Αναφέρει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 1: 45): "Ο διασημότερος και πλέον διαδεδομένος μανές από τους πέντε αγαπημένους των Ελλήνων της Σμύρνης. Οι άλλοι τέσσερεις ήταν: "Τζιβαέρι", "Ταμπαχανιώτικος", "Μπουρνοβαλιός" και το "Ανταμαμάν" ή "Γαλατά".
Το τραγούδι αυτό έχει τη μακροβιότερη ιστορία από οποιοδήποτε άλλο, αφού διαχέεται και διασχίζει το ρεμπέτικο σ’ όλες τις φάσεις δημιουργίας, εντός και εκτός Ελλάδας. Πέρασε στη δισκογραφία δεκάδες φορές, είτε στην αρχική του μορφή είτε σε διάφορες παραλλαγές, και επηρέασε πολλούς από τους μεγάλους συνθέτες του ρεμπέτικου, μεταξύ άλλων και τον Σπύρο Περιστέρη, ο οποίος σε συνεργασία με τον Μίνω Μάτσα γράφει το 1946 το "Μινόρε της αυγής".
Μια ακόμη σημαντική δημιουργία που αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη αυτού του τραγουδιού-μήτρα το οποίο υπήρξε πηγή έμπνευσης και επιρροής για το ελληνικό τραγούδι ακόμα και μετά το 1960.
Όπως αναφέρεται στην εργασία "Το σμυρνέϊκο μινόρε" (βλ. Παναγιώτης Κουνάδης, "Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών", τόμος Α, εκδόσεις Κατάρτι, 2003): "Ο (α)μανές συντίθεται συνήθως από τρία διακεκριμένα μέρη: την εισαγωγή, το κυρίως - ποιητικό - μέρος και το φινάλε. Η εισαγωγή είναι οργανικό τμήμα του μανέ, όπου το κυρίως όργανο μελωδίας «περιγράφει» το ύφος και εισάγει στον προεπιλεγμένο «δρόμο» (makam), πάνω σε μελωδία προκαθορισμένη ή και αυτοσχεδιαζόμενη. Χρονικά η εισαγωγή μπορεί να καταλάβει μέχρι και το 1/3 του μανέ.
Ακολουθεί το κυρίως μέρος, του τραγουδιστή, ο οποίος κινούμενος μέσα στο ύφος που έχει προκαθοριστεί στην εισαγωγή περιγράφει με μια ή δυο επαναλήψεις την πορεία του ποιητικού μέρους – του δίστιχου δηλαδή – που αν και πρόκειται για τον ίδιο μανέ, συνήθως είναι κάθε φορά διαφορετικό. Τα όργανα, στη φάση αυτή, συνοδεύουν και μόνο, τον τραγουδιστή, διατηρώντας το μουσικό ύφος και τον επιλεγμένο «δρόμο». Χρονικά το κυρίως μέρος μπορεί να καταλάβει και τα 2/3 του μανέ.
Στους περισσότερους μανέδες υπάρχει η κατάληξη (φινάλε), που γίνεται από τα όργανα συνοδείας και διαρκεί λίγο (το 1/6 μέχρι και καθόλου) και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έχει ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς του υπόλοιπου μανέ.
Ο μανές τραγουδιέται από έναν μόνο τραγουδιστή. Δεν έχει εντοπιστεί, μέχρι στιγμής, δισκογραφικά διαφορετική περίπτωση.
Η σημαντικότερη και πιο εκτεταμένη προσέγγιση πάνω στην ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου του τραγουδιού αυτού, έγινε από την εθνομουσικολόγο Basma Zerouali στη διδακτορική της διατριβή, στο Institut National des langues et civilizations orientales (Παρίσι 7/12/2006), με θέμα "Η κοσμοπολίτικη Ανατολή μέσα στα τραγούδια των Ελλήνων της Σμύρνης". Σ’ αυτήν αναλύεται η προέλευση, ο τρόπος λειτουργίας της μελωδίας, τα όργανα, οι ρυθμοί, οι καταλήξεις κ.ά. Επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων αναλύσεων, την άποψη του Λαίλιου Καρακάση για το ρουμάνικο χρώμα της μελωδίας. Αυτό σχετίζεται με το ότι ο βιολιστής Γιάγκος Αλεξίου ή Γιοβανίκας, που παρουσίασε πρώτος το τραγούδι αυτό στη Σμύρνη, έζησε πολλά χρόνια στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και στις περιοδείες του είχε επαφές και συνεργάστηκε με ρουμάνους μουσικούς και τσιγγάνους. Εντυπωσιακή είναι η ρυθμική αγωγή, με την κυριαρχία του ρυθμού χαμπανέρα, που προέρχεται από την μακρινή Κούβα, καθώς και οι καταλήξεις που άλλοτε είναι σε γρήγορο χασάπικο (στις περισσότερες εκτελέσεις) και άλλοτε σε βαλς. Παραμένει σταθερή η παρουσία του δεκαπεντασύλλαβου δίστιχου της δημοτικής μας παράδοσης, ως στοιχείου που συνδιαμορφώνει την πολυεθνική ταυτότητα του αμανέ.
Σχετικά με τον τόπο που πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση επισημαίνει ο Αριστομένης Καλυβιώτης (2015: 107): «Ο κωδικός αυτός [η ένδειξη XSC δίπλα στον ανάγλυφο αριθμό μήτρας του δίσκου] προσδιορίζει ότι οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν στη Θεσσαλονίκη. Προβληματισμό όμως δημιούργησε το γεγονός ότι συμμετείχε σ’ αυτές η Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα με τον τραγουδιστή Γιάννη Τσανάκα. Πήγε συνεπώς ο Τσανάκας με το συγκρότημά του στη Θεσσαλονίκη; Μήπως οι ηχοληψίες έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, όπου κι άλλες φορές ηχογράφησαν εκεί σμυρναίικα συγκροτήματα για λογαριασμό της "Odeon Rec."; Στις ηχογραφήσεις όμως που έκανε τότε η "Odeon Rec." στην Κωνσταντινούπολη, υπάρχει πάνω στους δίσκους ο κωδικός XC. Συνεπώς, στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί σίγουρη απάντηση προς το παρόν».
Αναφέρει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 1: 45): "Ο διασημότερος και πλέον διαδεδομένος μανές από τους πέντε αγαπημένους των Ελλήνων της Σμύρνης. Οι άλλοι τέσσερεις ήταν: "Τζιβαέρι", "Ταμπαχανιώτικος", "Μπουρνοβαλιός" και το "Ανταμαμάν" ή "Γαλατά".
Το τραγούδι αυτό έχει τη μακροβιότερη ιστορία από οποιοδήποτε άλλο, αφού διαχέεται και διασχίζει το ρεμπέτικο σ’ όλες τις φάσεις δημιουργίας, εντός και εκτός Ελλάδας. Πέρασε στη δισκογραφία δεκάδες φορές, είτε στην αρχική του μορφή είτε σε διάφορες παραλλαγές, και επηρέασε πολλούς από τους μεγάλους συνθέτες του ρεμπέτικου, μεταξύ άλλων και τον Σπύρο Περιστέρη, ο οποίος σε συνεργασία με τον Μίνω Μάτσα γράφει το 1946 το "Μινόρε της αυγής".
Μια ακόμη σημαντική δημιουργία που αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη αυτού του τραγουδιού-μήτρα το οποίο υπήρξε πηγή έμπνευσης και επιρροής για το ελληνικό τραγούδι ακόμα και μετά το 1960.
Όπως αναφέρεται στην εργασία "Το σμυρνέϊκο μινόρε" (βλ. Παναγιώτης Κουνάδης, "Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών", τόμος Α, εκδόσεις Κατάρτι, 2003): "Ο (α)μανές συντίθεται συνήθως από τρία διακεκριμένα μέρη: την εισαγωγή, το κυρίως - ποιητικό - μέρος και το φινάλε. Η εισαγωγή είναι οργανικό τμήμα του μανέ, όπου το κυρίως όργανο μελωδίας «περιγράφει» το ύφος και εισάγει στον προεπιλεγμένο «δρόμο» (makam), πάνω σε μελωδία προκαθορισμένη ή και αυτοσχεδιαζόμενη. Χρονικά η εισαγωγή μπορεί να καταλάβει μέχρι και το 1/3 του μανέ.
Ακολουθεί το κυρίως μέρος, του τραγουδιστή, ο οποίος κινούμενος μέσα στο ύφος που έχει προκαθοριστεί στην εισαγωγή περιγράφει με μια ή δυο επαναλήψεις την πορεία του ποιητικού μέρους – του δίστιχου δηλαδή – που αν και πρόκειται για τον ίδιο μανέ, συνήθως είναι κάθε φορά διαφορετικό. Τα όργανα, στη φάση αυτή, συνοδεύουν και μόνο, τον τραγουδιστή, διατηρώντας το μουσικό ύφος και τον επιλεγμένο «δρόμο». Χρονικά το κυρίως μέρος μπορεί να καταλάβει και τα 2/3 του μανέ.
Στους περισσότερους μανέδες υπάρχει η κατάληξη (φινάλε), που γίνεται από τα όργανα συνοδείας και διαρκεί λίγο (το 1/6 μέχρι και καθόλου) και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έχει ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς του υπόλοιπου μανέ.
Ο μανές τραγουδιέται από έναν μόνο τραγουδιστή. Δεν έχει εντοπιστεί, μέχρι στιγμής, δισκογραφικά διαφορετική περίπτωση.
Η σημαντικότερη και πιο εκτεταμένη προσέγγιση πάνω στην ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου του τραγουδιού αυτού, έγινε από την εθνομουσικολόγο Basma Zerouali στη διδακτορική της διατριβή, στο Institut National des langues et civilizations orientales (Παρίσι 7/12/2006), με θέμα "Η κοσμοπολίτικη Ανατολή μέσα στα τραγούδια των Ελλήνων της Σμύρνης". Σ’ αυτήν αναλύεται η προέλευση, ο τρόπος λειτουργίας της μελωδίας, τα όργανα, οι ρυθμοί, οι καταλήξεις κ.ά. Επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων αναλύσεων, την άποψη του Λαίλιου Καρακάση για το ρουμάνικο χρώμα της μελωδίας. Αυτό σχετίζεται με το ότι ο βιολιστής Γιάγκος Αλεξίου ή Γιοβανίκας, που παρουσίασε πρώτος το τραγούδι αυτό στη Σμύρνη, έζησε πολλά χρόνια στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και στις περιοδείες του είχε επαφές και συνεργάστηκε με ρουμάνους μουσικούς και τσιγγάνους. Εντυπωσιακή είναι η ρυθμική αγωγή, με την κυριαρχία του ρυθμού χαμπανέρα, που προέρχεται από την μακρινή Κούβα, καθώς και οι καταλήξεις που άλλοτε είναι σε γρήγορο χασάπικο (στις περισσότερες εκτελέσεις) και άλλοτε σε βαλς. Παραμένει σταθερή η παρουσία του δεκαπεντασύλλαβου δίστιχου της δημοτικής μας παράδοσης, ως στοιχείου που συνδιαμορφώνει την πολυεθνική ταυτότητα του αμανέ.
Σχετικά με τον τόπο που πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση επισημαίνει ο Αριστομένης Καλυβιώτης (2015: 107): «Ο κωδικός αυτός [η ένδειξη XSC δίπλα στον ανάγλυφο αριθμό μήτρας του δίσκου] προσδιορίζει ότι οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν στη Θεσσαλονίκη. Προβληματισμό όμως δημιούργησε το γεγονός ότι συμμετείχε σ’ αυτές η Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα με τον τραγουδιστή Γιάννη Τσανάκα. Πήγε συνεπώς ο Τσανάκας με το συγκρότημά του στη Θεσσαλονίκη; Μήπως οι ηχοληψίες έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, όπου κι άλλες φορές ηχογράφησαν εκεί σμυρναίικα συγκροτήματα για λογαριασμό της "Odeon Rec."; Στις ηχογραφήσεις όμως που έκανε τότε η "Odeon Rec." στην Κωνσταντινούπολη, υπάρχει πάνω στους δίσκους ο κωδικός XC. Συνεπώς, στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί σίγουρη απάντηση προς το παρόν».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ