Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Το 1939 ηχογραφείται για την HMV το τραγούδι με τίτλο “Θέλω σπίτι και λεφτά”, σε μουσική του Κώστα Κανούλα και στίχους του Γιώργου Καμβύση (OGA 886 – AO 2564, Αθήνα – ο παρόν δίσκος αποτελεί ανατύπωση στην Αμερική για την Victor). Ο Κανούλας γεννήθηκε στα Σώκια, στην επαρχία του Αϊδινίου, περίπου το 1894. Με βάση τις ελάχιστες πηγές μας για αυτόν, φαίνεται πως έπαιζε κιθάρα, τσίμπαλο, κοντραμπάσο και τσέλο. Πιθανώς, είναι ο ίδιος ο οποίος παίζει τσέλο στην παρούσα ηχογράφηση. Επίσης, φαίνεται πως, μετά το 1922, ταξίδεψε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Είχε στενή σχέση με τον Σέμση, ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του (βλ. και Κουρούσης και Κοπανιτσάνος, 2016: 142).
Η εισαγωγή στο σύνολό της (αρμονία, μελωδία, ρυθμικές συγκροτήσεις) έρχονται από την εξαιρετικά σημαντική χασίδικη (Hasidic) παράδοση της Ανατολικής Ευρώπης, όπου περιοχές, όπως αυτή της Ουκρανίας, αποτέλεσαν ουσιαστικές κοιτίδες των Ασκενάζι Εβραίων. Η χασίδικη παράδοση φαίνεται πως εκκίνησε από τον περιπλανώμενο της μυστικιστικής Kabbalah, Israel Ben Eliezer (περίπου 1698–1760), γνωστό με το όνομα Baal Shem Tov. Από τον μαθητή του, γνωστού ως Maggid (περιπλανώμενος κήρυκας) του Mezeritch (1710–1772), γεννήθηκαν οι πολυάριθμες χασίδικες σχολές, οι οποίες στο πέρασμα του χρόνου μετανάστευσαν και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αποκτώντας σήμερα έναν εξαιρετικά συντηρητικό χαρακτήρα και περιγραφόμενες συνήθως ως «Υπέρ-Ορθόδοξοι» (Ultra-Orthodox).
Μέσα σε αυτήν την χασίδικη παράδοση γεννιέται ο Abraham Isaac Kook (1865–1935), ο οποίος διετέλεσε και πρώτος Ασκενάζι Αρχιραβίνος της βρετανικής Παλαιστίνης, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτόν πιστώνεται η μουσική του “Zol Shoyn Kumen Di Ge’uleh” (ή και Geule, Είθε να έλθει η λύτρωση), η οποία εκτελείται ακόμη και σήμερα στον εβραϊκό κόσμο (βλ. για παράδειγμα την εκτέλεση του Moshe Bear). Μουσική καταγραφή, σε ενορχήστρωση και εναρμόνιση του Joshua Jacobson, κυκλοφόρησε στην Πολωνία από την Transcontinental Music Publications, περίπου το 1947.
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Το 1939 ηχογραφείται για την HMV το τραγούδι με τίτλο “Θέλω σπίτι και λεφτά”, σε μουσική του Κώστα Κανούλα και στίχους του Γιώργου Καμβύση (OGA 886 – AO 2564, Αθήνα – ο παρόν δίσκος αποτελεί ανατύπωση στην Αμερική για την Victor). Ο Κανούλας γεννήθηκε στα Σώκια, στην επαρχία του Αϊδινίου, περίπου το 1894. Με βάση τις ελάχιστες πηγές μας για αυτόν, φαίνεται πως έπαιζε κιθάρα, τσίμπαλο, κοντραμπάσο και τσέλο. Πιθανώς, είναι ο ίδιος ο οποίος παίζει τσέλο στην παρούσα ηχογράφηση. Επίσης, φαίνεται πως, μετά το 1922, ταξίδεψε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Είχε στενή σχέση με τον Σέμση, ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του (βλ. και Κουρούσης και Κοπανιτσάνος, 2016: 142).
Η εισαγωγή στο σύνολό της (αρμονία, μελωδία, ρυθμικές συγκροτήσεις) έρχονται από την εξαιρετικά σημαντική χασίδικη (Hasidic) παράδοση της Ανατολικής Ευρώπης, όπου περιοχές, όπως αυτή της Ουκρανίας, αποτέλεσαν ουσιαστικές κοιτίδες των Ασκενάζι Εβραίων. Η χασίδικη παράδοση φαίνεται πως εκκίνησε από τον περιπλανώμενο της μυστικιστικής Kabbalah, Israel Ben Eliezer (περίπου 1698–1760), γνωστό με το όνομα Baal Shem Tov. Από τον μαθητή του, γνωστού ως Maggid (περιπλανώμενος κήρυκας) του Mezeritch (1710–1772), γεννήθηκαν οι πολυάριθμες χασίδικες σχολές, οι οποίες στο πέρασμα του χρόνου μετανάστευσαν και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αποκτώντας σήμερα έναν εξαιρετικά συντηρητικό χαρακτήρα και περιγραφόμενες συνήθως ως «Υπέρ-Ορθόδοξοι» (Ultra-Orthodox).
Μέσα σε αυτήν την χασίδικη παράδοση γεννιέται ο Abraham Isaac Kook (1865–1935), ο οποίος διετέλεσε και πρώτος Ασκενάζι Αρχιραβίνος της βρετανικής Παλαιστίνης, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτόν πιστώνεται η μουσική του “Zol Shoyn Kumen Di Ge’uleh” (ή και Geule, Είθε να έλθει η λύτρωση), η οποία εκτελείται ακόμη και σήμερα στον εβραϊκό κόσμο (βλ. για παράδειγμα την εκτέλεση του Moshe Bear). Μουσική καταγραφή, σε ενορχήστρωση και εναρμόνιση του Joshua Jacobson, κυκλοφόρησε στην Πολωνία από την Transcontinental Music Publications, περίπου το 1947.
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ