Η ηχογράφηση περιλαμβάνει το ντουέτο Πρίγκιπα - Τιτίκας «Μόνο μ' εσένα» από την τρίπρακτη οπερέτα «Οι απάχηδες των Αθηνών». Το έργο, σε μουσική Νίκου Χατζηαποστόλου και λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Αυγούστου 1921 στο θέατρο «Αλάμπρα» από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή (βλ. εδώ).
Οι «Απάχηδες των Αθηνών» στη μακρά διαδρομή τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα γνώρισαν ανεπανάληπη επιτυχία. Ενδεικτικές της απήχησης της οπερέτας είναι οι δύο κινηματογραφικές μεταφορές της. Η πρώτη γυρίστηκε το 1930 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη (βλ. εδώ) και η δεύτερη το 1950 με σκηνοθέτη τον Ηλία Παρασκευά (βλ. εδώ). Μαζί με τον «Βαπτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη αποτελούν τις δημοφιλέστερες ελληνικές οπερέτες, με διαχρονική παρουσία στο ελληνικό μουσικό θέατρο.
Με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό της συμπλήρωσης 30 χρόνων θεατρικής δράσης του Γιάννη Πρινέα, γράφει για την οπερέτα και το λιμπρέτο της ο Γιάννης Σιδέρης (βλ. εφ. Τα παρασκήνια, Έτος Α', αρ. φ. 49, Σάββατο 22.4.1939, σελ. 5 & 7, Οι Απάχηδες των Αθηνών):
« [...] Το καλοκαίρι του 1915 [πρεμιέρα 22.5.1915], στο θέατρο Λαού έπαιζε ο θίασος του κ. Ζάχου Θάνου, που πιο πριν είχε σημειώσει επιτυχίες με τη "Σκούπα" του ίδιου, που κι εκείνος, όπως και ο κ. Πρινέας, έγραφε και έπαιζε. Και ανέβασε μια ηθογραφία, που είχε αρκετήν επιτυχία με το Λυκούργο Καλαποθάκη, την Ειρήνη Βασιλάκη, που είνε και οι δυο πια μακαρίτες και με τον κ. Ζ. Θάνο και τον κ. Μίμη Ξύδη.
Η ηθογραφία ονομαζόταν "Πρίγκηψ Γκάγκαρης", και το λιμπρέττο ήτανε του κ. Πρινέα [η μουσική του Σπυρίδωνος Λεπενιώτη]. Ο κ. Πρινέας, αυτό το καλοκαίρι ήτανε ηθοποιός του θιάσου Κυβέλης, που έπαιζε στο θέατρο τα παληό, που δεν υπάρχει κι αυτό πια.
Κατά το 1880 είχανε καθιερωθή στο θέατρό μας εκείνα τα έργα που λέγονται "μυθιστορηματικά", τα περιπετειώδη, π.χ. ο "Ιωσίας ο ακτοφύλαξ" ο "Κόμης του Αγίου Γερμανού" και άλλα πολλά.
Λοιπόν στο θέατρον Ορφεύς, κοντά εκεί που είναι το καλοκαιρινό της κ. Ανδρεάδη, έπαιζε ο "Μένανδρος", ο θίασος των αδελφών Ταβουλάρη, πολλά παρόμοια έργα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1880 παίζει κι ένα έργο του Μπούλβερ Λάϋττον, του Λύττωνος όπως λέγανε τότε, του ίδιου συγγραφέα που είχε γράψει το "Ρισελιέ", την περίφημη δημιουργία του Λεκατσά.
Το έργο αυτό λεγότανε "Η Δέσποινα της Λυών" και το είχε μεταφράσει ο Ν. Δαμιράλης, ο συγγραφέας του το έγραψε στα 1838 και ο "Μένανδρος" το έπαιξε δυο φορές. Το έργο έχει και υπότιτλο "Η έρως και έπαρσις". Η "Δέσποινα της Λυών" τυπώθηκε στην "Θεατρική Βιβλιοθήκη" της Πόλης στα 1882.
Ένας πλούσιος περιφρονημένος βάζει ένα φτωχό να παίξη το ρόλο ενός δήθεν πρίγκηπα για να προσελκύση με τη λάμψη τού τίτλου του την σκληρή που τον περιφρόνησε, την πλούσια που με τα λεφτά του πατέρα της δε λογάριαζε κανένα. Το έργο θεατρικά είναι πάρα πολύ ωραίο και πολύ ρωμαντικό. [...]
Έχοντας λοιπόν στο νου του ο κ. Πρινέας το κοινό τού θεάτρου Λαού, που είχε τότε χαραχτήρα περισσότερο λαϊκό και δημιουργούσε τέτοιες προϋποθέσεις ακόμη και όταν συχνάζανε Αθηναίοι αριστοκράτες, απεφάσισε να διασκευάση "εις τα καθ' ημάς" αυτό το έργο και από τη "Δέσποινα της Λυών" βγήκε ο "Πρίγκηψ Γκάγκαρης".
Ας μη νομίση όμως κανείς ότι πρόκειται μόνο για μια διασκευή. Το κύριο πρόσωπο του Λάϋττον ήτανε αφορμή μονάχα, ο κ. Πρινέας άφησε τον εαυτόν του ελεύθερο και στηριγμένος στις δυνατότητες του θιάσου που θα το έπαιζε, που ο πρωταγωνιστής του, ο κ. Ζ. Θάνος, έκανε "μάγκες", πλάθει δυο θαυμαστούς τύπους, που δεν υπάρχουν στη "Δέσποινα της Λυών", δυο κωμικούς νέους μέσα σε μια υπόθεση δραματική, καθώς τα συνηθίζανε γενικά τα δράματα τα περιπετειώδη.
Αυτοί οι δυο τύποι λεγόντουσαν Χαρούπης και Φυτίλης.
Στα 1921 ο κ. Πρινέας έρχεται σε συμφωνία με τον μαέστρο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, που είχε κάνει λίγο πιο πριν μιας πρώτης γραμμής μεγάλη επιτυχία με τη "Μοντέρνα Καμαριέρα". Ο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, άνθρωπος που τις θέλει τις δουλειές του καθαρές και απολύτως φροντισμένες, καθώς το ξέρουν οι θεατρίνοι που παίξανε δικές του οπερέττες με την εποπτεία του, απαιτεί να ξαναγραφτούν οι στίχοι και να βολευθή καλύτερα το λιμπρέττο. Έτσι, παίζονται στας 19 Αυγούστου 1921, στο θέατρο "Αλάμπρα" με τον θίασο Σαμαρτζή οι "Απάχηδες των Αθηνών", το δεύτερο όνομα του "Πρίγκηπα Γκάγκαρη".
Η ελληνική κοινωνία, η μεσαία εκείνη την εποχή, καθώς λέγεται, είχε λεφτά πολλά και ωρμούσε και προς το θέατρο και γοητευότανε, όταν έβλεπε ήρωες απάνω στη σκηνή που να είναι απλοί και φτωχοί, αγνοί όμως και λεβέντες, όπως ήταν ή όπως θα ποθούσανε να είναι οι περισσότεροι από αυτούς που αποτελούσαν αυτό το Κοινό.
Από τη διάθεση αυτήν ακριβώς εμπνέεται ο κ. Πρινέας και πλαταίνει το μοτίβο των νεαρών του "απάχηδων" και τους παρουσιάζει καλύτερα. Πέντε είναι οι λαϊκοί τύποι, ο Πρίγκηπας, ο Καρκαλέτσος και ο Καρούμπας (έτσι βαφτίσθηκε ο Χαρούπης και ο Φυτίλης), και ο Μπάρμπα Αντρέας και η αγνή και υπομονετική κοπέλλα του λαού, η Τιτίκα. Το κόρο, το αντρικό και το γυναικείο, είναι και αυτό η παρέα τους η ανοιχτόκαρδη, όλοι μαζί, οι "Απάχηδες".
Ο κ. Πρινέας δημιούργησε και δύο τύπους ακόμη, νεόπλουτους, άνθη της εποχής, τον Παραλή και την εύθυμη γεροντοκόρη, την Αρετούσα, που είναι καθαρώτατο δημιούργημα ελληνικό. [...]
Απάχηδες, βέβαια, όπως υπάρχουν στο Παρίσι, δεν είδε, ευτυχώς, η Αθήνα μας. Με τον όρον αυτό που είναι θεατρικώς αβανταδόρικος, εννοούνται τα μορτάκια τα απλοϊκά και τα έξυπνα, που είναι τίμια και χαρούμενα, σπουργίτια του δρόμου.
Στο βάθος, όμως, αν δεν είναι απάχηδες σαν του Παρισιού, διασώζουν όμως με τη φρασεολογία τους, με τον τόνο της ομιλίας τους και με τους θυμούς τους, έναν τύπο γνήσια αθηναϊκό, που είχε υπάρξει πριν από κάμποσα χρόνια, και που, όταν έφτασε στην υπερβολή του μέσα στη ζωή της παλαιότερης Αθήνα, τον χτύπησε αλύπητα ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο Μπαϊραχτάρης, που έμεινε ιστορικός. [...]
Όμως, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες μου, θα έπρεπε να σημειώσω το πόσο η μουσική των "Απάχηδων" έχει μιλήσει στην καρδιά του λαού μας˙ γιατί ακριβώς θα έλεγα δεν τελειοποίησε μόνο τους στίχους, αλλά αισθάνθηκε και φανέρωσε τη λαϊκή αυτήν ψυχή μέσα στους τύπους που δημιούργησε ο κ. Πρινέας».
Η παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φέξη στην Αθήνα και, όπως και τα περισσότερα τραγούδια της οπερέτας, ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ελληνική ιστορική δισκογραφία. Ενδεικτικά:
– «Μόνο με σένα», Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, γύρω στα 1921 (Orfeon S. 3313 – 13111), παρούσα ηχογράφηση.
– «Μόνο με σένα», Τέτος Δημητριάδης – Γιώργος Μαραβέας, Νέα Υόρκη, 28 Μαρτίου 1924 (Victor B-29751 – 77477-A).
– «Μόνο με σένα», Μαρίκα Παπαγκίκα – Greek Record Co. Orchestra, Σικάγο, 1924 (Greek Record Company 510-B).
– «Μόνο μ' εσένα», Χορωδία Ρουμπάνη, Νέα Υόρκη, 11 Iανουαρίου 1929 (OKeh W 206328 – 82525).
– «Μόνο μ' εσένα», Ελληνική Ορχήστρα Νέας Υόρκης υπό τη διεύθυνση του Enrico Rossi, Νέα Υόρκη, 1929-1930 (Columbia W 206328 – 56187-F).
– «Μόνο με σένα», Εύα Στυλ - Νίκος Γούναρης, Μαντολινάτα υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Βιτάλη, Αμερική, δεκαετία του 1950 (Liberty L 141Α, Apollo S6191 – SY13 και επανέκδοση στο LP "Nick Gounaris sings Greek Melodies", Liberty Record Co. LP-102 και Grecophon GR-102).
Ο σκοπός καταγράφεται και σε ξένες δισκογραφίες, σε ηχογραφήσεις που δεν προορίζονται μόνο για το ελληνικό αγοραστικό κοινό. Τρεις από αυτές πραγματοποιήθηκαν στις 7 Απρίλιου 1922 στο Βερολίνο από την ορχήστρα του βιολιστή και διευθυντή ορχήστρας Dajos Béla ή Sándor Józsi, ψευδώνυμα του Εβραίου Leon Golzmann (Лев Гольцман) που γεννήθηκε στο Κίεβο της σημερινής Ουκρανίας. Φέρουν τον τίτλο "I Apahides (Apachentanz)". Μία κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Οι απάχηδες» (βλ. εδώ) καθώς και στις ΗΠΑ από την Odeon USA (βλέπε εδώ). Η δεύτερη κυκλοφόρησε από την Odeon Γερμανίας (xxBo 7562 – ΑΑ 55808 και ΑΑ 79819), καθώς και στις ΗΠΑ με τις ετικέτες των OKeh και Odeon (3077-Α) με τον τίτλο "Apache Dance". Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και για την ιταλική αγορά (Odeon xxBo 7562 – R - N. 55808), με τον τίτλο "Ι Aphaides", προφανώς αναγραμματισμός του "Ι Apahides", και υπότιτλο "Danza degli Apaches". Στην ετικέτα αυτού του δίσκου ο Χατζηποστόλου αναγράφεται ως "Ηadjapostoloi" και η ορχήστρα ως "Celebre Orchestra di Danze Moderne Dajos Béla". Η τρίτη ηχογράφηση κυκλοφόρησε από το ελληνικό παράρτημα της Odeon (xBe 3036 – A 154921 / GA 1029) και από την Odeon Γερμανίας (Α 44082).
Στην Αμερική, ηχογραφήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1928 στη Νέα Υόρκη σε διασκευή και διεύθυνση ορχήστρας του Nathaniel Shilkret (γεννημένου ως Natan Schüldkraut), Αμερικανού συνθέτη και μαέστρου με εβραϊκή καταγωγή από το Lviv της σημερινής Ουκρανίας. Παίζει η International Novelty Orchestra με τις αδερφές Θάλεια Σαμπανιέβα και Άννα Κριωνά στα φωνητικά. Σύμφωνα με το DAHR (βλ. εδώ), η ηχογράφηση κυκλοφόρησε για την ελληνική αγορά (Victor CVΕ-47781 – 26-8300, 38-3077 και Orthophonic S-701-Α), για τη διεθνή (Victor V-50010) με τον τίτλο, στα αγγλικά και στα ισπανικά, "Only with you - Waltz (Sólo Contigo - Vals)" και από τη Gramophone Ελβετίας (FM-11).
Η ηχογράφηση περιλαμβάνει το ντουέτο Πρίγκιπα - Τιτίκας «Μόνο μ' εσένα» από την τρίπρακτη οπερέτα «Οι απάχηδες των Αθηνών». Το έργο, σε μουσική Νίκου Χατζηαποστόλου και λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Αυγούστου 1921 στο θέατρο «Αλάμπρα» από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή (βλ. εδώ).
Οι «Απάχηδες των Αθηνών» στη μακρά διαδρομή τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα γνώρισαν ανεπανάληπη επιτυχία. Ενδεικτικές της απήχησης της οπερέτας είναι οι δύο κινηματογραφικές μεταφορές της. Η πρώτη γυρίστηκε το 1930 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη (βλ. εδώ) και η δεύτερη το 1950 με σκηνοθέτη τον Ηλία Παρασκευά (βλ. εδώ). Μαζί με τον «Βαπτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη αποτελούν τις δημοφιλέστερες ελληνικές οπερέτες, με διαχρονική παρουσία στο ελληνικό μουσικό θέατρο.
Με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό της συμπλήρωσης 30 χρόνων θεατρικής δράσης του Γιάννη Πρινέα, γράφει για την οπερέτα και το λιμπρέτο της ο Γιάννης Σιδέρης (βλ. εφ. Τα παρασκήνια, Έτος Α', αρ. φ. 49, Σάββατο 22.4.1939, σελ. 5 & 7, Οι Απάχηδες των Αθηνών):
« [...] Το καλοκαίρι του 1915 [πρεμιέρα 22.5.1915], στο θέατρο Λαού έπαιζε ο θίασος του κ. Ζάχου Θάνου, που πιο πριν είχε σημειώσει επιτυχίες με τη "Σκούπα" του ίδιου, που κι εκείνος, όπως και ο κ. Πρινέας, έγραφε και έπαιζε. Και ανέβασε μια ηθογραφία, που είχε αρκετήν επιτυχία με το Λυκούργο Καλαποθάκη, την Ειρήνη Βασιλάκη, που είνε και οι δυο πια μακαρίτες και με τον κ. Ζ. Θάνο και τον κ. Μίμη Ξύδη.
Η ηθογραφία ονομαζόταν "Πρίγκηψ Γκάγκαρης", και το λιμπρέττο ήτανε του κ. Πρινέα [η μουσική του Σπυρίδωνος Λεπενιώτη]. Ο κ. Πρινέας, αυτό το καλοκαίρι ήτανε ηθοποιός του θιάσου Κυβέλης, που έπαιζε στο θέατρο τα παληό, που δεν υπάρχει κι αυτό πια.
Κατά το 1880 είχανε καθιερωθή στο θέατρό μας εκείνα τα έργα που λέγονται "μυθιστορηματικά", τα περιπετειώδη, π.χ. ο "Ιωσίας ο ακτοφύλαξ" ο "Κόμης του Αγίου Γερμανού" και άλλα πολλά.
Λοιπόν στο θέατρον Ορφεύς, κοντά εκεί που είναι το καλοκαιρινό της κ. Ανδρεάδη, έπαιζε ο "Μένανδρος", ο θίασος των αδελφών Ταβουλάρη, πολλά παρόμοια έργα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1880 παίζει κι ένα έργο του Μπούλβερ Λάϋττον, του Λύττωνος όπως λέγανε τότε, του ίδιου συγγραφέα που είχε γράψει το "Ρισελιέ", την περίφημη δημιουργία του Λεκατσά.
Το έργο αυτό λεγότανε "Η Δέσποινα της Λυών" και το είχε μεταφράσει ο Ν. Δαμιράλης, ο συγγραφέας του το έγραψε στα 1838 και ο "Μένανδρος" το έπαιξε δυο φορές. Το έργο έχει και υπότιτλο "Η έρως και έπαρσις". Η "Δέσποινα της Λυών" τυπώθηκε στην "Θεατρική Βιβλιοθήκη" της Πόλης στα 1882.
Ένας πλούσιος περιφρονημένος βάζει ένα φτωχό να παίξη το ρόλο ενός δήθεν πρίγκηπα για να προσελκύση με τη λάμψη τού τίτλου του την σκληρή που τον περιφρόνησε, την πλούσια που με τα λεφτά του πατέρα της δε λογάριαζε κανένα. Το έργο θεατρικά είναι πάρα πολύ ωραίο και πολύ ρωμαντικό. [...]
Έχοντας λοιπόν στο νου του ο κ. Πρινέας το κοινό τού θεάτρου Λαού, που είχε τότε χαραχτήρα περισσότερο λαϊκό και δημιουργούσε τέτοιες προϋποθέσεις ακόμη και όταν συχνάζανε Αθηναίοι αριστοκράτες, απεφάσισε να διασκευάση "εις τα καθ' ημάς" αυτό το έργο και από τη "Δέσποινα της Λυών" βγήκε ο "Πρίγκηψ Γκάγκαρης".
Ας μη νομίση όμως κανείς ότι πρόκειται μόνο για μια διασκευή. Το κύριο πρόσωπο του Λάϋττον ήτανε αφορμή μονάχα, ο κ. Πρινέας άφησε τον εαυτόν του ελεύθερο και στηριγμένος στις δυνατότητες του θιάσου που θα το έπαιζε, που ο πρωταγωνιστής του, ο κ. Ζ. Θάνος, έκανε "μάγκες", πλάθει δυο θαυμαστούς τύπους, που δεν υπάρχουν στη "Δέσποινα της Λυών", δυο κωμικούς νέους μέσα σε μια υπόθεση δραματική, καθώς τα συνηθίζανε γενικά τα δράματα τα περιπετειώδη.
Αυτοί οι δυο τύποι λεγόντουσαν Χαρούπης και Φυτίλης.
Στα 1921 ο κ. Πρινέας έρχεται σε συμφωνία με τον μαέστρο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, που είχε κάνει λίγο πιο πριν μιας πρώτης γραμμής μεγάλη επιτυχία με τη "Μοντέρνα Καμαριέρα". Ο κ. Ν. Χατζηαποστόλου, άνθρωπος που τις θέλει τις δουλειές του καθαρές και απολύτως φροντισμένες, καθώς το ξέρουν οι θεατρίνοι που παίξανε δικές του οπερέττες με την εποπτεία του, απαιτεί να ξαναγραφτούν οι στίχοι και να βολευθή καλύτερα το λιμπρέττο. Έτσι, παίζονται στας 19 Αυγούστου 1921, στο θέατρο "Αλάμπρα" με τον θίασο Σαμαρτζή οι "Απάχηδες των Αθηνών", το δεύτερο όνομα του "Πρίγκηπα Γκάγκαρη".
Η ελληνική κοινωνία, η μεσαία εκείνη την εποχή, καθώς λέγεται, είχε λεφτά πολλά και ωρμούσε και προς το θέατρο και γοητευότανε, όταν έβλεπε ήρωες απάνω στη σκηνή που να είναι απλοί και φτωχοί, αγνοί όμως και λεβέντες, όπως ήταν ή όπως θα ποθούσανε να είναι οι περισσότεροι από αυτούς που αποτελούσαν αυτό το Κοινό.
Από τη διάθεση αυτήν ακριβώς εμπνέεται ο κ. Πρινέας και πλαταίνει το μοτίβο των νεαρών του "απάχηδων" και τους παρουσιάζει καλύτερα. Πέντε είναι οι λαϊκοί τύποι, ο Πρίγκηπας, ο Καρκαλέτσος και ο Καρούμπας (έτσι βαφτίσθηκε ο Χαρούπης και ο Φυτίλης), και ο Μπάρμπα Αντρέας και η αγνή και υπομονετική κοπέλλα του λαού, η Τιτίκα. Το κόρο, το αντρικό και το γυναικείο, είναι και αυτό η παρέα τους η ανοιχτόκαρδη, όλοι μαζί, οι "Απάχηδες".
Ο κ. Πρινέας δημιούργησε και δύο τύπους ακόμη, νεόπλουτους, άνθη της εποχής, τον Παραλή και την εύθυμη γεροντοκόρη, την Αρετούσα, που είναι καθαρώτατο δημιούργημα ελληνικό. [...]
Απάχηδες, βέβαια, όπως υπάρχουν στο Παρίσι, δεν είδε, ευτυχώς, η Αθήνα μας. Με τον όρον αυτό που είναι θεατρικώς αβανταδόρικος, εννοούνται τα μορτάκια τα απλοϊκά και τα έξυπνα, που είναι τίμια και χαρούμενα, σπουργίτια του δρόμου.
Στο βάθος, όμως, αν δεν είναι απάχηδες σαν του Παρισιού, διασώζουν όμως με τη φρασεολογία τους, με τον τόνο της ομιλίας τους και με τους θυμούς τους, έναν τύπο γνήσια αθηναϊκό, που είχε υπάρξει πριν από κάμποσα χρόνια, και που, όταν έφτασε στην υπερβολή του μέσα στη ζωή της παλαιότερης Αθήνα, τον χτύπησε αλύπητα ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο Μπαϊραχτάρης, που έμεινε ιστορικός. [...]
Όμως, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες μου, θα έπρεπε να σημειώσω το πόσο η μουσική των "Απάχηδων" έχει μιλήσει στην καρδιά του λαού μας˙ γιατί ακριβώς θα έλεγα δεν τελειοποίησε μόνο τους στίχους, αλλά αισθάνθηκε και φανέρωσε τη λαϊκή αυτήν ψυχή μέσα στους τύπους που δημιούργησε ο κ. Πρινέας».
Η παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φέξη στην Αθήνα και, όπως και τα περισσότερα τραγούδια της οπερέτας, ηχογραφήθηκε αρκετές φορές στην ελληνική ιστορική δισκογραφία. Ενδεικτικά:
– «Μόνο με σένα», Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, γύρω στα 1921 (Orfeon S. 3313 – 13111), παρούσα ηχογράφηση.
– «Μόνο με σένα», Τέτος Δημητριάδης – Γιώργος Μαραβέας, Νέα Υόρκη, 28 Μαρτίου 1924 (Victor B-29751 – 77477-A).
– «Μόνο με σένα», Μαρίκα Παπαγκίκα – Greek Record Co. Orchestra, Σικάγο, 1924 (Greek Record Company 510-B).
– «Μόνο μ' εσένα», Χορωδία Ρουμπάνη, Νέα Υόρκη, 11 Iανουαρίου 1929 (OKeh W 206328 – 82525).
– «Μόνο μ' εσένα», Ελληνική Ορχήστρα Νέας Υόρκης υπό τη διεύθυνση του Enrico Rossi, Νέα Υόρκη, 1929-1930 (Columbia W 206328 – 56187-F).
– «Μόνο με σένα», Εύα Στυλ - Νίκος Γούναρης, Μαντολινάτα υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Βιτάλη, Αμερική, δεκαετία του 1950 (Liberty L 141Α, Apollo S6191 – SY13 και επανέκδοση στο LP "Nick Gounaris sings Greek Melodies", Liberty Record Co. LP-102 και Grecophon GR-102).
Ο σκοπός καταγράφεται και σε ξένες δισκογραφίες, σε ηχογραφήσεις που δεν προορίζονται μόνο για το ελληνικό αγοραστικό κοινό. Τρεις από αυτές πραγματοποιήθηκαν στις 7 Απρίλιου 1922 στο Βερολίνο από την ορχήστρα του βιολιστή και διευθυντή ορχήστρας Dajos Béla ή Sándor Józsi, ψευδώνυμα του Εβραίου Leon Golzmann (Лев Гольцман) που γεννήθηκε στο Κίεβο της σημερινής Ουκρανίας. Φέρουν τον τίτλο "I Apahides (Apachentanz)". Μία κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Οι απάχηδες» (βλ. εδώ) καθώς και στις ΗΠΑ από την Odeon USA (βλέπε εδώ). Η δεύτερη κυκλοφόρησε από την Odeon Γερμανίας (xxBo 7562 – ΑΑ 55808 και ΑΑ 79819), καθώς και στις ΗΠΑ με τις ετικέτες των OKeh και Odeon (3077-Α) με τον τίτλο "Apache Dance". Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και για την ιταλική αγορά (Odeon xxBo 7562 – R - N. 55808), με τον τίτλο "Ι Aphaides", προφανώς αναγραμματισμός του "Ι Apahides", και υπότιτλο "Danza degli Apaches". Στην ετικέτα αυτού του δίσκου ο Χατζηποστόλου αναγράφεται ως "Ηadjapostoloi" και η ορχήστρα ως "Celebre Orchestra di Danze Moderne Dajos Béla". Η τρίτη ηχογράφηση κυκλοφόρησε από το ελληνικό παράρτημα της Odeon (xBe 3036 – A 154921 / GA 1029) και από την Odeon Γερμανίας (Α 44082).
Στην Αμερική, ηχογραφήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1928 στη Νέα Υόρκη σε διασκευή και διεύθυνση ορχήστρας του Nathaniel Shilkret (γεννημένου ως Natan Schüldkraut), Αμερικανού συνθέτη και μαέστρου με εβραϊκή καταγωγή από το Lviv της σημερινής Ουκρανίας. Παίζει η International Novelty Orchestra με τις αδερφές Θάλεια Σαμπανιέβα και Άννα Κριωνά στα φωνητικά. Σύμφωνα με το DAHR (βλ. εδώ), η ηχογράφηση κυκλοφόρησε για την ελληνική αγορά (Victor CVΕ-47781 – 26-8300, 38-3077 και Orthophonic S-701-Α), για τη διεθνή (Victor V-50010) με τον τίτλο, στα αγγλικά και στα ισπανικά, "Only with you - Waltz (Sólo Contigo - Vals)" και από τη Gramophone Ελβετίας (FM-11).
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ