Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται, μαζί με 29 ακόμα χορούς και τραγούδια, στην 36σέλιδη έκδοση με τον τίτλο «Ελληνικοί χοροί και τραγούδια», σε μεταγραφή του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη. Περιέχει (σελ. 20) το τραγούδι «Τσακώνικος».
Στο μονόχρωμο εξώφυλλο αναγράφεται ο τίτλος της έκδοσης σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά) και το όνομα του μεταγραφέα. Στη πρώτη σελίδα αναγράφεται «30 Ελληνικοί Χοροί και Τραγούδια», ο τίτλος της έκδοσης σε τέσσερεις γλώσσες και η αφιέρωση «Στον Εθνικό μας Μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη», Στη δεύτερη σελίδα περιλαμβάνονται τα περιεχόμενα, με τους τίτλους των 30 τραγουδιών και χορών στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα. Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο υπάρχει το λογότυπο του εκδότη.
Η παρτιτούρα του συγκεκριμένου τραγουδιού περιλαμβάνεται στη σελίδα 20 της έκδοσης. Αναγράφεται ο τίτλος του τραγουδιού στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα («Danse de Tsaconie») και η προέλευση («Péloponèse»). Το μουσικό κείμενο αποτελείται από σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για πιάνο και ένα για φωνή) και συνοδεύεται από τους στίχους.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ο σκοπός ηχογραφήθηκε στο Σικάγο τον Απρίλιο του 1928 από τους Νίκο Ξηρό (κλαρίνο), Γ. Βρούβα (σαντούρι) και άγνωστο (ζίλια) με τον τίτλο «Τσακώνικος χορός» (Columbia W-205856 – 56105-F).
Επίσης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης εμπνέεται από τον σκοπό για τον υπ. αρ. ΙΙ «Τσακώνικο» των «Τριών Ελληνικών χορών» που συνέθεσε το 1950 για ορχήστρα. Οι άλλοι δύο χοροί του έργου είναι ο Ι. Τσάμικος και ΙΙΙ. Συρτός (βλ. εδώ).
Το 1943 ο Εβραίος συνθέτης Karel Salomon [Salmon] (Χαϊλδεβέργη, 13 Νοεμβρίου 1897 – Beit Sayit, Ισραήλ, 15 Ιανουαρίου 1974) γράφει τη “Symphonic Suite on Greek themes” (βλ. εδώ από το 00′ 23 έως το 16′ 41″), η οποία αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος "Andante Sostenuto" ή "Syrtos Thrakikos" (βλ. εδώ από το 00′ 23″) βασίζεται στη μελωδία «Συρτός Θρακικός» (βλ. εδώ), που καταγράφεται στη συλλογή «Αρίων. Η μουσική των Ελλήνων ως διεσώθη από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον» των Αδαμάντιου Ρεμαντά και Προκόπιου Δ. Ζαχαρία. Το δεύτερο "Theme and variations" (βλ. εδώ από το 04′ 39″) βασίζεται στον παρόντα σκοπό. Το τρίτο φέρει τον τίτλο "The Lemon Tree" (βλ. εδώ από το 10′ 11″) βασίζεται στη μελωδία του τραγουδιού «Λεμονάκι» και το τέταρτο μέρος που ονομάζεται "Hora Hellenica" (βλ. εδώ στο 12′ 54″) επεξεργάζεται το μουσικό θέμα του «Πεντοζάλη». Η Συμφωνική σουίτα σε ελληνικά θέματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ισραήλ το 1943 από την Ορχήστρα Kol Israel υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Την ίδια χρονιά ο Salmon διασκεύασε το έργο του για πιάνο (βλ. εδώ), ενώ καταγράφεται και μία εκδοχή για δύο πιάνα, η οποία ηχογραφήθηκε από το ισραηλινό πιανιστικό ντουέτο των Bracha Eden and Alexander Tamir (βλ. εδώ).
Το 1956 ο Αμερικανός συνθέτης αρμενικής καταγωγής Alan Hovhaness [Alan Vaness Chakmakjian (Ալան Յարութիւն Չաքմաքճեան), Somerville, Μασαχουσέτη, 8 Μαρτίου 1911 – Σιάτλ, 21 Ιουνίου 2000] ολοκληρώνει το έργο του "Seven Greek Folk Dances, Οp. 150". Ο Hovhaness, ο οποίος θεωρούσε τον Έλληνα ζωγράφο Ερμόλαο Ιωνίδη (γνωστότερο ως Hermon di Giovannno) ως πνευματικό του δάσκαλο, ενώ επισκέφτηκε την Ελλάδα την περίοδο 1953 – 1955, διασκευάζει εφτά ελληνικούς χορούς για φυσαρμόνικα και έγχορδα (ή πιάνο): 1. Hassapiko, 2. The Selybrian Syrtos, 3. Sweet Basil Green, 4. Karagouna, 5. Tsaconian dance, 6. Pastoral, 7. Sousta. Ο πέμπτος που φέρει τον τίτλο "Tsaconian dance" αντλεί υλικό από τον σκοπό που εξετάζουμε. Το έργο ηχογραφήθηκε το 1958 στο Βερολίνο από τον John Sebastian, φυσαρμόνικα, και τον Renato Josi, πιάνο (βλ. εδώ), το 2001 στην Αθήνα από τον Χρήστο Ζερμπίνο, στο ακορντεόν, και την Athens String Orchestra υπό τη διεύθυνση του Λευτέρη Καλκάνη (βλ. εδώ), το 2003 στο Τόκυο από τους Ιάπωνες Joe Sakimoto, φυσαρμόνικα, και Haruki Mino, πιάνο (βλ. εδώ) και το 2013 στο Μιλάνο από τον Ιταλό Gianluca Littera, στη φυσαρμόνικα, και την Orchestra Stesichoros υπό τη διεύθυνση του Francesco Di Mauro (βλ. εδώ).
Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται, μαζί με 29 ακόμα χορούς και τραγούδια, στην 36σέλιδη έκδοση με τον τίτλο «Ελληνικοί χοροί και τραγούδια», σε μεταγραφή του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη. Περιέχει (σελ. 20) το τραγούδι «Τσακώνικος».
Στο μονόχρωμο εξώφυλλο αναγράφεται ο τίτλος της έκδοσης σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά) και το όνομα του μεταγραφέα. Στη πρώτη σελίδα αναγράφεται «30 Ελληνικοί Χοροί και Τραγούδια», ο τίτλος της έκδοσης σε τέσσερεις γλώσσες και η αφιέρωση «Στον Εθνικό μας Μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη», Στη δεύτερη σελίδα περιλαμβάνονται τα περιεχόμενα, με τους τίτλους των 30 τραγουδιών και χορών στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα. Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο υπάρχει το λογότυπο του εκδότη.
Η παρτιτούρα του συγκεκριμένου τραγουδιού περιλαμβάνεται στη σελίδα 20 της έκδοσης. Αναγράφεται ο τίτλος του τραγουδιού στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα («Danse de Tsaconie») και η προέλευση («Péloponèse»). Το μουσικό κείμενο αποτελείται από σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για πιάνο και ένα για φωνή) και συνοδεύεται από τους στίχους.
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ο σκοπός ηχογραφήθηκε στο Σικάγο τον Απρίλιο του 1928 από τους Νίκο Ξηρό (κλαρίνο), Γ. Βρούβα (σαντούρι) και άγνωστο (ζίλια) με τον τίτλο «Τσακώνικος χορός» (Columbia W-205856 – 56105-F).
Επίσης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης εμπνέεται από τον σκοπό για τον υπ. αρ. ΙΙ «Τσακώνικο» των «Τριών Ελληνικών χορών» που συνέθεσε το 1950 για ορχήστρα. Οι άλλοι δύο χοροί του έργου είναι ο Ι. Τσάμικος και ΙΙΙ. Συρτός (βλ. εδώ).
Το 1943 ο Εβραίος συνθέτης Karel Salomon [Salmon] (Χαϊλδεβέργη, 13 Νοεμβρίου 1897 – Beit Sayit, Ισραήλ, 15 Ιανουαρίου 1974) γράφει τη “Symphonic Suite on Greek themes” (βλ. εδώ από το 00′ 23 έως το 16′ 41″), η οποία αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος "Andante Sostenuto" ή "Syrtos Thrakikos" (βλ. εδώ από το 00′ 23″) βασίζεται στη μελωδία «Συρτός Θρακικός» (βλ. εδώ), που καταγράφεται στη συλλογή «Αρίων. Η μουσική των Ελλήνων ως διεσώθη από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον» των Αδαμάντιου Ρεμαντά και Προκόπιου Δ. Ζαχαρία. Το δεύτερο "Theme and variations" (βλ. εδώ από το 04′ 39″) βασίζεται στον παρόντα σκοπό. Το τρίτο φέρει τον τίτλο "The Lemon Tree" (βλ. εδώ από το 10′ 11″) βασίζεται στη μελωδία του τραγουδιού «Λεμονάκι» και το τέταρτο μέρος που ονομάζεται "Hora Hellenica" (βλ. εδώ στο 12′ 54″) επεξεργάζεται το μουσικό θέμα του «Πεντοζάλη». Η Συμφωνική σουίτα σε ελληνικά θέματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ισραήλ το 1943 από την Ορχήστρα Kol Israel υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Την ίδια χρονιά ο Salmon διασκεύασε το έργο του για πιάνο (βλ. εδώ), ενώ καταγράφεται και μία εκδοχή για δύο πιάνα, η οποία ηχογραφήθηκε από το ισραηλινό πιανιστικό ντουέτο των Bracha Eden and Alexander Tamir (βλ. εδώ).
Το 1956 ο Αμερικανός συνθέτης αρμενικής καταγωγής Alan Hovhaness [Alan Vaness Chakmakjian (Ալան Յարութիւն Չաքմաքճեան), Somerville, Μασαχουσέτη, 8 Μαρτίου 1911 – Σιάτλ, 21 Ιουνίου 2000] ολοκληρώνει το έργο του "Seven Greek Folk Dances, Οp. 150". Ο Hovhaness, ο οποίος θεωρούσε τον Έλληνα ζωγράφο Ερμόλαο Ιωνίδη (γνωστότερο ως Hermon di Giovannno) ως πνευματικό του δάσκαλο, ενώ επισκέφτηκε την Ελλάδα την περίοδο 1953 – 1955, διασκευάζει εφτά ελληνικούς χορούς για φυσαρμόνικα και έγχορδα (ή πιάνο): 1. Hassapiko, 2. The Selybrian Syrtos, 3. Sweet Basil Green, 4. Karagouna, 5. Tsaconian dance, 6. Pastoral, 7. Sousta. Ο πέμπτος που φέρει τον τίτλο "Tsaconian dance" αντλεί υλικό από τον σκοπό που εξετάζουμε. Το έργο ηχογραφήθηκε το 1958 στο Βερολίνο από τον John Sebastian, φυσαρμόνικα, και τον Renato Josi, πιάνο (βλ. εδώ), το 2001 στην Αθήνα από τον Χρήστο Ζερμπίνο, στο ακορντεόν, και την Athens String Orchestra υπό τη διεύθυνση του Λευτέρη Καλκάνη (βλ. εδώ), το 2003 στο Τόκυο από τους Ιάπωνες Joe Sakimoto, φυσαρμόνικα, και Haruki Mino, πιάνο (βλ. εδώ) και το 2013 στο Μιλάνο από τον Ιταλό Gianluca Littera, στη φυσαρμόνικα, και την Orchestra Stesichoros υπό τη διεύθυνση του Francesco Di Mauro (βλ. εδώ).
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ