Ανατύπωση από τον δίσκο Columbia DG 6400.
Για αυτού του είδους τα τραγούδια γράφει ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 177-185): «Το "νεοδημοτικό" μπήκε στο λεξιλόγιό μας κυρίως μετά την μεταπολίτευση, στο πλαίσιο της ρητορικής περί αυθεντικότητας του δημοτικού. Αν ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία των ανθρωπιστικών επιστημών, δεν θα δούμε ευρεία χρήση του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για όρο που δεν εγκαθιστούν οι ερευνητές και επομένως δεν προσλαμβάνει την σημασιοδότηση που συνήθως δέχεται το πρόθεμα "νέο", αναγόμενο σε αισθητική αναβίωση ή καινοτομία (π.χ. nuevo tango). Εδώ το "νέο" είναι απαξιωτικό, δηλώνοντας την έκπτωση ποιότητας ως προς το "αυθεντικό" δημοτικό, αλλά και την παρέκκλιση από τις προδιαγραφές μιας μουσικής έκφρασης ικανής να εξυπηρετήσει το "εθνικό". [...]
Η αλήθεια είναι πως στην τρέχουσα γλώσσα ο όρος «νεοδημοτικό» ταυτίστηκε περισσότερο με την μουσική έκφραση και λιγότερο με την ποιητική. Άλλωστε η λαογραφία και η φιλολογία δεν το συμπεριέλαβαν ποτέ στα αντικείμενά τους, είτε διότι το αξιολόγησαν ως εκχυδαϊσμό του δημοτικού, είτε διότι δεν το αξιολόγησαν καθόλου, λόγω της ταύτισής του με τον αστικό λαϊκό χώρο, που ως γνωστόν δεν ενδιέφερε τις επιστήμες αυτές τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. [...]
Σε κάθε περίπτωση, το νεοδημοτικό, ως συγκεκριμένη μορφή λαϊκής μουσικής έκφρασης, εννοήθηκε σε μία και μόνη διάσταση: ως ετερότητα έναντι του δημοτικού, του οποίου η ταυτότητα ορίστηκε με αυστηρές προδιαγραφές από την εγγράμματη κουλτούρα. Η αφετηρία του, περίπου στα μέσα του ’60, συνδέεται με μια σειρά από καινοτομίες, συνηθέστερα εννοούμενες ως αλλοτριώσεις. [...]
Αν ανατρέξουμε εντούτοις στην ιστορία της δισκογραφίας θα δούμε πως το νεοδημοτικό είναι μια υπόθεση κατά πολύ αρχαιότερη των φαινομένων, εφόσον, σύμφωνα και με τα παραπάνω, το εννοήσουμε ως υποβολή της φόρμας του "δημοτικού" σε ανοικτή διαδικασία. Υπάρχει π.χ. στις πρώτες ηχογραφήσεις εστουδιαντίνας, όπου τα γιαννιώτικα και τα κλέφτικα αποδίδονται με λυρικές φωνές και διασκευασμένες ενορχηστρώσεις-προσαρμογές στις ορχήστρες μαντολίνου-κιθάρας. Το δισκογραφικό αυτό ρεπερτόριο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας (όπως το περίφημο «Τσοπανάκος ήμουνα», που κυκλοφόρησε το 1919), χάρη στην ανταπόκρισή του στα στερεότυπα γραφικότητας με τα οποία οι νεόκοποι αστοί φαντασίωναν την αγνή ύπαιθρο. Αλλά και αργότερα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου όπως και μεταπολεμικά, πληθαίνουν οι ηχογραφήσεις δημοτικών τραγουδιών με τραγουδιστές του καφέ-αμάν και του "ρεμπέτικου" (κυρία Κούλα, Μαρίκα Παπαγκίκα, Αμαλία Βάκα, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Κώστας Ρούκουνας κ.ά.). Είναι η εποχή της βασιλείας του Γιώργου Παπασιδέρη, ο οποίος δισκογραφικά καλύπτει όλα τα ιδιώματα. Πολλές από τις παραπάνω δημοτικοφανείς συνθέσεις είναι επί της ουσίας νεοδημοτικές, κατά τον στίχο, τη μελωδία ή και τα δύο. Το ρεπερτόριο αυτό είναι το πρώτο και το μοναδικό που ηχογραφείται (άλλες "δημοτικές" μουσικές εκφράσεις, από πολλές πηγές μαρτυρημένες, δεν βρίσκουν ποτέ το δρόμο της δισκογράφησης) και που γνωρίζει μια νέου τύπου διάχυση: μέσα από τις συχνότητες του ραδιοφώνου αλλά και από το χωνί του γραμμοφώνου φτάνει παντού και κατακτά την ύπαιθρο. Γενιές και γενιές θα οικειοποιηθούν και θα αναμεταδώσουν τις εκδοχές Παπασιδέρη σε κλέφτικα, καλαματιανά, συρτά κ.ά. ακόμα και οι πιο "αυθεντικοί" χωρικοί θα υποκλιθούν στη δική του άνωθεν αυθεντία».
Ανατύπωση από τον δίσκο Columbia DG 6400.
Για αυτού του είδους τα τραγούδια γράφει ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 177-185): «Το "νεοδημοτικό" μπήκε στο λεξιλόγιό μας κυρίως μετά την μεταπολίτευση, στο πλαίσιο της ρητορικής περί αυθεντικότητας του δημοτικού. Αν ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία των ανθρωπιστικών επιστημών, δεν θα δούμε ευρεία χρήση του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για όρο που δεν εγκαθιστούν οι ερευνητές και επομένως δεν προσλαμβάνει την σημασιοδότηση που συνήθως δέχεται το πρόθεμα "νέο", αναγόμενο σε αισθητική αναβίωση ή καινοτομία (π.χ. nuevo tango). Εδώ το "νέο" είναι απαξιωτικό, δηλώνοντας την έκπτωση ποιότητας ως προς το "αυθεντικό" δημοτικό, αλλά και την παρέκκλιση από τις προδιαγραφές μιας μουσικής έκφρασης ικανής να εξυπηρετήσει το "εθνικό". [...]
Η αλήθεια είναι πως στην τρέχουσα γλώσσα ο όρος «νεοδημοτικό» ταυτίστηκε περισσότερο με την μουσική έκφραση και λιγότερο με την ποιητική. Άλλωστε η λαογραφία και η φιλολογία δεν το συμπεριέλαβαν ποτέ στα αντικείμενά τους, είτε διότι το αξιολόγησαν ως εκχυδαϊσμό του δημοτικού, είτε διότι δεν το αξιολόγησαν καθόλου, λόγω της ταύτισής του με τον αστικό λαϊκό χώρο, που ως γνωστόν δεν ενδιέφερε τις επιστήμες αυτές τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. [...]
Σε κάθε περίπτωση, το νεοδημοτικό, ως συγκεκριμένη μορφή λαϊκής μουσικής έκφρασης, εννοήθηκε σε μία και μόνη διάσταση: ως ετερότητα έναντι του δημοτικού, του οποίου η ταυτότητα ορίστηκε με αυστηρές προδιαγραφές από την εγγράμματη κουλτούρα. Η αφετηρία του, περίπου στα μέσα του ’60, συνδέεται με μια σειρά από καινοτομίες, συνηθέστερα εννοούμενες ως αλλοτριώσεις. [...]
Αν ανατρέξουμε εντούτοις στην ιστορία της δισκογραφίας θα δούμε πως το νεοδημοτικό είναι μια υπόθεση κατά πολύ αρχαιότερη των φαινομένων, εφόσον, σύμφωνα και με τα παραπάνω, το εννοήσουμε ως υποβολή της φόρμας του "δημοτικού" σε ανοικτή διαδικασία. Υπάρχει π.χ. στις πρώτες ηχογραφήσεις εστουδιαντίνας, όπου τα γιαννιώτικα και τα κλέφτικα αποδίδονται με λυρικές φωνές και διασκευασμένες ενορχηστρώσεις-προσαρμογές στις ορχήστρες μαντολίνου-κιθάρας. Το δισκογραφικό αυτό ρεπερτόριο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας (όπως το περίφημο «Τσοπανάκος ήμουνα», που κυκλοφόρησε το 1919), χάρη στην ανταπόκρισή του στα στερεότυπα γραφικότητας με τα οποία οι νεόκοποι αστοί φαντασίωναν την αγνή ύπαιθρο. Αλλά και αργότερα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου όπως και μεταπολεμικά, πληθαίνουν οι ηχογραφήσεις δημοτικών τραγουδιών με τραγουδιστές του καφέ-αμάν και του "ρεμπέτικου" (κυρία Κούλα, Μαρίκα Παπαγκίκα, Αμαλία Βάκα, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Κώστας Ρούκουνας κ.ά.). Είναι η εποχή της βασιλείας του Γιώργου Παπασιδέρη, ο οποίος δισκογραφικά καλύπτει όλα τα ιδιώματα. Πολλές από τις παραπάνω δημοτικοφανείς συνθέσεις είναι επί της ουσίας νεοδημοτικές, κατά τον στίχο, τη μελωδία ή και τα δύο. Το ρεπερτόριο αυτό είναι το πρώτο και το μοναδικό που ηχογραφείται (άλλες "δημοτικές" μουσικές εκφράσεις, από πολλές πηγές μαρτυρημένες, δεν βρίσκουν ποτέ το δρόμο της δισκογράφησης) και που γνωρίζει μια νέου τύπου διάχυση: μέσα από τις συχνότητες του ραδιοφώνου αλλά και από το χωνί του γραμμοφώνου φτάνει παντού και κατακτά την ύπαιθρο. Γενιές και γενιές θα οικειοποιηθούν και θα αναμεταδώσουν τις εκδοχές Παπασιδέρη σε κλέφτικα, καλαματιανά, συρτά κ.ά. ακόμα και οι πιο "αυθεντικοί" χωρικοί θα υποκλιθούν στη δική του άνωθεν αυθεντία».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ