Ο Καραγκιόζης δικηγόρος

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η παρούσα ηχογράφηση Θεάτρου Σκιών (στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Comic Scetch") πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη από τον Mike Patrinos (ή Μάκη ή Μικέ Πατρινό) τον Ιανουάριο του 1927 για λογαριασμό της Columbia USA (W107524-2 - 7036-F & επανατύπωση Columbia UK 7704).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στα πρώτα 25'' της ηχογράφησης ο Μορφονιός, κατά την είσοδό του, τραγουδάει, μιμούμενος τη χροιά και την εκφορά του Σταύρακα, τη μελωδία του τραγουδιού "Τίκι τίκι τακ" με άλλους στίχους.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα οι ακόλουθες ηχογραφήσεις του τραγουδιού:

– “Τίκι τακ”, Εστουδιαντίνα Τσανάκα, Κωνσταντινούπολη, c. 1911 (Orfeon 2023 – 11578).
– “Τίκι τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς τη δεκαετία του 1910 (American Record 2977).
– “Τίκι τίκι τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913 (Favorite 30-q – 7-59001).
– “Τίκι τίκι τακ - Ρεμπέτικο”, Γιάγκος Ψωματιανός (Γιάννης Καλαϊτζόγλου), Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913, (Favorite 45-q – 7-55014).
– “Τικ τακ”, Γιώργος Κανάκης – Μενέλαος Θελετρίδης, Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1919 (Panhellenion 4680 – 7008-B).

Επίσης, το 1967 στην Αθήνα ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφεί μαζί με τη Σούλα Στράτου το τραγούδι, με τον τίτλο "Τικ τακ κάνει η καρδιά μου", σε δίσκο 45 στροφών (RCA Victor 7RCAGR-1987 -48g-2704).

Η παρτιτούρα, με τον τίτλο «Τικ, τικ, τακ κάμν’ η καρδιά μου», εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Μουσικό Εκδοτικό Οίκο «Αι μούσαι» Ε. Γ. Σταυρολέμη ως μεταγραφή του Βασίλη Σιδερή.

Όπως αποκάλυψε ο Franco Fabbri (2019: 82), το τραγούδι αποτελεί διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Questa non si tocca?" σε μουσική του Vincenzo Di Chiara (Νάπολη, 22 Ιουνίου 1864 – Bagnoli, Νάπολη, 12 Ιανουαρίου 1937) και στίχους του Antonio Barbieri (Frasso Telesino, Ιταλία, 26 Απριλίου 1859 – Νάπολη, 8 Σεπτεμβρίου 1931). Η παρτιτούρα του τραγουδιού περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda: giornale artistico, letterario, musicale settimanale, Piedigrotta 1910" που κυκλοφόρησε στη Νάπολη το 1910 από τον οίκο Bideri. Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, το τραγούδι παρουσιάστηκε στον διαγωνισμό "Tavola Rotonda" κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Piedigrotta 1910.

Το “Piedigrotta” αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Ευχαριστούμε θερμά το Conservatorio di Musica “Domenico Cimarosa” di Avellino, τον Gianpiero De Luca και τον Mauro Amato για την παραχώρηση της άδειας ανάρτησης της παρτιτούρας.

Μέχρι τώρα έχει εντοπιστεί μία μόνο ηχογράφηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 1916 στη Νέα Υόρκη από την Amelia Bruno και την King's Orchestra υπό τη διεύθυνση του Edward T. King (Victor B-17664 - 67929). Στο διαδίκτυο έχει αναρτηθεί απόσπασμα με τα πρώτα 43″ της ηχογράφησης (βλ. εδώ), στην οποία εσφαλμένα αναφέρεται ως τραγουδίστρια η Teresa De Matienzo.

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Τίκι τίκι τακ” ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι.

Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Οι διεργασίες αυτές θα οδηγήσουν στην ανανοηματοδότηση, επικαιροποίηση και ανανέωση παλαιών μουσικών τάσεων που φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και, ταυτόχρονα, στην εξαγωγή τους εκ νέου προς τους «παλαιούς κόσμους», συστήνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μοναδικά πολυεπίπεδο δίκτυο. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Τραγουδιστές:
Patrinos Mike
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μαντόλα (Patrinos Mike)
Χρονολογία ηχογράφησης:
01/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia England
Αριθμός καταλόγου:
7704
Αριθμός μήτρας:
W 107524
Διάρκεια:
3:26
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7704_OKaragkiozisDikigoros
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο Καραγκιόζης δικηγόρος", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=9461
Στίχοι:

(Μορφονιός)
Τακ, τικ τίκι, τίκι, τακ
κάνει η καρδιά μου σαν σε βλέπω να διαβαίνεις

Απ' όλα τα λαχανικά μ' αρέσουν οι τσιπούρες
και απ' όλα τα πετεινά μ' αρέσουν οι γκαμήλες

Ουί, τίκι, τακ, ουί, ουί. Κύριε δικηγόρε, κύριε δικηγόρε!

(Καραγκιόζης)
Α, χα! Νταλαβέρι πλάκωσε! Βρε, καλώς τονε!
Μ: Προσκυνώ, κύριε γραμματοδικηγόρε.
Κ: Βρε, τι χαμπάρια ρε; Ι! Ε ρε μύτη! Βρε, τι μύτη είναι εφτούνη, μωρέ;
Μ: Γιατί, βρε;
Κ: Τι χαμπάρια;
Μ: Βρε, άσ’ τη μύτη μου χάμω βρε.
Κ: Βρε, η μύτη σου είναι αυτή μωρέ;
Μ: Ναι, βρε.
Κ: Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν το χέρι σου! Χε χε! Καλά η μύτη σου, ετούτο 'δω πάν', τι ’ν’ το  ’δώ;
Μ: Αυτό είναι το κεφαλάκι μου.
Κ: Ε ρε μανούλα μου! Πώς δεν το πήρε χαμπάρι η Πενσυβάνια να κάμει κι άλλες γραμμές απάνω. Αϊ στο διάολο! Ου!
Μ: Έλα βρε βλάκα, μη γελάς.
Κ: Τι θες εδώ μωρέ;
Μ: Ήρθα να κάμω μια καταγγελία.
Κ: Τι καταγγελία;
Μ: Εψές, επήρα μια οκά κρέας από το χασάπη.
Κ: Αχά!
Μ: Και πήγαινα εις την οδό Σταδίου.
Κ: Αχά!
Μ: Και ήρθε ένας σκύλος και μ' άρπαξε το κρέας από τα χέρια. Ποίονε πρέπει να καταγγείλω; Το σκύλο ή τον αφεντικό που το ’χει;
Κ: Α! Σοβαρή υπόθεση αυτή. Τώρα το άρθρο, το 82, λέει ότι ο αφεντικός πρέπει να βάνει μουσούδα στον σκύλο για να μην τρώει του κόσμου το κρέας.
Μ: Μ' αυτό λέω και εγώ. Και ποιον πρέπει να καταγγείλουμε;
Κ: Θα καταγγείλεις τον αφεντικό που έχει τον σκύλο, τον παλιάνθρωπο, τον άτιμο, τον μασκαρά!
Μ: Ε, ο σκύλος είναι δικός σου!
Κ: Πτου! Πανάθεμα τον γονιό του! Ωρέ για αυτό τον είδα κι ήρθε, βρε, μ' ένα κομμάτι κρέας. Λέω και εγώ, πού τόβρηκε; Πόσο κάνει το κρέας, κύριε Μορφονιέ;
Μ: Το κρέας κάνει δεκατέσσερις δραχμές καθ' ότι ήτανε αρνάκι.
Κ: Δεκατέσσερις δραχμές. Ορίστε δεκατέσσερις δραχμές.
Μ: Ευχαριστώ, αντίο.
Κ: Έλα δω. Το δικηγόρο ποιος τον επληρώνει;
Μ: Α, πόσο κάνει ο κόπος σας;
Κ: Ο κόπος μου κάνει εφτά δραχμές πένες, οκτώ δραχμές χαρτί, ε, δέκα δραχμές μελάνι, τρεις εφτά ενενήντα πέντε, οκτώ και οκτώ σαράντα δύο, τρεις τρεις εικοστέσσερα, αφαιρούμε το μηδενικό, το προσθέτουμε εδώ, βάνουμε το επτά μπροστά, βάνουμε τρία μηδενικά από πίσω, κάνουνε εβδομήντα φράγκα.
Μ: Ορίστε κύριε, πάρε τα εβδομήντα σου φράγκα.
Κ: Είσαι ευχαριστημένος;
Μ: Βέβαια. Αντίο.
Κ: Στο διάολο.
Μ: Πώς είπατε;
Κ: Στο καλό, λέω! Χα! Στο διάολο! Χα χα χα! Καλό εμπόριον τούτο ‘δω. Να πληρώνεις δεκατέσσερις, να παίρνεις εβδομήντα. Άλλος στον καλόν τον δικηγόρο!

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η παρούσα ηχογράφηση Θεάτρου Σκιών (στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Comic Scetch") πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη από τον Mike Patrinos (ή Μάκη ή Μικέ Πατρινό) τον Ιανουάριο του 1927 για λογαριασμό της Columbia USA (W107524-2 - 7036-F & επανατύπωση Columbia UK 7704).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στα πρώτα 25'' της ηχογράφησης ο Μορφονιός, κατά την είσοδό του, τραγουδάει, μιμούμενος τη χροιά και την εκφορά του Σταύρακα, τη μελωδία του τραγουδιού "Τίκι τίκι τακ" με άλλους στίχους.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα οι ακόλουθες ηχογραφήσεις του τραγουδιού:

– “Τίκι τακ”, Εστουδιαντίνα Τσανάκα, Κωνσταντινούπολη, c. 1911 (Orfeon 2023 – 11578).
– “Τίκι τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς τη δεκαετία του 1910 (American Record 2977).
– “Τίκι τίκι τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913 (Favorite 30-q – 7-59001).
– “Τίκι τίκι τακ - Ρεμπέτικο”, Γιάγκος Ψωματιανός (Γιάννης Καλαϊτζόγλου), Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913, (Favorite 45-q – 7-55014).
– “Τικ τακ”, Γιώργος Κανάκης – Μενέλαος Θελετρίδης, Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1919 (Panhellenion 4680 – 7008-B).

Επίσης, το 1967 στην Αθήνα ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφεί μαζί με τη Σούλα Στράτου το τραγούδι, με τον τίτλο "Τικ τακ κάνει η καρδιά μου", σε δίσκο 45 στροφών (RCA Victor 7RCAGR-1987 -48g-2704).

Η παρτιτούρα, με τον τίτλο «Τικ, τικ, τακ κάμν’ η καρδιά μου», εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Μουσικό Εκδοτικό Οίκο «Αι μούσαι» Ε. Γ. Σταυρολέμη ως μεταγραφή του Βασίλη Σιδερή.

Όπως αποκάλυψε ο Franco Fabbri (2019: 82), το τραγούδι αποτελεί διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Questa non si tocca?" σε μουσική του Vincenzo Di Chiara (Νάπολη, 22 Ιουνίου 1864 – Bagnoli, Νάπολη, 12 Ιανουαρίου 1937) και στίχους του Antonio Barbieri (Frasso Telesino, Ιταλία, 26 Απριλίου 1859 – Νάπολη, 8 Σεπτεμβρίου 1931). Η παρτιτούρα του τραγουδιού περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda: giornale artistico, letterario, musicale settimanale, Piedigrotta 1910" που κυκλοφόρησε στη Νάπολη το 1910 από τον οίκο Bideri. Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, το τραγούδι παρουσιάστηκε στον διαγωνισμό "Tavola Rotonda" κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Piedigrotta 1910.

Το “Piedigrotta” αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Ευχαριστούμε θερμά το Conservatorio di Musica “Domenico Cimarosa” di Avellino, τον Gianpiero De Luca και τον Mauro Amato για την παραχώρηση της άδειας ανάρτησης της παρτιτούρας.

Μέχρι τώρα έχει εντοπιστεί μία μόνο ηχογράφηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 1916 στη Νέα Υόρκη από την Amelia Bruno και την King's Orchestra υπό τη διεύθυνση του Edward T. King (Victor B-17664 - 67929). Στο διαδίκτυο έχει αναρτηθεί απόσπασμα με τα πρώτα 43″ της ηχογράφησης (βλ. εδώ), στην οποία εσφαλμένα αναφέρεται ως τραγουδίστρια η Teresa De Matienzo.

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Τίκι τίκι τακ” ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι.

Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Οι διεργασίες αυτές θα οδηγήσουν στην ανανοηματοδότηση, επικαιροποίηση και ανανέωση παλαιών μουσικών τάσεων που φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και, ταυτόχρονα, στην εξαγωγή τους εκ νέου προς τους «παλαιούς κόσμους», συστήνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μοναδικά πολυεπίπεδο δίκτυο. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Τραγουδιστές:
Patrinos Mike
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μαντόλα (Patrinos Mike)
Χρονολογία ηχογράφησης:
01/1927
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia England
Αριθμός καταλόγου:
7704
Αριθμός μήτρας:
W 107524
Διάρκεια:
3:26
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7704_OKaragkiozisDikigoros
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο Καραγκιόζης δικηγόρος", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=9461
Στίχοι:

(Μορφονιός)
Τακ, τικ τίκι, τίκι, τακ
κάνει η καρδιά μου σαν σε βλέπω να διαβαίνεις

Απ' όλα τα λαχανικά μ' αρέσουν οι τσιπούρες
και απ' όλα τα πετεινά μ' αρέσουν οι γκαμήλες

Ουί, τίκι, τακ, ουί, ουί. Κύριε δικηγόρε, κύριε δικηγόρε!

(Καραγκιόζης)
Α, χα! Νταλαβέρι πλάκωσε! Βρε, καλώς τονε!
Μ: Προσκυνώ, κύριε γραμματοδικηγόρε.
Κ: Βρε, τι χαμπάρια ρε; Ι! Ε ρε μύτη! Βρε, τι μύτη είναι εφτούνη, μωρέ;
Μ: Γιατί, βρε;
Κ: Τι χαμπάρια;
Μ: Βρε, άσ’ τη μύτη μου χάμω βρε.
Κ: Βρε, η μύτη σου είναι αυτή μωρέ;
Μ: Ναι, βρε.
Κ: Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν το χέρι σου! Χε χε! Καλά η μύτη σου, ετούτο 'δω πάν', τι ’ν’ το  ’δώ;
Μ: Αυτό είναι το κεφαλάκι μου.
Κ: Ε ρε μανούλα μου! Πώς δεν το πήρε χαμπάρι η Πενσυβάνια να κάμει κι άλλες γραμμές απάνω. Αϊ στο διάολο! Ου!
Μ: Έλα βρε βλάκα, μη γελάς.
Κ: Τι θες εδώ μωρέ;
Μ: Ήρθα να κάμω μια καταγγελία.
Κ: Τι καταγγελία;
Μ: Εψές, επήρα μια οκά κρέας από το χασάπη.
Κ: Αχά!
Μ: Και πήγαινα εις την οδό Σταδίου.
Κ: Αχά!
Μ: Και ήρθε ένας σκύλος και μ' άρπαξε το κρέας από τα χέρια. Ποίονε πρέπει να καταγγείλω; Το σκύλο ή τον αφεντικό που το ’χει;
Κ: Α! Σοβαρή υπόθεση αυτή. Τώρα το άρθρο, το 82, λέει ότι ο αφεντικός πρέπει να βάνει μουσούδα στον σκύλο για να μην τρώει του κόσμου το κρέας.
Μ: Μ' αυτό λέω και εγώ. Και ποιον πρέπει να καταγγείλουμε;
Κ: Θα καταγγείλεις τον αφεντικό που έχει τον σκύλο, τον παλιάνθρωπο, τον άτιμο, τον μασκαρά!
Μ: Ε, ο σκύλος είναι δικός σου!
Κ: Πτου! Πανάθεμα τον γονιό του! Ωρέ για αυτό τον είδα κι ήρθε, βρε, μ' ένα κομμάτι κρέας. Λέω και εγώ, πού τόβρηκε; Πόσο κάνει το κρέας, κύριε Μορφονιέ;
Μ: Το κρέας κάνει δεκατέσσερις δραχμές καθ' ότι ήτανε αρνάκι.
Κ: Δεκατέσσερις δραχμές. Ορίστε δεκατέσσερις δραχμές.
Μ: Ευχαριστώ, αντίο.
Κ: Έλα δω. Το δικηγόρο ποιος τον επληρώνει;
Μ: Α, πόσο κάνει ο κόπος σας;
Κ: Ο κόπος μου κάνει εφτά δραχμές πένες, οκτώ δραχμές χαρτί, ε, δέκα δραχμές μελάνι, τρεις εφτά ενενήντα πέντε, οκτώ και οκτώ σαράντα δύο, τρεις τρεις εικοστέσσερα, αφαιρούμε το μηδενικό, το προσθέτουμε εδώ, βάνουμε το επτά μπροστά, βάνουμε τρία μηδενικά από πίσω, κάνουνε εβδομήντα φράγκα.
Μ: Ορίστε κύριε, πάρε τα εβδομήντα σου φράγκα.
Κ: Είσαι ευχαριστημένος;
Μ: Βέβαια. Αντίο.
Κ: Στο διάολο.
Μ: Πώς είπατε;
Κ: Στο καλό, λέω! Χα! Στο διάολο! Χα χα χα! Καλό εμπόριον τούτο ‘δω. Να πληρώνεις δεκατέσσερις, να παίρνεις εβδομήντα. Άλλος στον καλόν τον δικηγόρο!

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης