Προέρχεται από την επιθεώρηση "Ποδόγυρος", των Παπαδούκα - Σπυρόπουλου - Κωνσταντινίδη, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο "Κεντρικόν" από τον θίασο Σαμαρτζή το 1933.
Στο τραγούδι αναφέρεται ο κειμενογράφος της επιθεώρησης Παναγιώτης Παπαδούκας απαντώντας στην "πρωτότυπον έρευναν" με θέμα "Πώς γράφτηκαν τα ωραιότερα αθηναϊκά τραγούδια", την οποία διεξήγαγε ο Αιμίλιος Σαββίδης στους γνωστότερους συνθέτες και συγγραφείς "των ωραιοτέρων τραγουδιών της τελευταίας δεκαετίας" για λογαριασμό της εβδομαδιαίας εφημερίδας "Τα παρασκήνια" (βλ. Έτος Α', αρ. φ. 18, Σάββατο 10.9.1938, σελ. 8):
«Η πρώτη ρωμάντσα που έγραψα, είνε άγνωστη και θα μείνη ακόμα άγνωστη γιατί απλούστατα, δεν τυπώθηκε. Ήταν την εποχή που επικρατούσε η μόδα της γενικής και ανοικτιρμόνου διά ταγκό εξυβρίσεως της γυναίκας. Οι χαρακτηρισμοί "ψεύτρα", "άπιστη", "άκαρδη", "άπονη" ήσαν οι ελαφρότεροι που της απεδίδοντο, οι δε κάπως βαρύτεροι έφθαναν μέχρι της "κακούργας". Εσκέφθηκα, λοιπόν, να γράψω ένα ταγκό διά του οποίου θ’ ανελάμβανα την υπεράσπισι της γυναίκας σαν ιππότης κραδαίνων αντί ξίφους, μερικούς στίχους. Αυτούς τους στίχους, λοιπόν, τους έγραψα και έμεινα πολύ ευχαριστημένος από το ευγενικό μου έργον. Το ρεφραίν άρχιζε με τη φράσι "Έτσι πρέπει οι γυναίκες πάντα νάναι —να μην πονάνε— να σε γελάνε". Και, φυσικά, στα δύο κουπλέ εδικαιολογούσα, κατά τρόπον αρκετά πειστικόν, την γνώμη μου. Ένας φίλος μου συνθέτης έγραψε τη μουσική —όχι χωρίς αντιρρήσεις— και, λαβών υπό μάλης το ταγκό, έλαβα την άγουσαν προς ένα μουσικόν εκδοτικόν οίκο, με την πεποίθησι ότι θα γινόταν δεκτό μ’ ενθουσιασμό. Ήμουν βέβαιος ότι το ταγκό αυτό θα χαλούσε, κυριολεκτικώς, κόσμο. Και ήταν πολύ φυσική αυτή η αισιοδοξία μου. Οι γυναίκες —σκεπτόμουν— αγανακτισμένες από την εναντίον τους επίθεσι, θα έσπευδαν ν’ αγκαλιάσουν μ’ ευγνωμοσύνη το τραγούδι που έπαιρνε το μέρος τους, πράγμα που θα είχε μια πρώτης τάξεως εμπορική επιτυχία. Φαντάζεσθε, λοιπόν, τι ψυχρολουσία μου ήρθε όταν ο εκδότης, αφού το διάβασε, μου είπε:
— Δυστυχώς δεν μπορώ να το εκδόσω.
— Γιατί; ρώτησα.
— Γιατί θάχη αποτυχία.
Του εξήγησα τους λόγους για τους οποίους επίστευα το αντίθετο. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος:
— Πόσο λίγο ξέρεις τις γυναίκες, μου είπε. Αυτές ευχαριστούνται να τις βρίζης... Και ακριβώς αυτές είνε που αγοράζουν τα ταγκό που τους ψάλλουν το αναβαλλόμενο. Κάθησε λίγο να ιδής και μόνος σου.
Περίμενα λίγην ώρα στο κατάστημα. Και διεπίστωσα ότι ο έκδοτης είχε δίκηο. Οι γυναίκες που έμπαιναν για ν’ αγοράσουν κομμάτια ζητούσαν εκείνο που εγώ ενόμιζα ότι θα τις ενωχλούσε "Σας παρακαλώ, μου δίνετε 'το μη πιστέψης τη γυναίκα'; — Έχετε το "γυναίκας ψεύτικα φιλιά μην τα πιστέψης ούτε χάδια"; — Μου παίζετε το "μια γυναίκα πέρασε, μούπε ψέματα με γέλασε;" — Μου δίνετε το "θ’ αυτοκτονήσω άκαρδη για σένα"; Και άλλα τέτοια... Εννοείται ότι δεν απογοητεύθηκα. Εγύρισα και τους άλλους μουσικούς οίκους και πήρα την ίδια περίπου απάντησι.
— Δεν γράφετε μερικά ταγκό να τις βρίζετε; μου είπαν. Τα προαγοράζουμε από τώρα. Έλαβα υπό σημείωσιν την πρότασί τους, το άτυχο ταγκό υπό μάλης και ακολούθησα κατόπιν, με κάποια μετριοπάθεια την συμβουλή των εκδοτών. Και περιμένω ν’ αλλάξουν οι άντρες γνώμην και οι γυναίκες αντιλήψεις, για να εκδώσω το πρώτο μου ταγκό. Και, όπως φαίνεται, αυτή η δουλειά θα μείνη για τους κληρονόμους μου».
Προέρχεται από την επιθεώρηση "Ποδόγυρος", των Παπαδούκα - Σπυρόπουλου - Κωνσταντινίδη, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο "Κεντρικόν" από τον θίασο Σαμαρτζή το 1933.
Στο τραγούδι αναφέρεται ο κειμενογράφος της επιθεώρησης Παναγιώτης Παπαδούκας απαντώντας στην "πρωτότυπον έρευναν" με θέμα "Πώς γράφτηκαν τα ωραιότερα αθηναϊκά τραγούδια", την οποία διεξήγαγε ο Αιμίλιος Σαββίδης στους γνωστότερους συνθέτες και συγγραφείς "των ωραιοτέρων τραγουδιών της τελευταίας δεκαετίας" για λογαριασμό της εβδομαδιαίας εφημερίδας "Τα παρασκήνια" (βλ. Έτος Α', αρ. φ. 18, Σάββατο 10.9.1938, σελ. 8):
«Η πρώτη ρωμάντσα που έγραψα, είνε άγνωστη και θα μείνη ακόμα άγνωστη γιατί απλούστατα, δεν τυπώθηκε. Ήταν την εποχή που επικρατούσε η μόδα της γενικής και ανοικτιρμόνου διά ταγκό εξυβρίσεως της γυναίκας. Οι χαρακτηρισμοί "ψεύτρα", "άπιστη", "άκαρδη", "άπονη" ήσαν οι ελαφρότεροι που της απεδίδοντο, οι δε κάπως βαρύτεροι έφθαναν μέχρι της "κακούργας". Εσκέφθηκα, λοιπόν, να γράψω ένα ταγκό διά του οποίου θ’ ανελάμβανα την υπεράσπισι της γυναίκας σαν ιππότης κραδαίνων αντί ξίφους, μερικούς στίχους. Αυτούς τους στίχους, λοιπόν, τους έγραψα και έμεινα πολύ ευχαριστημένος από το ευγενικό μου έργον. Το ρεφραίν άρχιζε με τη φράσι "Έτσι πρέπει οι γυναίκες πάντα νάναι —να μην πονάνε— να σε γελάνε". Και, φυσικά, στα δύο κουπλέ εδικαιολογούσα, κατά τρόπον αρκετά πειστικόν, την γνώμη μου. Ένας φίλος μου συνθέτης έγραψε τη μουσική —όχι χωρίς αντιρρήσεις— και, λαβών υπό μάλης το ταγκό, έλαβα την άγουσαν προς ένα μουσικόν εκδοτικόν οίκο, με την πεποίθησι ότι θα γινόταν δεκτό μ’ ενθουσιασμό. Ήμουν βέβαιος ότι το ταγκό αυτό θα χαλούσε, κυριολεκτικώς, κόσμο. Και ήταν πολύ φυσική αυτή η αισιοδοξία μου. Οι γυναίκες —σκεπτόμουν— αγανακτισμένες από την εναντίον τους επίθεσι, θα έσπευδαν ν’ αγκαλιάσουν μ’ ευγνωμοσύνη το τραγούδι που έπαιρνε το μέρος τους, πράγμα που θα είχε μια πρώτης τάξεως εμπορική επιτυχία. Φαντάζεσθε, λοιπόν, τι ψυχρολουσία μου ήρθε όταν ο εκδότης, αφού το διάβασε, μου είπε:
— Δυστυχώς δεν μπορώ να το εκδόσω.
— Γιατί; ρώτησα.
— Γιατί θάχη αποτυχία.
Του εξήγησα τους λόγους για τους οποίους επίστευα το αντίθετο. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος:
— Πόσο λίγο ξέρεις τις γυναίκες, μου είπε. Αυτές ευχαριστούνται να τις βρίζης... Και ακριβώς αυτές είνε που αγοράζουν τα ταγκό που τους ψάλλουν το αναβαλλόμενο. Κάθησε λίγο να ιδής και μόνος σου.
Περίμενα λίγην ώρα στο κατάστημα. Και διεπίστωσα ότι ο έκδοτης είχε δίκηο. Οι γυναίκες που έμπαιναν για ν’ αγοράσουν κομμάτια ζητούσαν εκείνο που εγώ ενόμιζα ότι θα τις ενωχλούσε "Σας παρακαλώ, μου δίνετε 'το μη πιστέψης τη γυναίκα'; — Έχετε το "γυναίκας ψεύτικα φιλιά μην τα πιστέψης ούτε χάδια"; — Μου παίζετε το "μια γυναίκα πέρασε, μούπε ψέματα με γέλασε;" — Μου δίνετε το "θ’ αυτοκτονήσω άκαρδη για σένα"; Και άλλα τέτοια... Εννοείται ότι δεν απογοητεύθηκα. Εγύρισα και τους άλλους μουσικούς οίκους και πήρα την ίδια περίπου απάντησι.
— Δεν γράφετε μερικά ταγκό να τις βρίζετε; μου είπαν. Τα προαγοράζουμε από τώρα. Έλαβα υπό σημείωσιν την πρότασί τους, το άτυχο ταγκό υπό μάλης και ακολούθησα κατόπιν, με κάποια μετριοπάθεια την συμβουλή των εκδοτών. Και περιμένω ν’ αλλάξουν οι άντρες γνώμην και οι γυναίκες αντιλήψεις, για να εκδώσω το πρώτο μου ταγκό. Και, όπως φαίνεται, αυτή η δουλειά θα μείνη για τους κληρονόμους μου».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ