Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 112) κατηγοριοποιώντας τους ελληνόφωνους μανέδες με κριτήριο τις ιδιαίτερες ρυθμικές συγκροτήσεις τους διακρίνει δύο τύπους: τον τύπο Α, που, όπως γράφει, "αντιπροσωπεύει την αμιγώς αλατούρκα εκδοχή του μανέ, που εμφανίζεται συνήθως με δύο επικρατέστερες μορφές, Α1 και Α2, που διαφοροποιούνται από την παρουσία ή όχι ρυθμικοαρμονικής συνοδείας" και τον τύπο Β, για τον οποίο επισημαίνει (ό.π. σελ. 115): "...διαφοροποιείται από τον Α σε πολλά σημεία: τη συνολική δομή, τη διαχείριση των φωνητικών μελωδικών αναπτυγμάτων, καθώς και το οργανολόγιο, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις μελωδικές συγκροτήσεις. Η βασικότερη αλλαγή είναι η αντικατάσταση του ταξιμιού με μελωδικές εισαγωγές και γέφυρες, καθώς και το γύρισμα στο τέλος το οποίο ποικίλλει (μπάλος, χόρα, βαλς, πόλκα κ.ά.)".
Σύμφωνα με τα παραπάνω, εντάσσει το συγκεκριμένο μανέ στον τύπο Β και αναλύοντας τη δομή του αναφέρει (ό.π. σελ. 117): "Το εισαγωγικό θέμα αποδίδεται από την αρμόνικα και την κιθάρα πάνω σε ρυθμικό μοτίβο χαμπανέρας. Κατά την πρώτη είσοδο του μανέ, ο Νταλγκάς ερμηνεύει το στίχο: «Ως και τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι εκείνα τα φοβούμαι», με ρυθμικοαρμονική συνοδεία από την κιθάρα, μικρές ανταποκρίσεις από την αρμόνικα και τα σχετικά επιφωνήματα. Η ενδιάμεση μελωδική γέφυρα λειτουργεί ως προέκταση του εισαγωγικού θέματος, με την ίδια σύσταση (αρμόνικα και κιθάρα σε ρυθμικό μοτίβο χαμπανέρας). Η δεύτερη είσοδος του μανέ από τον Νταλγκά περιλαμβάνει την επανάληψη του «κι εκείνα τα φοβούμαι» και τον δεύτερο στίχο: «Να μη μας μαρτυρήσουνε την ώρα που μιλούμε», συν τα επιφωνήματα. Η κιθάρα συνοδεύει, με μικρές ανταποκρίσεις από την αρμόνικα. Η κατάληξη περιλαμβάνει κορύφωση από όλη την ορχήστρα με επιτάχυνση και γύρισμα σε χόρα".
Σύμφωνα με τον μελετητή: "Εν τέλει, αυτός ο τύπος μανέ, που ονομάσαμε Β και που ταυτίστηκε με την Σμύρνη, αποτελεί έναν ενδιάμεσο τόπο μεταξύ του αλατούρκα και του αλαφράγκα. Δεν πρόκειται απλώς για μια τυχαία μετάλλαξη: Οι πολλαπλές ηχογραφήσεις στις ΗΠΑ και στην Αθήνα, καθώς και η μετέπειτα αισθητική αυτονόμησή του στο πεδίο της μουσικής πράξης, στοιχειοθετούν ένα ιδιαίτερο υφολογικό πεδίο, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αλαγκρέκα, αφού οι υλοποιήσεις του αφορούν αποκλειστικά το ελληνόφωνο ρεπερτόριο".
Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 112) κατηγοριοποιώντας τους ελληνόφωνους μανέδες με κριτήριο τις ιδιαίτερες ρυθμικές συγκροτήσεις τους διακρίνει δύο τύπους: τον τύπο Α, που, όπως γράφει, "αντιπροσωπεύει την αμιγώς αλατούρκα εκδοχή του μανέ, που εμφανίζεται συνήθως με δύο επικρατέστερες μορφές, Α1 και Α2, που διαφοροποιούνται από την παρουσία ή όχι ρυθμικοαρμονικής συνοδείας" και τον τύπο Β, για τον οποίο επισημαίνει (ό.π. σελ. 115): "...διαφοροποιείται από τον Α σε πολλά σημεία: τη συνολική δομή, τη διαχείριση των φωνητικών μελωδικών αναπτυγμάτων, καθώς και το οργανολόγιο, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις μελωδικές συγκροτήσεις. Η βασικότερη αλλαγή είναι η αντικατάσταση του ταξιμιού με μελωδικές εισαγωγές και γέφυρες, καθώς και το γύρισμα στο τέλος το οποίο ποικίλλει (μπάλος, χόρα, βαλς, πόλκα κ.ά.)".
Σύμφωνα με τα παραπάνω, εντάσσει το συγκεκριμένο μανέ στον τύπο Β και αναλύοντας τη δομή του αναφέρει (ό.π. σελ. 117): "Το εισαγωγικό θέμα αποδίδεται από την αρμόνικα και την κιθάρα πάνω σε ρυθμικό μοτίβο χαμπανέρας. Κατά την πρώτη είσοδο του μανέ, ο Νταλγκάς ερμηνεύει το στίχο: «Ως και τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι εκείνα τα φοβούμαι», με ρυθμικοαρμονική συνοδεία από την κιθάρα, μικρές ανταποκρίσεις από την αρμόνικα και τα σχετικά επιφωνήματα. Η ενδιάμεση μελωδική γέφυρα λειτουργεί ως προέκταση του εισαγωγικού θέματος, με την ίδια σύσταση (αρμόνικα και κιθάρα σε ρυθμικό μοτίβο χαμπανέρας). Η δεύτερη είσοδος του μανέ από τον Νταλγκά περιλαμβάνει την επανάληψη του «κι εκείνα τα φοβούμαι» και τον δεύτερο στίχο: «Να μη μας μαρτυρήσουνε την ώρα που μιλούμε», συν τα επιφωνήματα. Η κιθάρα συνοδεύει, με μικρές ανταποκρίσεις από την αρμόνικα. Η κατάληξη περιλαμβάνει κορύφωση από όλη την ορχήστρα με επιτάχυνση και γύρισμα σε χόρα".
Σύμφωνα με τον μελετητή: "Εν τέλει, αυτός ο τύπος μανέ, που ονομάσαμε Β και που ταυτίστηκε με την Σμύρνη, αποτελεί έναν ενδιάμεσο τόπο μεταξύ του αλατούρκα και του αλαφράγκα. Δεν πρόκειται απλώς για μια τυχαία μετάλλαξη: Οι πολλαπλές ηχογραφήσεις στις ΗΠΑ και στην Αθήνα, καθώς και η μετέπειτα αισθητική αυτονόμησή του στο πεδίο της μουσικής πράξης, στοιχειοθετούν ένα ιδιαίτερο υφολογικό πεδίο, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αλαγκρέκα, αφού οι υλοποιήσεις του αφορούν αποκλειστικά το ελληνόφωνο ρεπερτόριο".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ