Προέρχεται από την επιθεώρηση "Παπαγάλος 1932" των Αντώνη Βώττη - Γιάννη Κυπαρίσση, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 4.8.1932 στο θέατρο "Δελφοί" από τον θίασο Σπύρου Πατρικίου.
Στο τραγούδι αναφέρεται ο συνθέτης του Αντώνης Βώττης απαντώντας στην "πρωτότυπον έρευναν" που διεξήγαγε ο Αιμίλιος Σαββίδης στους γνωστότερους συνθέτες και συγγραφείς "των ωραιοτέρων τραγουδιών της τελευταίας δεκαετίας" για την εβδομαδιαία εφημερίδα "Τα παρασκήνια" (βλ. , Έτος Α', αρ. φ. 18, Σάββατο 10.9.1938, σελ. 8, "Πώς γράφτηκαν τα ωραιότερα αθηναϊκά τραγούδια"):
«Με ρωτήσατε εκ μέρους των αγαπητών "Παρασκηνίων", "ποιος πόνος ή ποια χαρά με παρεκίνησε να γράψω κάποιο από τα τραγούδια μου". Να σας πω, λοιπόν, ειλικρινώς και με λίγα λόγια; Ορίστε η απάντησίς μου, με την οποίαν, άλλως τε, πιστεύω να συμφωνούν και όλοι σχεδόν οι τραγουδοποιοί, παρ’ όλα τ’ αντίθετα που συνηθίζουν ν’ απαντούν οσάκις τους υποβάλλεται παρομοία ερώτησις :
— Ο "πόνος" του στομάχου και η "χαρά" του χρήματος.
Όσον αφορά τη δευτέρα σας ερώτησι : "ποιο από τα τραγούδια μας αγαπήσαμε περισσότερο εγώ και η γυναίκα μου", υποθέτω ότι η απάντησίς μας, ύστερα από την προηγηθείσαν, είνε φανερή:
— Όλα τ’ αγαπούμε το ίδιο, όχι μόνο γιατί είνε παιδιά μας, αλλά και γιατί όλα τα καϋμένα, από τη "Ρετζίνα" και την "Κάρμεν" ως την "Ρεζεντά" κι από το "Με λεν μπεκρή" ως τη "Μαριτάνα" —ζωή νάχει— μας έδωσαν λαμπρές εισπράξεις».
Προέρχεται από την επιθεώρηση "Παπαγάλος 1932" των Αντώνη Βώττη - Γιάννη Κυπαρίσση, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 4.8.1932 στο θέατρο "Δελφοί" από τον θίασο Σπύρου Πατρικίου.
Στο τραγούδι αναφέρεται ο συνθέτης του Αντώνης Βώττης απαντώντας στην "πρωτότυπον έρευναν" που διεξήγαγε ο Αιμίλιος Σαββίδης στους γνωστότερους συνθέτες και συγγραφείς "των ωραιοτέρων τραγουδιών της τελευταίας δεκαετίας" για την εβδομαδιαία εφημερίδα "Τα παρασκήνια" (βλ. , Έτος Α', αρ. φ. 18, Σάββατο 10.9.1938, σελ. 8, "Πώς γράφτηκαν τα ωραιότερα αθηναϊκά τραγούδια"):
«Με ρωτήσατε εκ μέρους των αγαπητών "Παρασκηνίων", "ποιος πόνος ή ποια χαρά με παρεκίνησε να γράψω κάποιο από τα τραγούδια μου". Να σας πω, λοιπόν, ειλικρινώς και με λίγα λόγια; Ορίστε η απάντησίς μου, με την οποίαν, άλλως τε, πιστεύω να συμφωνούν και όλοι σχεδόν οι τραγουδοποιοί, παρ’ όλα τ’ αντίθετα που συνηθίζουν ν’ απαντούν οσάκις τους υποβάλλεται παρομοία ερώτησις :
— Ο "πόνος" του στομάχου και η "χαρά" του χρήματος.
Όσον αφορά τη δευτέρα σας ερώτησι : "ποιο από τα τραγούδια μας αγαπήσαμε περισσότερο εγώ και η γυναίκα μου", υποθέτω ότι η απάντησίς μας, ύστερα από την προηγηθείσαν, είνε φανερή:
— Όλα τ’ αγαπούμε το ίδιο, όχι μόνο γιατί είνε παιδιά μας, αλλά και γιατί όλα τα καϋμένα, από τη "Ρετζίνα" και την "Κάρμεν" ως την "Ρεζεντά" κι από το "Με λεν μπεκρή" ως τη "Μαριτάνα" —ζωή νάχει— μας έδωσαν λαμπρές εισπράξεις».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ