Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω δίφυλλη εμπορική παρτιτούρα περιέχει δύο εκδοχές, με διαφορετικούς ελληνικούς στίχους, του τραγουδιού “Daddy Lolo”, σε μουσική και στίχους του Charles Ganimian. Στην παρούσα δεύτερη εκδοχή (σελ. 4) «Έλα μαζί παρέα μου» τους στίχους έχει γράψει ο Αντώνης Πλωμαρίτης. Η πρώτη εκδοχή (βλ. εδώ) έχει τίτλο «Εσύ αγάπη μου σαμπάχ» και τους στίχους υπογράφει ο Αιμίλιος Σαββίδης.
Στο μονόχρωμο εξώφυλλο αναγράφονται ο τίτλος του τραγουδιού στην αγγλική γλώσσα, ο δημιουργός, οι δύο τίτλοι στην ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός και ο αμερικανικός εκδοτικός οίκος, καθώς και ο ειδολογικός χαρακτηρισμός “Oriental Rock and Roll”. Στο μονόχρωμο οπισθόφυλλο, το οποίο περιέχει το «Έλα μαζί παρέα μου», το μουσικό κείμενο αποτελείται από ένα πεντάγραμμο με τη βασική μελωδική γραμμή, τις συγχορδίες και τους στίχους. Φέρει, επίσης, το λογότυπο του χαράκτη Ριχάρδου Φρέτσα.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο σκοπός του τραγουδιού εμφανίζεται για πρώτη φορά στο αρμενόφωνο ρεπερτόριο που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920. Συγκεκριμένα το 1927 ο Mgrdich Douzjian (Մկրտիչ Տիւզճեան) ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη το “Շատ անուշ” (Shad anoush) για την εταιρεία Pharos (Pharos 101 – 561 και Yeldez 301). Τη δεκαετία του 1940 ηχογραφήθηκε από τον Edward Bogosian (Էդուարդ Պողոսյան) στη Νέα Υόρκη με τον τίτλο “Եար չի գտայ, լօ, լօ” (Yar Chi Keda, Lo Lo) για τη Metropolitan (7010-Β). Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 η Haig Ohanian Orchestra ηχογραφεί στις ΗΠΑ το “Dari Lo” (High Art 3 B – 7 B). Γύρω στα 1949 ηχογραφείται, με τον τίτλο “Dari-Lolo”, από τον Αρμένιο-Αμερικανό ουτίστα και τραγουδιστή Charles Ganimian και τη Nor-ike Orchestra (Nor-Ikes MA-1002B – 1002B). Ο ίδιος με την ορχήστρα του, Ganim’s Asia Minor, ξαναηχογραφεί το τραγούδι, και πάλι με τον τίτλο “Daddy Lolo”, μερικά χρόνια αργότερα, το 1958, στη Νέα Υόρκη σε δίσκο 45 στροφών (EastWest 45-EW-109 – EW-2879). Σε αυτή την ηχογράφηση φαίνεται και ως συνθέτης του τραγουδιού. Την ίδια χρονιά περιλήφθηκε με τον τίτλο “Dari Lo Lo” στο LP “Armenian Wedding” (Audio Fidelity AFLP-1865), που ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη ο Mike Sarkissian and his Cafe Bagdad Ensemble, ως σύνθεση των Mike Sarkissian – Sidney Frey.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στη λιβανέζικη δισκογραφία. Το ηχογράφησε η Union Records Orchestra υπό τη διεύθυνση του Hasan Dargazalli, πιθανότατα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τον τίτλο “Daddy Lolo” για τη λιβανέζικη δισκογραφική εταιρεία Union Records (δίσκος 45 στροφών U 122 S – 7 XGM 17). Ο δίσκος σύμφωνα με την ετικέτα στην οποία αναγράφεται “Made in Greece” παράχθηκε στην Ελλάδα.
Ο σκοπός καταγράφεται και στο τουρκικό ρεπερτόριο. Πρόκειται για το τραγούδι “Bahçevan” (Ισταμπούλ, 1963, δίσκος 45 στροφών Grafson MGZ 3008) το οποίο συμπεριλήθηκε στην ομότιτλη ταινία, “Bahçevan”, που ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Τουρκίας το 1963 (βλ. την ταινία εδώ). Το τραγούδι ερμηνεύει ο Zeki Müren ο οποίος πρωταγωνιστεί στην ταινία.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ο σκοπός με τον τίτλο «Πάντα εσένα συλλογιέμαι» ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το 1959 από τον Στέλιο Καζαντζίδη και τις Γιώτα Λύδια – Μαρινέλα στις δεύτερες φωνές (His Master’s Voice OGA 2958 – A.O. 5598). Το τραγούδι φαίνεται ως σύνθεση του Στέλιου Καζαντζίδη ενώ τους στίχους έγραψε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας. Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και σε δίσκους 45 στροφών (His Master's Voice 7XGA 367 – 7PG 2634 και Odeon 7XGA 367 – 45-HGRA 575).
Ηχογραφήθηκε επίσης γύρω στα 1960 στη Νέα Υόρκη με τον τίτλο «Μακριά σου λιώνω» από τη Σεβάς Χανούμ. Περιλαμβάνεται στο LP “Greek Town, USA” (A Salute To New York's Bouzoukee Casbahs) που ηχογράφησε ο μπουζουξής Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και το Alector Anatolian Ensemble (Alector Records Ltd, ALP-5004). Τη δεκαετία του 1960 ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ και από την Εύα Στυλ και την ορχήστρα του Γιώργου Στρατή με τον τίτλο «Χρόνια τώρα» (Lament in Rythm) για το LP “The Greek Tempo” (Liberty 120 και Grecophon 120).
Όπως είναι φυσικό, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από την Μεσόγειο θάλασσα, οι «συνομιλίες» των ελληνόφωνων με τους συνενοίκους τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, καθολικούς ελληνόφωνους, Αρμένηδες, σεφαραδίτες και ασκενάζι Εβραίους, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, υπήρξαν περισσότερο από έντονες. Πολύ συχνά, το εύρος αυτού του δικτύου εκτείνεται στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και σε τμήμα ακόμη και της Κεντρικής Ευρώπης. Ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξων και μουσουλμάνων, τα σχετικά τεκμήρια καταδεικνύουν τις μεταξύ τους μουσικές ανταλλαγές και αποσαφηνίζουν μια οικουμένη όπου όλοι συνεισφέρουν στο μεγάλο μουσικό «χωνευτήρι» και όλοι μπορούν να αντλήσουν από αυτό. Και να το επανακαταθέσουν, σε νέα μορφή, με αναδιαμορφωμένο το κείμενό του και το νόημά του, με άλλοτε σαφείς και άλλοτε θολές παραπομπές στο προ-κείμενό του. Μέχρι να το ανασύρει ξανά κάποιος άλλος, μέσα από το «χωνευτήρι», ώστε να γίνεται ξεκάθαρο πως, στην αναδημιουργική και δυναμική αυτή διαδικασία όπου η ρευστότητα κυριαρχεί, τέλος δεν θα υπάρξει. Η δισκογραφία αλλά και οι παρτιτούρες έχουν ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες ηχογραφήσεις, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Οι διεργασίες αυτές θα οδηγήσουν στην ανανοηματοδότηση, επικαιροποίηση και ανανέωση παλαιών μουσικών τάσεων που φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και, ταυτόχρονα, στην εξαγωγή τους εκ νέου προς τους «παλαιούς κόσμους», συστήνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μοναδικά πολυεπίπεδο δίκτυο. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω δίφυλλη εμπορική παρτιτούρα περιέχει δύο εκδοχές, με διαφορετικούς ελληνικούς στίχους, του τραγουδιού “Daddy Lolo”, σε μουσική και στίχους του Charles Ganimian. Στην παρούσα δεύτερη εκδοχή (σελ. 4) «Έλα μαζί παρέα μου» τους στίχους έχει γράψει ο Αντώνης Πλωμαρίτης. Η πρώτη εκδοχή (βλ. εδώ) έχει τίτλο «Εσύ αγάπη μου σαμπάχ» και τους στίχους υπογράφει ο Αιμίλιος Σαββίδης.
Στο μονόχρωμο εξώφυλλο αναγράφονται ο τίτλος του τραγουδιού στην αγγλική γλώσσα, ο δημιουργός, οι δύο τίτλοι στην ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός και ο αμερικανικός εκδοτικός οίκος, καθώς και ο ειδολογικός χαρακτηρισμός “Oriental Rock and Roll”. Στο μονόχρωμο οπισθόφυλλο, το οποίο περιέχει το «Έλα μαζί παρέα μου», το μουσικό κείμενο αποτελείται από ένα πεντάγραμμο με τη βασική μελωδική γραμμή, τις συγχορδίες και τους στίχους. Φέρει, επίσης, το λογότυπο του χαράκτη Ριχάρδου Φρέτσα.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο σκοπός του τραγουδιού εμφανίζεται για πρώτη φορά στο αρμενόφωνο ρεπερτόριο που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920. Συγκεκριμένα το 1927 ο Mgrdich Douzjian (Մկրտիչ Տիւզճեան) ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη το “Շատ անուշ” (Shad anoush) για την εταιρεία Pharos (Pharos 101 – 561 και Yeldez 301). Τη δεκαετία του 1940 ηχογραφήθηκε από τον Edward Bogosian (Էդուարդ Պողոսյան) στη Νέα Υόρκη με τον τίτλο “Եար չի գտայ, լօ, լօ” (Yar Chi Keda, Lo Lo) για τη Metropolitan (7010-Β). Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 η Haig Ohanian Orchestra ηχογραφεί στις ΗΠΑ το “Dari Lo” (High Art 3 B – 7 B). Γύρω στα 1949 ηχογραφείται, με τον τίτλο “Dari-Lolo”, από τον Αρμένιο-Αμερικανό ουτίστα και τραγουδιστή Charles Ganimian και τη Nor-ike Orchestra (Nor-Ikes MA-1002B – 1002B). Ο ίδιος με την ορχήστρα του, Ganim’s Asia Minor, ξαναηχογραφεί το τραγούδι, και πάλι με τον τίτλο “Daddy Lolo”, μερικά χρόνια αργότερα, το 1958, στη Νέα Υόρκη σε δίσκο 45 στροφών (EastWest 45-EW-109 – EW-2879). Σε αυτή την ηχογράφηση φαίνεται και ως συνθέτης του τραγουδιού. Την ίδια χρονιά περιλήφθηκε με τον τίτλο “Dari Lo Lo” στο LP “Armenian Wedding” (Audio Fidelity AFLP-1865), που ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη ο Mike Sarkissian and his Cafe Bagdad Ensemble, ως σύνθεση των Mike Sarkissian – Sidney Frey.
Ο σκοπός εντοπίζεται και στη λιβανέζικη δισκογραφία. Το ηχογράφησε η Union Records Orchestra υπό τη διεύθυνση του Hasan Dargazalli, πιθανότατα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τον τίτλο “Daddy Lolo” για τη λιβανέζικη δισκογραφική εταιρεία Union Records (δίσκος 45 στροφών U 122 S – 7 XGM 17). Ο δίσκος σύμφωνα με την ετικέτα στην οποία αναγράφεται “Made in Greece” παράχθηκε στην Ελλάδα.
Ο σκοπός καταγράφεται και στο τουρκικό ρεπερτόριο. Πρόκειται για το τραγούδι “Bahçevan” (Ισταμπούλ, 1963, δίσκος 45 στροφών Grafson MGZ 3008) το οποίο συμπεριλήθηκε στην ομότιτλη ταινία, “Bahçevan”, που ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Τουρκίας το 1963 (βλ. την ταινία εδώ). Το τραγούδι ερμηνεύει ο Zeki Müren ο οποίος πρωταγωνιστεί στην ταινία.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ο σκοπός με τον τίτλο «Πάντα εσένα συλλογιέμαι» ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το 1959 από τον Στέλιο Καζαντζίδη και τις Γιώτα Λύδια – Μαρινέλα στις δεύτερες φωνές (His Master’s Voice OGA 2958 – A.O. 5598). Το τραγούδι φαίνεται ως σύνθεση του Στέλιου Καζαντζίδη ενώ τους στίχους έγραψε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας. Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε και σε δίσκους 45 στροφών (His Master's Voice 7XGA 367 – 7PG 2634 και Odeon 7XGA 367 – 45-HGRA 575).
Ηχογραφήθηκε επίσης γύρω στα 1960 στη Νέα Υόρκη με τον τίτλο «Μακριά σου λιώνω» από τη Σεβάς Χανούμ. Περιλαμβάνεται στο LP “Greek Town, USA” (A Salute To New York's Bouzoukee Casbahs) που ηχογράφησε ο μπουζουξής Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και το Alector Anatolian Ensemble (Alector Records Ltd, ALP-5004). Τη δεκαετία του 1960 ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ και από την Εύα Στυλ και την ορχήστρα του Γιώργου Στρατή με τον τίτλο «Χρόνια τώρα» (Lament in Rythm) για το LP “The Greek Tempo” (Liberty 120 και Grecophon 120).
Όπως είναι φυσικό, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από την Μεσόγειο θάλασσα, οι «συνομιλίες» των ελληνόφωνων με τους συνενοίκους τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, καθολικούς ελληνόφωνους, Αρμένηδες, σεφαραδίτες και ασκενάζι Εβραίους, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, υπήρξαν περισσότερο από έντονες. Πολύ συχνά, το εύρος αυτού του δικτύου εκτείνεται στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και σε τμήμα ακόμη και της Κεντρικής Ευρώπης. Ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξων και μουσουλμάνων, τα σχετικά τεκμήρια καταδεικνύουν τις μεταξύ τους μουσικές ανταλλαγές και αποσαφηνίζουν μια οικουμένη όπου όλοι συνεισφέρουν στο μεγάλο μουσικό «χωνευτήρι» και όλοι μπορούν να αντλήσουν από αυτό. Και να το επανακαταθέσουν, σε νέα μορφή, με αναδιαμορφωμένο το κείμενό του και το νόημά του, με άλλοτε σαφείς και άλλοτε θολές παραπομπές στο προ-κείμενό του. Μέχρι να το ανασύρει ξανά κάποιος άλλος, μέσα από το «χωνευτήρι», ώστε να γίνεται ξεκάθαρο πως, στην αναδημιουργική και δυναμική αυτή διαδικασία όπου η ρευστότητα κυριαρχεί, τέλος δεν θα υπάρξει. Η δισκογραφία αλλά και οι παρτιτούρες έχουν ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η Αμερική, όπου πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες ηχογραφήσεις, αποτελεί μία μικρογραφία της Υφηλίου: μία «επιτυχημένη Βαβέλ». Όπως είναι φυσικό, ένας ανεπανάληπτος συγκρητισμός κυριαρχεί και στην μουσική πραγματικότητα. Η γένεση, δε, της δισκογραφίας οικοδομεί μια συνθήκη που ευνοεί τις συνομιλίες και τις ωσμώσεις μεταξύ των αναρίθμητων εθνοπολιτισμικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό. Οι διεργασίες αυτές θα οδηγήσουν στην ανανοηματοδότηση, επικαιροποίηση και ανανέωση παλαιών μουσικών τάσεων που φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και, ταυτόχρονα, στην εξαγωγή τους εκ νέου προς τους «παλαιούς κόσμους», συστήνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μοναδικά πολυεπίπεδο δίκτυο. Τα «εθνικά» ρεπερτόρια ζουν μια νέα, παράλληλη ζωή, που εν πολλοίς, οικοδομείται από την δισκογραφία, η οποία μεριμνά και «κουρδίζει» τις επάλληλες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ήδη στον παλαιό κόσμο. Τα ρεπερτόρια επικοινωνούν ξανά μεταξύ τους, μια γνώριμη και ήδη δυναμική συνθήκη στην Ευρώπη. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ