Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλο τον κόσμο, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων αναδεικνύει τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες των μουσικών πραγματικοτήτων. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «κοσμοπολιτισμός στην ελληνική ιστορική δισκογραφία».
Όπως είναι φυσικό, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από την Μεσόγειο θάλασσα, οι «συνομιλίες» των ελληνόφωνων με τους συνενοίκους τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνες και Αρμένηδες, σεφαραδίτες και ασκενάζι Εβραίους, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, υπήρξαν περισσότερο από έντονες. Πολύ συχνά, το εύρος αυτού του δικτύου εκτείνεται στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και σε κομμάτι ακόμη και της Κεντρικής Ευρώπης. Ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξων και μουσουλμάνων, τα σχετικά τεκμήρια καταδεικνύουν τις μεταξύ τους μουσικές ανταλλαγές και αποσαφηνίζουν μια οικουμένη όπου όλοι συνεισφέρουν στο μεγάλο μουσικό «χωνευτήρι» και όλοι μπορούν να αντλήσουν από αυτό. Και να το επανακαταθέσουν, σε νέα μορφή, με αναδιαμορφωμένο το κείμενό του και το νόημά του, με άλλοτε σαφείς και άλλοτε θολές παραπομπές στο προ-κείμενό του. Μέχρι να το ανασύρει ξανά κάποιος άλλος, μέσα από το «χωνευτήρι», ώστε να γίνεται ξεκάθαρο πως, στην αναδημιουργική και δυναμική αυτή διαδικασία όπου η ρευστότητα κυριαρχεί, τέλος δεν θα υπάρξει. Μια περίπτωση που προέρχεται από τέτοιου τύπου ρεπερτόρια είναι και το «Κανάρια».
Ο σκοπός απαντά αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία, τόσο στην τουρκόφωνη όσο και στην ελληνόφωνη, είτε στην μορφή τραγουδιού είτε ως ορχηστρικό. Μία αναλυτική παρουσίαση της σειράς ηχογραφήσεων βρίσκεται στο πόνημα του Αριστομένη Καλυβιώτη Θεσσαλονίκη – Η μουσική ζωή πριν το 1912 (2015: 122 – 125). Η πρώτη ηχογράφηση φαίνεται πως πραγματοποιείται στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 1907 με τον İbrahim Efendi: “Kanarya kantosu – Hicaz Kanto” (Odeon Cx 1777 – X 54449). Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκαν δύο ηχογραφήσεις στη Θεσσαλονίκη, το 1910, πάλι στην τουρκική.
Η παρούσα ηχογράφηση για την Columbia πραγματοποιήθηκε στην Αμερική, με τραγουδίστρια την Κυριακούλα Αντωνοπούλου (που λόγω της «παράδοσης» των τυπογραφικών λαθών στις ετικέτες, το όνομά της μετατράπηκε σε «Κυρία Κούλα»). Η Αντωνοπούλου το τραγούδησε στα τούρκικα, περίπου τον Ιανουάριο του 1917 στη Νέα Υόρκη, και, όπως διαβάζουμε στην ετικέτα, ο δίσκος απευθύνθηκε στην τουρκική αγορά της Αμερικής.
Στην ετικέτα του δίσκου, το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως “kanto”. Θεωρείται, δηλαδή, ως μέρος του ρεπερτορίου των kantolar, ένας όρος που φαίνεται να πρωτοχρησιμοποιείται από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, κυρίως των μεγάλων αστικών κέντρων και ειδικά της Κωνσταντινούπολης, από την εποχή που ιταλικοί θίασοι έδιναν παραστάσεις εκεί. Αν και αρχικά τα kantolar ήταν συνδεδεμένα μόνο με την θεατρική μουσική, σύντομα αυτονομήθηκαν, οπότε και με τον όρο “kanto” (ενικός του kantolar) πλέον περιγράφονταν οποιεσδήποτε λαϊκές και ελαφρές κοσμικές τραγουδιστικές φόρμες (βλ. Pennanen, 2004: 9, O'Connel, 2006: 276, Beşiroğlu & Girgin, 2018: 49).
Σε όλες τις ιστορικές ηχογραφήσεις, για τις οποίες είναι διαθέσιμο το ηχητικό υλικό, ο σκοπός εκτελείται εντός του αισθητικού πλαισίου του δρόμου χιτζάζ και δεν θα πρέπει να συγχέεται, τόσο με τις νεότερες ηχογραφήσεις και εκτελέσεις του, οι οποίες φαίνεται πως ξεκινούν με την Δόμνα Σαμίου, όσο και με τις διάφορες καταγραφές που φέρουν τον ίδιο τίτλο.
Ο μεν δίσκος της Σαμίου, με τίτλο «Σεργιάνι με την Δόμνα Σαμίου» κυκλοφόρησε από την Εταιρεία Παραγωγής Δίσκων και Μουσικών Εκδόσεων «Σείριος», του Μάνου Χατζιδάκι, το 1986. Το τραγούδι παρουσιάζεται, δε, ως «Αργό τραγούδι Μ. Ασίας». Στο σημείωμα αναφέρεται: «Ερωτικό τραγούδι που ηχογράφησα το 1965 στην Αγιάσο της Μυτιλήνης, από την μεικτή ομάδα των ερασιτεχνών ηθοποιών του χωριού. Το τραγούδι είναι από το χωριό Δερμετζιλί της Χερσονήσου Ερυθραίας της Μ. Ασίας» (βλ. εδώ για την πρωτότυπη ηχογράφηση της Σαμίου). Οι στίχοι του τραγουδιού είναι οι εξής:
Άρχισε καρδιά μου γέλα
Κανάρια
Γέλα σαν τα πρωτινά
Κι ας παγαίνουν οι καημοί μας
Κανάρια
Σαν αντάρα στα βουνά
Tον κελαηδισμό που έχεις
Κανάρια
Να τον είχαν τα πουλιά
Να τον είχαν τα καράβια
Κανάρια
Π' αρμενίζουν με πανιά
Ήθελα και να σε βλέπω
Κανάρια
Την ημέρα μια φορά
Για να παίρνει ο νους μου αέρα
Κανάρια
Κι η καρδιά παρηγοριά
Έκτοτε, η μελωδία αυτή διδάχτηκε κυρίως σε σχολές βυζαντινής μουσικής, οι οποίες ίδρυσαν άτυπα τμήματα διδασκαλίας της παραδοσιακής μουσικής. Επιπλέον, συμπεριλήφθηκε στο ρεπερτόριο ψαλτικών χορωδιών, οι οποίες εκτελούσαν και παραδοσιακά τραγούδια.
Περίπου το 1997–1998 το τραγούδι συμπεριλήφθηκε και στην έκδοση «Η καθ’ ημάς Ανατολή – Τραγούδια από τις πατρίδες των Ελλήνων», που κυκλοφόρησε από την Στέγη Καλών Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με Πρόεδρο τον Νότη Μαυρουδή. Το τραγούδι ερμήνευσε ο Χρόνης Αηδονίδης. Στο σχετικό κείμενο, το οποίο υπογράφεται από τον Γιώργο Κωνστάντζο, αναφέρεται: «Τραγούδι από την Ερυθραία της Μικράς Ασίας. Παρόμοιο τραγούδι, αλλά σε άλλο ήχο, υπάρχει στο Παράρτημα Φόρμιγγος από την Αίνο της Α. Θράκης». Στην εκτέλεση του Αηδονίδη τραγουδιούνται τα παραπάνω πρώτα τέσσερα δίστιχα και στη συνέχεια τα δύο παρακάτω.
Όσον αφορά τις εκδόσεις, η παλαιότερη φαίνεται πως εκδίδεται στο παράρτημα της Φόρμιγγας (χ.χ.: 78). Οι στίχοι του είναι οι εξής:
Η καρδιά μ έχει κλειδάκι
Κανάρια
Έπαρέ το κι άνοιξε
Κανάρια
Έχει μέσα περιβόλι
Κανάρια
Έμβα και σεριάνισε
Κανάρια
Το συγκεκριμένο τμήμα της έκδοσης παρουσιάζεται ως εξής: «Εκ της συλλογής δημοτικών μελών και ασμάτων Συμεών Α. Μανασσείδου, Ιερέως εξ Αίνου […] Κανάρια, Ήχος Πρώτος, 2/4». Η καταγραφή, όπως και όλες στο παράρτημα της Φόρμιγγας, πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας βυζαντινή σημειογραφία του νέου συστήματος. Την συγκεκριμένη εκδοχή συναντάμε ηχογραφημένη από την Irma Kolassi, Ελληνίδας Αρμένισσας που γεννήθηκε στην Αθήνα και έκανε καριέρα στην Ευρώπη, αφού μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Πρόκειται για τον δίσκο με τίτλο “Chants Campagnards Du Monde” (πλευρά Β΄, αρ. 9), σε εναρμόνιση και ενορχήστρωση του Arne Dørumsgaard, που κυκλοφόρησε το 1961.
Η νέα αυτή ζωή του «Κανάρια» ανήκει στο corpus των σκοπών/τραγουδιών που ανασυστήθηκαν ή επινοήθηκαν, στο πλαίσιο του ιδεολογικού κινήματος της «Παράδοσης» και των «Παραδοσιακών» μουσικών, ρεπερτορίων και οργάνων (για μια αναλυτική προσέγγιση βλέπε τα πονήματα της Ελένης Καλλιμοπούλου [Kallimopoulou, 2009] και της Merih Erol [2015]).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός απαντά και στα Δωδεκάνησα, στο δημοτικό ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα, στον δίσκο με τίτλο «Κάσος: Σκοποί της λύρας», με πρωταγωνιστές την μουσική οικογένεια των Περσέληδων, που επιμελήθηκε ο Λάμπρος Λιάβας και κυκλοφόρησε το 1993, συναντάμε ηχογράφηση με τίτλο «Κανάρια». Πρόκειται για σκοπό ο οποίος παρουσιάζει συγγένειες με το «Κανάρια» από την Ερυθραία, ή από την Αίνο.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλο τον κόσμο, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων αναδεικνύει τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες των μουσικών πραγματικοτήτων. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «κοσμοπολιτισμός στην ελληνική ιστορική δισκογραφία».
Όπως είναι φυσικό, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από την Μεσόγειο θάλασσα, οι «συνομιλίες» των ελληνόφωνων με τους συνενοίκους τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνες και Αρμένηδες, σεφαραδίτες και ασκενάζι Εβραίους, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, υπήρξαν περισσότερο από έντονες. Πολύ συχνά, το εύρος αυτού του δικτύου εκτείνεται στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και σε κομμάτι ακόμη και της Κεντρικής Ευρώπης. Ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξων και μουσουλμάνων, τα σχετικά τεκμήρια καταδεικνύουν τις μεταξύ τους μουσικές ανταλλαγές και αποσαφηνίζουν μια οικουμένη όπου όλοι συνεισφέρουν στο μεγάλο μουσικό «χωνευτήρι» και όλοι μπορούν να αντλήσουν από αυτό. Και να το επανακαταθέσουν, σε νέα μορφή, με αναδιαμορφωμένο το κείμενό του και το νόημά του, με άλλοτε σαφείς και άλλοτε θολές παραπομπές στο προ-κείμενό του. Μέχρι να το ανασύρει ξανά κάποιος άλλος, μέσα από το «χωνευτήρι», ώστε να γίνεται ξεκάθαρο πως, στην αναδημιουργική και δυναμική αυτή διαδικασία όπου η ρευστότητα κυριαρχεί, τέλος δεν θα υπάρξει. Μια περίπτωση που προέρχεται από τέτοιου τύπου ρεπερτόρια είναι και το «Κανάρια».
Ο σκοπός απαντά αρκετές φορές στην ιστορική δισκογραφία, τόσο στην τουρκόφωνη όσο και στην ελληνόφωνη, είτε στην μορφή τραγουδιού είτε ως ορχηστρικό. Μία αναλυτική παρουσίαση της σειράς ηχογραφήσεων βρίσκεται στο πόνημα του Αριστομένη Καλυβιώτη Θεσσαλονίκη – Η μουσική ζωή πριν το 1912 (2015: 122 – 125). Η πρώτη ηχογράφηση φαίνεται πως πραγματοποιείται στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 1907 με τον İbrahim Efendi: “Kanarya kantosu – Hicaz Kanto” (Odeon Cx 1777 – X 54449). Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκαν δύο ηχογραφήσεις στη Θεσσαλονίκη, το 1910, πάλι στην τουρκική.
Η παρούσα ηχογράφηση για την Columbia πραγματοποιήθηκε στην Αμερική, με τραγουδίστρια την Κυριακούλα Αντωνοπούλου (που λόγω της «παράδοσης» των τυπογραφικών λαθών στις ετικέτες, το όνομά της μετατράπηκε σε «Κυρία Κούλα»). Η Αντωνοπούλου το τραγούδησε στα τούρκικα, περίπου τον Ιανουάριο του 1917 στη Νέα Υόρκη, και, όπως διαβάζουμε στην ετικέτα, ο δίσκος απευθύνθηκε στην τουρκική αγορά της Αμερικής.
Στην ετικέτα του δίσκου, το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως “kanto”. Θεωρείται, δηλαδή, ως μέρος του ρεπερτορίου των kantolar, ένας όρος που φαίνεται να πρωτοχρησιμοποιείται από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, κυρίως των μεγάλων αστικών κέντρων και ειδικά της Κωνσταντινούπολης, από την εποχή που ιταλικοί θίασοι έδιναν παραστάσεις εκεί. Αν και αρχικά τα kantolar ήταν συνδεδεμένα μόνο με την θεατρική μουσική, σύντομα αυτονομήθηκαν, οπότε και με τον όρο “kanto” (ενικός του kantolar) πλέον περιγράφονταν οποιεσδήποτε λαϊκές και ελαφρές κοσμικές τραγουδιστικές φόρμες (βλ. Pennanen, 2004: 9, O'Connel, 2006: 276, Beşiroğlu & Girgin, 2018: 49).
Σε όλες τις ιστορικές ηχογραφήσεις, για τις οποίες είναι διαθέσιμο το ηχητικό υλικό, ο σκοπός εκτελείται εντός του αισθητικού πλαισίου του δρόμου χιτζάζ και δεν θα πρέπει να συγχέεται, τόσο με τις νεότερες ηχογραφήσεις και εκτελέσεις του, οι οποίες φαίνεται πως ξεκινούν με την Δόμνα Σαμίου, όσο και με τις διάφορες καταγραφές που φέρουν τον ίδιο τίτλο.
Ο μεν δίσκος της Σαμίου, με τίτλο «Σεργιάνι με την Δόμνα Σαμίου» κυκλοφόρησε από την Εταιρεία Παραγωγής Δίσκων και Μουσικών Εκδόσεων «Σείριος», του Μάνου Χατζιδάκι, το 1986. Το τραγούδι παρουσιάζεται, δε, ως «Αργό τραγούδι Μ. Ασίας». Στο σημείωμα αναφέρεται: «Ερωτικό τραγούδι που ηχογράφησα το 1965 στην Αγιάσο της Μυτιλήνης, από την μεικτή ομάδα των ερασιτεχνών ηθοποιών του χωριού. Το τραγούδι είναι από το χωριό Δερμετζιλί της Χερσονήσου Ερυθραίας της Μ. Ασίας» (βλ. εδώ για την πρωτότυπη ηχογράφηση της Σαμίου). Οι στίχοι του τραγουδιού είναι οι εξής:
Άρχισε καρδιά μου γέλα
Κανάρια
Γέλα σαν τα πρωτινά
Κι ας παγαίνουν οι καημοί μας
Κανάρια
Σαν αντάρα στα βουνά
Tον κελαηδισμό που έχεις
Κανάρια
Να τον είχαν τα πουλιά
Να τον είχαν τα καράβια
Κανάρια
Π' αρμενίζουν με πανιά
Ήθελα και να σε βλέπω
Κανάρια
Την ημέρα μια φορά
Για να παίρνει ο νους μου αέρα
Κανάρια
Κι η καρδιά παρηγοριά
Έκτοτε, η μελωδία αυτή διδάχτηκε κυρίως σε σχολές βυζαντινής μουσικής, οι οποίες ίδρυσαν άτυπα τμήματα διδασκαλίας της παραδοσιακής μουσικής. Επιπλέον, συμπεριλήφθηκε στο ρεπερτόριο ψαλτικών χορωδιών, οι οποίες εκτελούσαν και παραδοσιακά τραγούδια.
Περίπου το 1997–1998 το τραγούδι συμπεριλήφθηκε και στην έκδοση «Η καθ’ ημάς Ανατολή – Τραγούδια από τις πατρίδες των Ελλήνων», που κυκλοφόρησε από την Στέγη Καλών Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με Πρόεδρο τον Νότη Μαυρουδή. Το τραγούδι ερμήνευσε ο Χρόνης Αηδονίδης. Στο σχετικό κείμενο, το οποίο υπογράφεται από τον Γιώργο Κωνστάντζο, αναφέρεται: «Τραγούδι από την Ερυθραία της Μικράς Ασίας. Παρόμοιο τραγούδι, αλλά σε άλλο ήχο, υπάρχει στο Παράρτημα Φόρμιγγος από την Αίνο της Α. Θράκης». Στην εκτέλεση του Αηδονίδη τραγουδιούνται τα παραπάνω πρώτα τέσσερα δίστιχα και στη συνέχεια τα δύο παρακάτω.
Όσον αφορά τις εκδόσεις, η παλαιότερη φαίνεται πως εκδίδεται στο παράρτημα της Φόρμιγγας (χ.χ.: 78). Οι στίχοι του είναι οι εξής:
Η καρδιά μ έχει κλειδάκι
Κανάρια
Έπαρέ το κι άνοιξε
Κανάρια
Έχει μέσα περιβόλι
Κανάρια
Έμβα και σεριάνισε
Κανάρια
Το συγκεκριμένο τμήμα της έκδοσης παρουσιάζεται ως εξής: «Εκ της συλλογής δημοτικών μελών και ασμάτων Συμεών Α. Μανασσείδου, Ιερέως εξ Αίνου […] Κανάρια, Ήχος Πρώτος, 2/4». Η καταγραφή, όπως και όλες στο παράρτημα της Φόρμιγγας, πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας βυζαντινή σημειογραφία του νέου συστήματος. Την συγκεκριμένη εκδοχή συναντάμε ηχογραφημένη από την Irma Kolassi, Ελληνίδας Αρμένισσας που γεννήθηκε στην Αθήνα και έκανε καριέρα στην Ευρώπη, αφού μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Πρόκειται για τον δίσκο με τίτλο “Chants Campagnards Du Monde” (πλευρά Β΄, αρ. 9), σε εναρμόνιση και ενορχήστρωση του Arne Dørumsgaard, που κυκλοφόρησε το 1961.
Η νέα αυτή ζωή του «Κανάρια» ανήκει στο corpus των σκοπών/τραγουδιών που ανασυστήθηκαν ή επινοήθηκαν, στο πλαίσιο του ιδεολογικού κινήματος της «Παράδοσης» και των «Παραδοσιακών» μουσικών, ρεπερτορίων και οργάνων (για μια αναλυτική προσέγγιση βλέπε τα πονήματα της Ελένης Καλλιμοπούλου [Kallimopoulou, 2009] και της Merih Erol [2015]).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός απαντά και στα Δωδεκάνησα, στο δημοτικό ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα, στον δίσκο με τίτλο «Κάσος: Σκοποί της λύρας», με πρωταγωνιστές την μουσική οικογένεια των Περσέληδων, που επιμελήθηκε ο Λάμπρος Λιάβας και κυκλοφόρησε το 1993, συναντάμε ηχογράφηση με τίτλο «Κανάρια». Πρόκειται για σκοπό ο οποίος παρουσιάζει συγγένειες με το «Κανάρια» από την Ερυθραία, ή από την Αίνο.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ