Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017b: 133-161), ερευνώντας "το άγνωστο αυτό κεφάλαιο των δημιουργικών συνομιλιών μεταξύ πολλαπλών εθνοπολιτισμικών ομάδων" και επιχειρώντας "μια πρώτη προσέγγιση της διείσδυσης των λαϊκών μουσικών παραδόσεων της Ρουμανίας στις ελληνικές αντίστοιχες, με βάση τις δισκογραφικές πηγές" αναφέρει για τη σίρμπα, τη χόρα και τη σχέση τους με το χασάπικο και σέρβικο:
"Κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, οι όροι hora και sirba της ρουμανικής γλώσσας φαίνεται ότι μετασχηματίζονται ελληνιστί σε χασάπικο και σέρβικο, εβραϊστί (yiddish) σε bulgar και freylekhs, τουρκιστί σε kasap, hora, longa και sirto. Χασάπικο και kasap είναι λέξεις κλειδιά για την κατανόηση της εξέλιξης αυτής. Στις γραπτές πηγές, hora και sirba φαίνεται να ταυτίζονται ως χοροί με το σινάφι των χασάπηδων της Κωνσταντινούπολης και τις εμπορικές συνδέσεις μεταφοράς βοοειδών από την Μολδαβία και την Βλαχία στην Πόλη, που μαρτυρούνται ήδη από τον 16ο αιώνα. [...] Είναι πολλοί οι χοροί που αποκαλούνται χόρα, σίρμπα, σέρβικο, χασάπικο, χασαποσέρβικο, συρτό χασάπικο, συρτό πολίτικο κ.ά., συναποτελώντας μια μεγάλη ομάδα με κοινά ρυθμολογικά χαρακτηριστικά, παρότι απλώνονται σε μια διευρυμένη μουσικοχορευτική γεωγραφία. Φαίνεται από το υλικό αυτό ότι η χόρα, ταυτισμένη με τη σίρμπα, γνωρίζει διάφορες τοπικές παραλλαγές. [...]
Στο αστικό τραγούδι του 20ού αιώνα, όπως αποτυπώνεται στις πηγές αυτές [δισκογραφία], το δίδυμο χόρα-σίρμπα μεταμορφώνεται σταδιακά πλήρως, ορίζοντας ένα νέο σχήμα, όπου η εναλλαγή αργό-γρήγορο είτε περιορίζεται ως καταληκτικό γύρισμα σε φωνητικές ή οργανικές συνθέσεις, είτε παίρνει τη μορφή χασάπικο-χασαποσέρβικο, με το αργό μέρος να περιλαμβάνει παλιές χόρες αργής ταχύτητας και το γρήγορο χόρες γρήγορης ταχύτητας, αλλά και σίρμπες.[...]
Η λέξη σίρμπα μαρτυρείται πολύ νωρίς στις ηχογραφήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. [...] Η συζευγμένη χρήση των όρων σίρμπα-χασάπικο καθιερώνεται τις επόμενες δεκαετίες. [...]
Κατά την αναγραφή τους πάνω στην ετικέτα του δίσκου, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος δεν βρίσκεται πλέον εντός παρενθέσεων, αλλά με παύλα δίπλα από τον πρώτο: «Serba – Hasapeko», υποδηλώνοντας είτε ταύτιση είτε μουσικό γύρισμα. [...]
Όπως είναι γνωστό η λέξη «σίρμπα» αποδίδει τη ρουμανική sârbă, που η προφορά της πλησιάζει περισσότερο στο ελληνικό «σι», παρά στο «σε». Η παραφθορά σε «σέρμπα» ωστόσο εδραιώνεται και βαθμιαία οδηγεί στην εσφαλμένη συσχέτιση της σίρμπας με την Σερβία, παγιώνοντας τους κοινούς σήμερα τύπους σέρβικο, χασαποσέρβικο και σερβικάκι.
Συμπερασματικά, ο όρος χασάπικο, ο οποίος ταυτίστηκε στη δισκογραφία με την Κωνσταντινούπολη, φαίνεται να έχει προκύψει ως συσσωμάτωση δυο μορφών, της χόρας και της σίρμπας. Αν και αυτό δεν συμβαίνει συστηματικά, με ακρίβεια και συνέπεια, η γένεσή του πρέπει να νοηθεί ως διαδικασία μουσικού μετασχηματισμού και αποεδαφικοποίησης, την οποία άλλωστε μαρτυρούν οι επιθετικοί προσδιορισμοί «ρουμάνικος» και «βλάχικος». Παρότι η μετέπειτα χρήση του όρου χασάπικο και της εξέλιξής του σε χασαποσέρβικο επιβλήθηκε τελικά στον χώρο της δισκογραφίας, η φύση του είναι απότοκη ενός διεσταλμένου γεωγραφικά χώρου, με πολυπολιτισμικές συνιστώσες".
Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017b: 133-161), ερευνώντας "το άγνωστο αυτό κεφάλαιο των δημιουργικών συνομιλιών μεταξύ πολλαπλών εθνοπολιτισμικών ομάδων" και επιχειρώντας "μια πρώτη προσέγγιση της διείσδυσης των λαϊκών μουσικών παραδόσεων της Ρουμανίας στις ελληνικές αντίστοιχες, με βάση τις δισκογραφικές πηγές" αναφέρει για τη σίρμπα, τη χόρα και τη σχέση τους με το χασάπικο και σέρβικο:
"Κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, οι όροι hora και sirba της ρουμανικής γλώσσας φαίνεται ότι μετασχηματίζονται ελληνιστί σε χασάπικο και σέρβικο, εβραϊστί (yiddish) σε bulgar και freylekhs, τουρκιστί σε kasap, hora, longa και sirto. Χασάπικο και kasap είναι λέξεις κλειδιά για την κατανόηση της εξέλιξης αυτής. Στις γραπτές πηγές, hora και sirba φαίνεται να ταυτίζονται ως χοροί με το σινάφι των χασάπηδων της Κωνσταντινούπολης και τις εμπορικές συνδέσεις μεταφοράς βοοειδών από την Μολδαβία και την Βλαχία στην Πόλη, που μαρτυρούνται ήδη από τον 16ο αιώνα. [...] Είναι πολλοί οι χοροί που αποκαλούνται χόρα, σίρμπα, σέρβικο, χασάπικο, χασαποσέρβικο, συρτό χασάπικο, συρτό πολίτικο κ.ά., συναποτελώντας μια μεγάλη ομάδα με κοινά ρυθμολογικά χαρακτηριστικά, παρότι απλώνονται σε μια διευρυμένη μουσικοχορευτική γεωγραφία. Φαίνεται από το υλικό αυτό ότι η χόρα, ταυτισμένη με τη σίρμπα, γνωρίζει διάφορες τοπικές παραλλαγές. [...]
Στο αστικό τραγούδι του 20ού αιώνα, όπως αποτυπώνεται στις πηγές αυτές [δισκογραφία], το δίδυμο χόρα-σίρμπα μεταμορφώνεται σταδιακά πλήρως, ορίζοντας ένα νέο σχήμα, όπου η εναλλαγή αργό-γρήγορο είτε περιορίζεται ως καταληκτικό γύρισμα σε φωνητικές ή οργανικές συνθέσεις, είτε παίρνει τη μορφή χασάπικο-χασαποσέρβικο, με το αργό μέρος να περιλαμβάνει παλιές χόρες αργής ταχύτητας και το γρήγορο χόρες γρήγορης ταχύτητας, αλλά και σίρμπες.[...]
Η λέξη σίρμπα μαρτυρείται πολύ νωρίς στις ηχογραφήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. [...] Η συζευγμένη χρήση των όρων σίρμπα-χασάπικο καθιερώνεται τις επόμενες δεκαετίες. [...]
Κατά την αναγραφή τους πάνω στην ετικέτα του δίσκου, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος δεν βρίσκεται πλέον εντός παρενθέσεων, αλλά με παύλα δίπλα από τον πρώτο: «Serba – Hasapeko», υποδηλώνοντας είτε ταύτιση είτε μουσικό γύρισμα. [...]
Όπως είναι γνωστό η λέξη «σίρμπα» αποδίδει τη ρουμανική sârbă, που η προφορά της πλησιάζει περισσότερο στο ελληνικό «σι», παρά στο «σε». Η παραφθορά σε «σέρμπα» ωστόσο εδραιώνεται και βαθμιαία οδηγεί στην εσφαλμένη συσχέτιση της σίρμπας με την Σερβία, παγιώνοντας τους κοινούς σήμερα τύπους σέρβικο, χασαποσέρβικο και σερβικάκι.
Συμπερασματικά, ο όρος χασάπικο, ο οποίος ταυτίστηκε στη δισκογραφία με την Κωνσταντινούπολη, φαίνεται να έχει προκύψει ως συσσωμάτωση δυο μορφών, της χόρας και της σίρμπας. Αν και αυτό δεν συμβαίνει συστηματικά, με ακρίβεια και συνέπεια, η γένεσή του πρέπει να νοηθεί ως διαδικασία μουσικού μετασχηματισμού και αποεδαφικοποίησης, την οποία άλλωστε μαρτυρούν οι επιθετικοί προσδιορισμοί «ρουμάνικος» και «βλάχικος». Παρότι η μετέπειτα χρήση του όρου χασάπικο και της εξέλιξής του σε χασαποσέρβικο επιβλήθηκε τελικά στον χώρο της δισκογραφίας, η φύση του είναι απότοκη ενός διεσταλμένου γεωγραφικά χώρου, με πολυπολιτισμικές συνιστώσες".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ