Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Αναφέρει για το τραγούδι της παρούσας ηχογράφησης ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση «Η Σμύρνη και η Σμυρνιά» (2013: 22-23):
«Το τραγούδι είναι ηχογραφημένο το 1937 ως σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα (Σμύρνη 1884 - Αθήνα 1942), φαίνεται όμως πως πρόκειται για διασκευή παλιότερης ανώνυμης δημιουργίας. Τη δεκαετία του ’90 το τραγούδι ηχογραφήθηκε με τους τουρκικούς στίχους του Cengiz Onular από το μουσικό σχήμα "Yeni Türkü" και αργότερα από την μεγάλη τραγουδίστρια Melihat Gülses. Δυστυχώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι η τουρκική γλώσσα υπήρχε όντως στην πρώτη εκδοχή, όπως συμβαίνει με άλλα δίγλωσσα αστικά λαϊκά τραγούδια της Πόλης και της Σμύρνης. Η ηχογράφηση του 1937 είναι αμιγώς ελληνική, ωστόσο είναι εμφανής η ανομοιογένεια του στιχουργικού ύφους μεταξύ του πρώτου μέρους και των δυο κουπλέ-ρεφρέν που ακολουθούν και τα οποία φαίνεται να προστέθηκαν σε δεύτερο χρόνο. Αντικατέστησαν αλλόγλωσσους στίχους ή απλώς συμπλήρωσαν τους ήδη υπάρχοντες, με μια έκδηλη χιουμοριστική διάθεση;»
Μουσικές φράσεις του τραγουδιού εντοπίζονται στο τραγούδι «Ο λούστρος», οι αρχικές καταβολές του οποίου είναι πολύ παλαιότερες και μακρινότερες (Ρωσία, Ουκρανία, Τσετσενία, Αρμενία – βλ. την περιγραφή στο τραγούδι «Ο λούστρος»).
Και σε αυτή την περίπτωση, ο Παναγιώτης Τούντας δείχνει την συνθετική του δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας συχνά θέματα από άλλα τραγούδια, προερχόμενα πολλές φορές από ποικίλα ρεπερτόρια και τα εντάσσει ή τα χρησιμοποιεί ως «αφορμή» για την γέννηση νέων.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «αλλέγκρο».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Tags: Δεκαετία του 1930, Ρεμπέτικο, Τραγούδια με γυναικεία ονόματα, Μουσικός περίδρομος, Ηχογραφήσεις στην Αθήνα, Κοσμοπολιτισμός, Συνομιλίες με εβραϊκό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με ρωσικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με αρμενικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με γερμανικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με ουκρανικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με γεωργιανό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με φινλανδικό ρεπερτόριο
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Αναφέρει για το τραγούδι της παρούσας ηχογράφησης ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση «Η Σμύρνη και η Σμυρνιά» (2013: 22-23):
«Το τραγούδι είναι ηχογραφημένο το 1937 ως σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα (Σμύρνη 1884 - Αθήνα 1942), φαίνεται όμως πως πρόκειται για διασκευή παλιότερης ανώνυμης δημιουργίας. Τη δεκαετία του ’90 το τραγούδι ηχογραφήθηκε με τους τουρκικούς στίχους του Cengiz Onular από το μουσικό σχήμα "Yeni Türkü" και αργότερα από την μεγάλη τραγουδίστρια Melihat Gülses. Δυστυχώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι η τουρκική γλώσσα υπήρχε όντως στην πρώτη εκδοχή, όπως συμβαίνει με άλλα δίγλωσσα αστικά λαϊκά τραγούδια της Πόλης και της Σμύρνης. Η ηχογράφηση του 1937 είναι αμιγώς ελληνική, ωστόσο είναι εμφανής η ανομοιογένεια του στιχουργικού ύφους μεταξύ του πρώτου μέρους και των δυο κουπλέ-ρεφρέν που ακολουθούν και τα οποία φαίνεται να προστέθηκαν σε δεύτερο χρόνο. Αντικατέστησαν αλλόγλωσσους στίχους ή απλώς συμπλήρωσαν τους ήδη υπάρχοντες, με μια έκδηλη χιουμοριστική διάθεση;»
Μουσικές φράσεις του τραγουδιού εντοπίζονται στο τραγούδι «Ο λούστρος», οι αρχικές καταβολές του οποίου είναι πολύ παλαιότερες και μακρινότερες (Ρωσία, Ουκρανία, Τσετσενία, Αρμενία – βλ. την περιγραφή στο τραγούδι «Ο λούστρος»).
Και σε αυτή την περίπτωση, ο Παναγιώτης Τούντας δείχνει την συνθετική του δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας συχνά θέματα από άλλα τραγούδια, προερχόμενα πολλές φορές από ποικίλα ρεπερτόρια και τα εντάσσει ή τα χρησιμοποιεί ως «αφορμή» για την γέννηση νέων.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «αλλέγκρο».
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Tags: Δεκαετία του 1930, Ρεμπέτικο, Τραγούδια με γυναικεία ονόματα, Μουσικός περίδρομος, Ηχογραφήσεις στην Αθήνα, Κοσμοπολιτισμός, Συνομιλίες με εβραϊκό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με ρωσικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με αρμενικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με γερμανικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με ουκρανικό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με γεωργιανό ρεπερτόριο, Συνομιλίες με φινλανδικό ρεπερτόριο
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ