατζηπανταζή, σκηνοθεσία του Γιώργου Μ. Δάμπαση και μουσική επιμέλεια του Τάκη Αθηναίου. Η σειρά, παραγωγή της ΕΡΤ ΑΕ, προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1 της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης το 1983.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ισπανικοί στίχοι: Domínguez Manuel G.
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος]
Τραγουδιστές:
Ζουναράκης Πέτρος
Χρονολογία ηχογράφησης:
1906
Τόπος ηχογράφησης:
Κωνσταντινούπολη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Odeon
Αριθμός καταλόγου:
No. 1830
Αριθμός μήτρας:
C 839
Διάρκεια:
2:27
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 7'' (18 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Odeon_1830_GranVia_Barkarola
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Gran via - Barkarola", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=11107

Δείτε επίσης