Τίκι τίκι τακ

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Τίκι τίκι τακ” ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το “Τίκι τίκι τακ”.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα οι ακόλουθες ηχογραφήσεις του τραγουδιού:

- “Τικ - τακ”, Εστουδιαντίνα Τσανάκα, Κωνσταντινούπολη, c. 1911 (Orfeon 2023 – 11578)
- “Τικ τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς τη δεκαετία του 1910 (American Record 2977)
- “Τικ τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913 (Favorite 30q -7-59001)
- “Τίκι τίκι τακ - Ρεμπέτικο”, Γιάγκος Ψωματιανός (Γιάννης Καλαϊτζόγλου), Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913, (Favorite 45-q - 7-55014), παρούσα ηχογράφηση
- “Τικ τακ”, Γιώργος Κανάκης – Μενέλαος Θελετρίδης, Νέα Υόρκη,  Νοέμβριος 1919 (Panhellenion 4680 – 7008-B)

Το τραγούδι εντοπίζεται και στην ηχογράφηση Θεάτρου Σκιών “Ο Καραγκιόζης δικηγόρος”, την οποία πραγματοποίησε ο Mike Patrinos στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1927 (Columbia USA W107524-2 - 7036-F & επανατύπωση Columbia UK 7704). Συγκεκριμένα, στα πρώτα 25'' της ηχογράφησης ο σκοπός του τραγουδιού με άλλους στίχους χρησιμοποιείται ως συνοδεία για την είσοδο του Μορφονιού.

Τέλος, το 1967 στην Αθήνα ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφεί μαζί με τη Σούλα Στράτου το τραγούδι, με τον τίτλο "Τικ τακ κάνει η καρδιά μου", σε δίσκο 45 στροφών (RCA Victor 7RCAGR-1987 -48g-2704).

Η παρτιτούρα, με τον τίτλο «Τικ, τικ, τακ κάμν’ η καρδιά μου», εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Μουσικό Εκδοτικό Οίκο «Αι μούσαι» Ε. Γ. Σταυρολέμη ως μεταγραφή του Βασίλη Σιδερή.

Όπως αποκάλυψε ο Franco Fabbri (2019: 82), το τραγούδι αποτελεί διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Questa non si tocca?" σε μουσική του Vincenzo Di Chiara και στίχους του Antonio Barbieri. Η παρτιτούρα του τραγουδιού περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda: giornale artistico, letterario, musicale settimanale, Piedigrotta 1910" που κυκλοφόρησε στη Νάπολη το 1910 από τον οίκο Bideri. Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, το τραγούδι παρουσιάστηκε στον διαγωνισμό "Tavola Rotonda" κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Piedigrotta 1910.

Ευχαριστούμε θερμά το Conservatorio di Musica “Domenico Cimarosa” di Avellino, τον Gianpiero De Luca και τον Mauro Amato για την παραχώρηση της άδειας ανάρτησης της παρτιτούρας.

Το “Piedigrotta” αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Μέχρι τώρα έχει εντοπιστεί μία μόνο ηχογράφηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 1916 στη Νέα Υόρκη από την Amelia Bruno και την King's Orchestra (Victor B-17664 - 67929).

Επισημαίνουμε ότι υπάρχει ομότιτλο τραγούδι που ηχογραφήθηκε δύο φορές στην ελληνική δισκογραφία, από τον Ιωάννη Π. Αγιασματζή ("Τίκι τίκι τακ", Κωνσταντινούπολη 1904, Gramophone 417d - 2-12222) και από τον Πέτρο Ζουναράκη ("Τίκι τικιτάκ", Κωνσταντινούπολη 1906, Odeon C 849 - 1869).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τραγούδια που πέρασαν απαρατήρητα στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, όπως αυτό, διά της οικειοποίησης και της αναπροσαρμογής, αποκτούν νέα μορφή σε διαφορετικό τόπο και ζουν μια δεύτερη ζωή, πυροδοτώντας έναν άλλο, νέο κύκλο αναδημιουργίας. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Κοκκώνης (βλ. Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία), «αποτελούν "ενσταντανέ" μετασχηματισμών, που παράγουν διαρκώς νέες εκδοχές έργων παλιών και "απεδαφοποιημένων". Αυτά δεν διαθέτουν κάποια "αρχετυπική" υπόσταση, αλλά μας φανερώνονται μέσα από τις νέες τους κάθε φορά ζωές, μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο, με πραγματικές ή φαντασιακές αναφορές σε κάποιο αναγνωρίσιμο ιστορικό, γεωγραφικό ή γλωσσικό στίγμα. Κάποιες από τις νέες αυτές ζωές αναδεικνύονται μακροβιότερες και επιδραστικότερες, και τότε προσφέρονται ιδιαίτερα για τις ρητορικές της εθνικής ταυτότητας, που συχνά αναγορεύουν ως αρχέτυπα αυτά που είναι κατ’ εξοχήν μετασχηματισμοί, αγνοώντας την κοσμοπολίτικη φύση και προπαντός την οικουμενική τους εμβέλεια. Τραγούδια όπως ο "Καροτσέρης", το "Τικ-τακ", το "Δε σε θέλω πια" και η "Πριγκηπέσσα" αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.»

Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αναγραφή την ετικέτα της παρούσας ηχογράφησης της λέξης «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Σιδερής Βασίλης ;]
Τραγουδιστές:
Psamatiali Jankos [Ψαματιανός Γιάγκος (Καλαϊτζόγλου Γιάννης)]
Χρονολογία ηχογράφησης:
1913
Τόπος ηχογράφησης:
Κωνσταντινούπολη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Favorite
Αριθμός καταλόγου:
7-55014
Αριθμός μήτρας:
45-q
Διάρκεια:
3:09
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10¾'' (27 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Hugo Strötbaum
Αναγνωριστικό:
Fav_7_55014_TikiTikiTak
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Τίκι τίκι τακ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=11278
Στίχοι:
Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
χτυπάει η καρδιά μου σαν σε βλέπω να διαβαίνεις
Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
θέλω πουλί μου να μαντεύω πού πηγαίνεις

Θέλω πουλί μου να σε ρωτήσω
φοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω
γιατί όταν σε διω αρχίζει της καρδιάς
το τικ, τίκι, τίκι, τακ

Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
κάνει η καρδιά μου σαν με γέλιο με κοιτάζεις
τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
τρελό πουλί μου, άμα πας να με πειράζεις

Θέλω πουλί μου να σε ρωτήσω
φοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω
γιατί όταν σε διω αρχίζει της καρδιάς
το τακ, τάκα, τάκα, τακ

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Τίκι τίκι τακ” ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το “Τίκι τίκι τακ”.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα οι ακόλουθες ηχογραφήσεις του τραγουδιού:

- “Τικ - τακ”, Εστουδιαντίνα Τσανάκα, Κωνσταντινούπολη, c. 1911 (Orfeon 2023 – 11578)
- “Τικ τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς τη δεκαετία του 1910 (American Record 2977)
- “Τικ τακ”, Πέτρος Ζουναράκης, Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913 (Favorite 30q -7-59001)
- “Τίκι τίκι τακ - Ρεμπέτικο”, Γιάγκος Ψωματιανός (Γιάννης Καλαϊτζόγλου), Κωνσταντινούπολη, πιθανώς 1913, (Favorite 45-q - 7-55014), παρούσα ηχογράφηση
- “Τικ τακ”, Γιώργος Κανάκης – Μενέλαος Θελετρίδης, Νέα Υόρκη,  Νοέμβριος 1919 (Panhellenion 4680 – 7008-B)

Το τραγούδι εντοπίζεται και στην ηχογράφηση Θεάτρου Σκιών “Ο Καραγκιόζης δικηγόρος”, την οποία πραγματοποίησε ο Mike Patrinos στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1927 (Columbia USA W107524-2 - 7036-F & επανατύπωση Columbia UK 7704). Συγκεκριμένα, στα πρώτα 25'' της ηχογράφησης ο σκοπός του τραγουδιού με άλλους στίχους χρησιμοποιείται ως συνοδεία για την είσοδο του Μορφονιού.

Τέλος, το 1967 στην Αθήνα ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφεί μαζί με τη Σούλα Στράτου το τραγούδι, με τον τίτλο "Τικ τακ κάνει η καρδιά μου", σε δίσκο 45 στροφών (RCA Victor 7RCAGR-1987 -48g-2704).

Η παρτιτούρα, με τον τίτλο «Τικ, τικ, τακ κάμν’ η καρδιά μου», εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Μουσικό Εκδοτικό Οίκο «Αι μούσαι» Ε. Γ. Σταυρολέμη ως μεταγραφή του Βασίλη Σιδερή.

Όπως αποκάλυψε ο Franco Fabbri (2019: 82), το τραγούδι αποτελεί διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Questa non si tocca?" σε μουσική του Vincenzo Di Chiara και στίχους του Antonio Barbieri. Η παρτιτούρα του τραγουδιού περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda: giornale artistico, letterario, musicale settimanale, Piedigrotta 1910" που κυκλοφόρησε στη Νάπολη το 1910 από τον οίκο Bideri. Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, το τραγούδι παρουσιάστηκε στον διαγωνισμό "Tavola Rotonda" κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Piedigrotta 1910.

Ευχαριστούμε θερμά το Conservatorio di Musica “Domenico Cimarosa” di Avellino, τον Gianpiero De Luca και τον Mauro Amato για την παραχώρηση της άδειας ανάρτησης της παρτιτούρας.

Το “Piedigrotta” αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Μέχρι τώρα έχει εντοπιστεί μία μόνο ηχογράφηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 1916 στη Νέα Υόρκη από την Amelia Bruno και την King's Orchestra (Victor B-17664 - 67929).

Επισημαίνουμε ότι υπάρχει ομότιτλο τραγούδι που ηχογραφήθηκε δύο φορές στην ελληνική δισκογραφία, από τον Ιωάννη Π. Αγιασματζή ("Τίκι τίκι τακ", Κωνσταντινούπολη 1904, Gramophone 417d - 2-12222) και από τον Πέτρο Ζουναράκη ("Τίκι τικιτάκ", Κωνσταντινούπολη 1906, Odeon C 849 - 1869).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τραγούδια που πέρασαν απαρατήρητα στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, όπως αυτό, διά της οικειοποίησης και της αναπροσαρμογής, αποκτούν νέα μορφή σε διαφορετικό τόπο και ζουν μια δεύτερη ζωή, πυροδοτώντας έναν άλλο, νέο κύκλο αναδημιουργίας. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Κοκκώνης (βλ. Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία), «αποτελούν "ενσταντανέ" μετασχηματισμών, που παράγουν διαρκώς νέες εκδοχές έργων παλιών και "απεδαφοποιημένων". Αυτά δεν διαθέτουν κάποια "αρχετυπική" υπόσταση, αλλά μας φανερώνονται μέσα από τις νέες τους κάθε φορά ζωές, μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο, με πραγματικές ή φαντασιακές αναφορές σε κάποιο αναγνωρίσιμο ιστορικό, γεωγραφικό ή γλωσσικό στίγμα. Κάποιες από τις νέες αυτές ζωές αναδεικνύονται μακροβιότερες και επιδραστικότερες, και τότε προσφέρονται ιδιαίτερα για τις ρητορικές της εθνικής ταυτότητας, που συχνά αναγορεύουν ως αρχέτυπα αυτά που είναι κατ’ εξοχήν μετασχηματισμοί, αγνοώντας την κοσμοπολίτικη φύση και προπαντός την οικουμενική τους εμβέλεια. Τραγούδια όπως ο "Καροτσέρης", το "Τικ-τακ", το "Δε σε θέλω πια" και η "Πριγκηπέσσα" αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.»

Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αναγραφή την ετικέτα της παρούσας ηχογράφησης της λέξης «Ρεμπέτικο». Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Από την άλλη, συχνά στην δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρνέικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του. Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930. Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Άρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα», ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Φαίνεται πως ο όρος υπήρξε μάλλον επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αυτιά μας.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Σιδερής Βασίλης ;]
Τραγουδιστές:
Psamatiali Jankos [Ψαματιανός Γιάγκος (Καλαϊτζόγλου Γιάννης)]
Χρονολογία ηχογράφησης:
1913
Τόπος ηχογράφησης:
Κωνσταντινούπολη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Favorite
Αριθμός καταλόγου:
7-55014
Αριθμός μήτρας:
45-q
Διάρκεια:
3:09
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10¾'' (27 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Hugo Strötbaum
Αναγνωριστικό:
Fav_7_55014_TikiTikiTak
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Τίκι τίκι τακ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=11278
Στίχοι:
Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
χτυπάει η καρδιά μου σαν σε βλέπω να διαβαίνεις
Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
θέλω πουλί μου να μαντεύω πού πηγαίνεις

Θέλω πουλί μου να σε ρωτήσω
φοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω
γιατί όταν σε διω αρχίζει της καρδιάς
το τικ, τίκι, τίκι, τακ

Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
κάνει η καρδιά μου σαν με γέλιο με κοιτάζεις
τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ
τρελό πουλί μου, άμα πας να με πειράζεις

Θέλω πουλί μου να σε ρωτήσω
φοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω
γιατί όταν σε διω αρχίζει της καρδιάς
το τακ, τάκα, τάκα, τακ

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης