Η επίσημη Ιστορία αλλά και οι μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, προσωπικά γεγονότα αλλά και όλα όσα συγκίνησαν ή συντάραξαν την κοινή γνώμη και είχαν απήχηση και επίδραση στη λαϊκή ψυχοσύνθεση και ενέπνευσαν τους δημιουργούς, αποτέλεσαν άμεσα ή έμμεσα μέρος της θεματολογίας του ελληνικού τραγουδιού.
Σε παράλληλη πορεία με τις εξελίξεις και τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία, το ελληνικό τραγούδι, ως κοινωνικό κάτοπτρο αλλά και ως πεδίο συμβολικής εγγραφής και προβολής των σφοδρών αντιπαραθέσεων που εξέφραζαν βαθύτερα κοινωνικά αιτήματα της κάθε εποχής, καταγράφει, και ενίοτε σχολιάζει, όχι μόνο τα σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του ελληνισμού αλλά και όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της προσωπικής ζωής, αποθησαυρίζοντας τη συλλογική μνήμη και αποτυπώνοντας τις διαδρομές διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας.
Η κήρυξη του πολέμου από τη φασιστική Ιταλία και η νικηφόρα αντιμετώπισή της από τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία κινητοποίησε και τις δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού. Από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Απρίλιο του 1941, δημιουργοί όλων των κατηγοριών κατέγραψαν τα γεγονότα σε νέα τραγούδια ή προσάρμοσαν στίχους με ανάλογη θεματολογία σε παλαιότερες επιτυχίες. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το "Άκου Ντούτσε μου τα νέα".
Το τραγούδι, προσαρμογή στίχων στη μελωδία της περίφημης "Βαρβάρας", αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και σατιρίζει τον δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι, ιδρυτή και ηγέτη του Partito Nazionale Fascista (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα).
Ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 11: 64) σημειώνει για κάποιες από τις λέξεις-κλειδιά των στίχων:
Καβαλέρο: Ο Ούγκο Καβαλέρο ήταν ιταλός στρατηγός ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της διοίκησης των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα αντικαθιστώντας τον στρατηγό Ουμπάλντο Σόντου τον Δεκέμβριο του 1940.
Γκάιντα: ο Virginio Gayda, δημοσιογράφος, φερέφωνο του φασιστικού κόμματος.
Λύκοι: μία από τις εκλεχτότερες μεραρχίες του ιταλικού στρατού. Το πλήρες όνομά της ήταν «Λύκοι της Τοσκάνης».
Παλάτσο: η ιταλική λέξη palazzo σημαίνει παλάτι, μέγαρο αλλά και πολυκατοικία. Εδώ εννοεί προφανώς το Παλάτσο Βενέτσια, πρώην προξενείο στη Ρώμη, το αρχηγείο του Μουσολίνι από το μπαλκόνι του οποίου ανακοίνωσε την επίθεση εναντίον της Ελλάδας.
Κένταυροι: η 131η μεραρχία του ιταλικού στρατού.
Βερσαλιέροι: επίλεκτη μονάδα του ιταλικού στρατού.
Το μουσικό θέμα του Καροτσέρη (ή και Καροτσιέρη), το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, εμφανίζεται ως μικρό διαβατικό θέμα εντός της ηχογράφησης, όπως και σε άλλα τραγούδια (βλέπε για παράδειγμα: “Φωτιά και νιάτα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Το καλοκαίρι τώρα”, “Βαρβάρα, “Ρωμαίικο γλέντι”). Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον συγκεκριμένο σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια, όπως το εβραϊκό (για περισσότερα βλέπε στις ηχογραφήσεις του Καροτσέρη ή Καροτσιέρη).
Και σε αυτή την περίπτωση, ο Παναγιώτης Τούντας δείχνει την συνθετική του δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας συχνά θέματα από άλλα τραγούδια, προερχόμενα πολλές φορές από ποικίλα ρεπερτόρια και τα εντάσσει ή τα χρησιμοποιεί ως «αφορμή» για την γέννηση νέων.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Η επίσημη Ιστορία αλλά και οι μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, προσωπικά γεγονότα αλλά και όλα όσα συγκίνησαν ή συντάραξαν την κοινή γνώμη και είχαν απήχηση και επίδραση στη λαϊκή ψυχοσύνθεση και ενέπνευσαν τους δημιουργούς, αποτέλεσαν άμεσα ή έμμεσα μέρος της θεματολογίας του ελληνικού τραγουδιού.
Σε παράλληλη πορεία με τις εξελίξεις και τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία, το ελληνικό τραγούδι, ως κοινωνικό κάτοπτρο αλλά και ως πεδίο συμβολικής εγγραφής και προβολής των σφοδρών αντιπαραθέσεων που εξέφραζαν βαθύτερα κοινωνικά αιτήματα της κάθε εποχής, καταγράφει, και ενίοτε σχολιάζει, όχι μόνο τα σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του ελληνισμού αλλά και όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της προσωπικής ζωής, αποθησαυρίζοντας τη συλλογική μνήμη και αποτυπώνοντας τις διαδρομές διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας.
Η κήρυξη του πολέμου από τη φασιστική Ιταλία και η νικηφόρα αντιμετώπισή της από τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία κινητοποίησε και τις δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού. Από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Απρίλιο του 1941, δημιουργοί όλων των κατηγοριών κατέγραψαν τα γεγονότα σε νέα τραγούδια ή προσάρμοσαν στίχους με ανάλογη θεματολογία σε παλαιότερες επιτυχίες. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το "Άκου Ντούτσε μου τα νέα".
Το τραγούδι, προσαρμογή στίχων στη μελωδία της περίφημης "Βαρβάρας", αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και σατιρίζει τον δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι, ιδρυτή και ηγέτη του Partito Nazionale Fascista (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα).
Ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 11: 64) σημειώνει για κάποιες από τις λέξεις-κλειδιά των στίχων:
Καβαλέρο: Ο Ούγκο Καβαλέρο ήταν ιταλός στρατηγός ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της διοίκησης των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα αντικαθιστώντας τον στρατηγό Ουμπάλντο Σόντου τον Δεκέμβριο του 1940.
Γκάιντα: ο Virginio Gayda, δημοσιογράφος, φερέφωνο του φασιστικού κόμματος.
Λύκοι: μία από τις εκλεχτότερες μεραρχίες του ιταλικού στρατού. Το πλήρες όνομά της ήταν «Λύκοι της Τοσκάνης».
Παλάτσο: η ιταλική λέξη palazzo σημαίνει παλάτι, μέγαρο αλλά και πολυκατοικία. Εδώ εννοεί προφανώς το Παλάτσο Βενέτσια, πρώην προξενείο στη Ρώμη, το αρχηγείο του Μουσολίνι από το μπαλκόνι του οποίου ανακοίνωσε την επίθεση εναντίον της Ελλάδας.
Κένταυροι: η 131η μεραρχία του ιταλικού στρατού.
Βερσαλιέροι: επίλεκτη μονάδα του ιταλικού στρατού.
Το μουσικό θέμα του Καροτσέρη (ή και Καροτσιέρη), το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, εμφανίζεται ως μικρό διαβατικό θέμα εντός της ηχογράφησης, όπως και σε άλλα τραγούδια (βλέπε για παράδειγμα: “Φωτιά και νιάτα”, “Η Μαρίκα η δασκάλα”, “Ταμπαχανιώτικος μανές” (γύρισμα), “Το καλοκαίρι τώρα”, “Βαρβάρα, “Ρωμαίικο γλέντι”). Πέραν της ρουμάνικης καταγωγής και των ισχυρών δεσμών με το ρεπερτόριο της περιοχής, τον συγκεκριμένο σκοπό τον συναντάμε και σε άλλα ρεπερτόρια, όπως το εβραϊκό (για περισσότερα βλέπε στις ηχογραφήσεις του Καροτσέρη ή Καροτσιέρη).
Και σε αυτή την περίπτωση, ο Παναγιώτης Τούντας δείχνει την συνθετική του δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας συχνά θέματα από άλλα τραγούδια, προερχόμενα πολλές φορές από ποικίλα ρεπερτόρια και τα εντάσσει ή τα χρησιμοποιεί ως «αφορμή» για την γέννηση νέων.
Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος σκοπός αποτελεί μία εκ των δημοφιλέστερων επιλογών, όχι μόνο στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά και σε άλλα, κάτι που αναδεικνύει την συνθήκη του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού μέσα στην οποία ζούσαν και δρούσαν οι λαϊκοί μουσικοί. Όπως και άλλοι σκοποί, οι οποίοι τελικά αναδείχθηκαν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “hit”, έτσι και αυτός υπογραμμίζει τις συνδιαλλαγές μεταξύ των ποικίλων ρεπερτορίων, τα οποία αποτελούσαν συνομιλητές σε μία μεγάλη σε γεωγραφικό εύρος οικουμένη. Έτσι, προκύπτει ένα συναρπαστικό δίκτυο που περιλαμβάνει ρεπερτόρια από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, και την Μεσόγειο, τα οποία προέρχονταν, από τη μία πλευρά, από τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, την Αυστριακή και την Ρωσική. Από την άλλη, ενεργητικότατα αποτελούσαν και τα ρεπερτόρια από την Ιταλική οικουμένη, τo Canzone Napoletana, τα γαλλικά chansons, τον ισπανικό κόσμο και άλλα υπο-δίκτυα, αλλά και από δύο μεγάλους διαρκώς εν κινήσει κόσμους: τον τσιγγάνικο και τον εβραϊκό (κυρίως τον Yiddish). Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ