Χανουμάκι

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο εξωτισμός, όπως εκδηλώνεται στις ποικίλες αναπαραστάσεις του.

Μαρτυρείται στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα τέλη του 16ου αιώνα, αν και η ευρεία του επικράτηση ως τάση συνδέθηκε με τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα (Netto, 2015: 13). Έκτοτε, ο όρος έχει ενσωματώσει διάφορα επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας καθετί «άλλου». Η σημασία του αφορά αφ’ ενός τα χαρακτηριστικά αυτού που είναι έξω από τη σφαίρα της ταυτότητας, αφ’ ετέρου την έλξη που ασκεί ό,τι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ευρύτατη αποδοχή του φαινομένου του εξωτισμού είναι πασιφανής: ο πολυδιάστατος γλωσσικός, μουσικός και εικαστικός πλούτος, που συσσωρεύτηκε γύρω και μέσα στον εξωτισμό, δημιούργησε ένα κοινό απόθεμα γνώσης που τροφοδοτεί διηνεκώς το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό.

Εστιάζοντας στις μοντέρνες κοινότητες των Ελλήνων, βρίσκουμε πολύ νωρίς συγκροτημένα ίχνη του εξωτισμού στην ποίηση και την λογοτεχνία, τα οποία μεταφέρονται γρήγορα στο θέατρο, εμπλουτισμένα ως προς την οπτική και δραματική τους υφή. Η έκρηξη των δημοφιλών μορφών θεάματος και μαζικής διασκέδασης που φέρνει ο 20ός αιώνας θα διακτινίσουν την εμβέλειά τους. Στην Ελλάδα, ανάμεσα σε όλα τα καλλιτεχνικά πεδία, η πιο επίμονη και η πιο εμφανής παρουσία του εξωτισμού καταγράφεται στο τραγούδι. Στην εποχή της δισκογραφίας, η προέλαση του εξωτισμού είναι ακαταμάχητη, και αφήνει πολύ ισχυρό αποτύπωμα. Όσο κι αν μοιάζει να προσδιορίζεται από την αρχή της «τοπικότητας», ο εξωτισμός είναι μια παγκόσμια αισθητική σταθερά, μια «κοινή» γλώσσα της νέας εποχής, που φέρει έντονα το στίγμα του μοντερνισμού και εγγράφεται μέσα σε μια σύνθετη και μακρόχρονη διαδικασία ώσμωσης μεταξύ των «εθνικών» μουσικών, η οποία παράγει ρεπερτόρια με «οικουμενικά» ή παγκόσμια χαρακτηριστικά.

Οι τόποι που αναπαρίστανται στον εξωτισμό, η Ανατολή, η Λατινική Αμερική, η Ισπανία, η Χαβάη, είναι κατ’ εξοχήν φαντασιακοί, αποσυνδέονται από τον πραγματικό κόσμο. Ανοίγονται σαν μια θεατρική σκηνή, με εναλλασσόμενα σκηνικά, όπου δραματοποιούνται οι φαντασιώσεις, κατακλύζουν τις αισθήσεις κι εκλύουν έντονα συναισθήματα, προσφέροντας στον «επισκέπτη» μια ιδανική εμπειρία, έξω από τους περιορισμούς του συμβατικού κόσμου: αιώνιο γλέντι, ηδονές, περιπέτεια.

Η αναπαράσταση της Ανατολής δίνει στους συνθέτες την δυνατότητα επέκτασης της γλώσσας που χρησιμοποιούν, με χρήση νέων ηχοχρωμάτων, μελωδικών αναπτυγμάτων και ρυθμικών σχημάτων. Τα βασικά μουσικά χαρακτηριστικά της αναπαράστασης της είναι μάλλον τυποποιημένα: το χιτζάζ, η χρήση τρόπων όπως ο φρύγιος και ο δώριος και η χρήση φωνητικών μελισμάτων και βοκαλισμών. Στο επίπεδο της ενορχήστρωσης, την αναπαράσταση του εξωτικού αναλαμβάνουν συστηματικά το αγγλικό κόρνο και το όμποε, ενώ παράλληλα ενισχύονται τα κρουστά με ντέφι, τρίγωνο, πιατίνια, γκονγκ κ.ά. Σε ρυθμολογικό επίπεδο επιλέγονται ρυθμικά μοτίβα που «προαναγγέλουν» ένα από τα σημαντικότερα μουσικά χαρακτηριστικά του εξωτισμού: το μπολερό που αποκαλείται «οριεντάλ» και που θα σημαδέψει τον εξωτισμό στην ελληνική δισκογραφία κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Στο επίκεντρο της σκηνογραφίας της Ανατολής η οποία πάντοτε αναπαρίσταται ως Ισλαμική, στέκεται το παλάτι, συνώνυμο των απολαύσεων και της χλιδής, εντός του οποίου πραγματώνεται κάθε φαντασιακή αμετροέπεια. Βίαιοι και δεσποτικοί πασάδες, μαχαραγιάδες και σεΐχηδες απολαμβάνουν την χλιδή ενδίδοντας σε παροιμιώδη οκνηρία. Η μορφή που κυριαρχεί στην σκηνική οικονομία του εθνοτοπίου της Ανατολής είναι ασφαλώς η γυναίκα ως αντικείμενο του πόθου. Μέσα από μία σειρά ρόλων, σχεδόν αποκλειστικά πρωταγωνιστικών, γίνεται η ενσάρκωση του μυστικισμού, του ερωτισμού και της ηδυπάθειας της φαντασιακής Ανατολής. Το απόλυτο σύμβολο της λαγνείας, σήμα κατατεθέν της Ανατολής, δεν είναι άλλο από το χαρέμι (Lewis, 2004: 12-52). Η σκλαβιά του γυναικείου σώματος συμβάλει καθοριστικά στη σκηνική οικονομία του εθνοτοπίου της Ανατολής, φέρνοντας τον αφηγητή αντιμέτωπο με υπερβατικές πράξεις ηρωισμού. Στην Ανατολή, ο ημερολογιακός χρόνος είναι πολωμένος, με την ατμόσφαιρα να περιγράφεται σχεδόν πάντα νυχτερινή. Το σκοτάδι αποτελεί ένα ισχυρό σύμβολο κλιμάκωσης της συναισθηματικής έντασης, αφού είναι συνώνυμο μιας μεταφυσικής ομίχλης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο εξωτισμός δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαιτερότητα μικρής κλίμακας, αλλά κυρίαρχη αισθητική, δομημένη από την σημειολογία που περιγράφεται παραπάνω, ευρέως εμπεδωμένη και ευκόλως αναγνωρίσιμη. Ωστόσο, πριν από αυτή την υφολογική αυτονόμησή του, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, τα ίχνη του εξωτισμού είναι διάσπαρτα και αδύναμα.

Σε αυτά τα πρώτα ίχνη του εξωτισμού στην ελληνόφωνη ιστορική δισκογραφία συγκαταλέγεται και το «Χανουμάκι». Στο τραγούδι αυτό διαγράφεται η οριακότητα μεταξύ της πραγματικής εμπειρίας του Άλλου και της ρομαντικής φαντασίωσής του, μεταξύ της πολιτισμικής οικειότητας των ελληνόφωνων πληθυσμών με τον κόσμο της εγγύς Ανατολής και της αποδοχής του αισθητικού προτύπου του εξωτισμού.

Πάνω σε μια λαϊκή, κατά τα φαινόμενα, μελωδία συνδυάζονται στοιχεία εξωτικής αναπαράστασης (χανουμάκι, χαρέμι) με ένα ζήτημα που δεν αποκλείεται να ήταν σύνηθες στην κοινωνική ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: το ταμπού της ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.

Άξια αναφοράς είναι η ποικιλία στο ρυθμικό υπόβαθρο, που παρουσιάζεται στις διάφορες διαθέσιμες ηχογραφήσεις,  αλλά και, γενικώς, στις επιτελεστικές έξεις από την πλευρά των εκτελεστών, κάτι που αναμφίβολα υποδεικνύει τις διαφορετικές τους αφετηρίες και την οικειότητά τους (ή μη) με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Έτσι, παρατηρούμε πως το τραγούδι εκτελείται πότε με αναφορές στο τσιφτετέλι, και πότε στον μπάλο ή ακόμη και την χαμπανέρα. Σημειώνεται, επίσης, η επικοινωνία που αχνοφαίνεται με τον μουσικό σκοπό του «Τσακιτζή».

Εκτός από την παρούσα, κυκλοφόρησαν ακόμη έξι εκτελέσεις του τραγουδιού, είκοσι χρόνια νωρίτερα:
– «Το χανουμάκι» από την κομπανία του Παναγιώτη Ζορμπάνη  (Zonophone 10704b - X-104612 και GC 4-14629), ηχογραφημένο τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα
«Χανουμάκι» από τη Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα (Odeon CX-1904 – No-58584), ηχογραφημένο το 1908 στην Κωνσταντινούπολη
«Χανουμάκι» από τη Μαρίκα Βούλγαρη (Ο Απόλλων 207 – A-207), ηχογραφημένο το 1908 στην Αθήνα
– «Χανουμάκι» από την Ελληνική Εστουδιαντίνα [Gramophone 12340b – 2-14338 και Victor 63515 (ανατύπωση στις ΗΠΑ)], ηχογραφημένο στις 5 Μαρτίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη
«Χανουμάκι» από την Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη (Favorite 3983-t – 1-59040), ηχογραφημένο στις 7 Ιουλίου 1910 στην Κωνσταντινούπολη
– «Το χανουμάκι» από τον Πέτρο Ζουναράκη (Orfeon 10407), ηχογραφημένο το 1910 ή 1911 στην Κωνσταντινούπολη

Ο αριθμός των επανεκτελέσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού.

Στην εν λόγω ηχογράφηση, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικαιροποίηση που επιχειρείται, με το οργανολόγιο και το επιτελεστικό ύφος να συγκλίνουν σε αυτά της λεγόμενης «σμυρναίικης» σχολής: το tempo είναι εμφανώς ελαττωμένο σε σχέση με τις προγενέστερες εκτελέσεις, προσφέροντας στον τραγουδιστή ένα πλαίσιο ανάδειξης των φωνητικών δυνατοτήτων του.

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Κουκουδάκης Β. [;]
Τραγουδιστές:
Αραπάκης Δημήτρης
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1930
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Pathé
Αριθμός καταλόγου:
80151
Αριθμός μήτρας:
70279
Διάρκεια:
3:06
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Pathe_80151_Chanoumaki
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Χανουμάκι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=5287
Στίχοι:
Στρουμπουλό σα το μπαρμπούνι
τρυφερό σα το πιτσούνι
το ’δα και μου ήρθε ζάλη
και μου πήρε το μυαλό
έχασα το λογικό

Ήτανε μικρό, μικρό χανούμι
και στο πόδι φόραγε πασούμι
αχ, χανουμάκι με τρέλανες

Χανουμάκι το φωνάζω
και κρυφά το κουβεντιάζω
έλα να γινούμε ταίρι
και να ζήσουμε τα δυο
γιατί χάνω το μυαλό

Έτσι μου ’ρχεται την πίστη μου ν' αλλάξω
νά μπω στο χαρέμι μέσα να σ’ αρπάξω
αχ, χανουμάκι σκερτσόζικο

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Εντός αυτών των δικτύων, συχνά δημιουργούνται ή ενσωματώνονται ήδη υπάρχουσες τάσεις και αισθητικά ρεύματα, πολλώ δε μάλλον κατά την περίοδο που το φαινόμενο της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής του ήχου λαμβάνει εμπορικές, μαζικές και οικουμενικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο εξωτισμός, όπως εκδηλώνεται στις ποικίλες αναπαραστάσεις του.

Μαρτυρείται στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα τέλη του 16ου αιώνα, αν και η ευρεία του επικράτηση ως τάση συνδέθηκε με τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα (Netto, 2015: 13). Έκτοτε, ο όρος έχει ενσωματώσει διάφορα επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας καθετί «άλλου». Η σημασία του αφορά αφ’ ενός τα χαρακτηριστικά αυτού που είναι έξω από τη σφαίρα της ταυτότητας, αφ’ ετέρου την έλξη που ασκεί ό,τι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ευρύτατη αποδοχή του φαινομένου του εξωτισμού είναι πασιφανής: ο πολυδιάστατος γλωσσικός, μουσικός και εικαστικός πλούτος, που συσσωρεύτηκε γύρω και μέσα στον εξωτισμό, δημιούργησε ένα κοινό απόθεμα γνώσης που τροφοδοτεί διηνεκώς το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό.

Εστιάζοντας στις μοντέρνες κοινότητες των Ελλήνων, βρίσκουμε πολύ νωρίς συγκροτημένα ίχνη του εξωτισμού στην ποίηση και την λογοτεχνία, τα οποία μεταφέρονται γρήγορα στο θέατρο, εμπλουτισμένα ως προς την οπτική και δραματική τους υφή. Η έκρηξη των δημοφιλών μορφών θεάματος και μαζικής διασκέδασης που φέρνει ο 20ός αιώνας θα διακτινίσουν την εμβέλειά τους. Στην Ελλάδα, ανάμεσα σε όλα τα καλλιτεχνικά πεδία, η πιο επίμονη και η πιο εμφανής παρουσία του εξωτισμού καταγράφεται στο τραγούδι. Στην εποχή της δισκογραφίας, η προέλαση του εξωτισμού είναι ακαταμάχητη, και αφήνει πολύ ισχυρό αποτύπωμα. Όσο κι αν μοιάζει να προσδιορίζεται από την αρχή της «τοπικότητας», ο εξωτισμός είναι μια παγκόσμια αισθητική σταθερά, μια «κοινή» γλώσσα της νέας εποχής, που φέρει έντονα το στίγμα του μοντερνισμού και εγγράφεται μέσα σε μια σύνθετη και μακρόχρονη διαδικασία ώσμωσης μεταξύ των «εθνικών» μουσικών, η οποία παράγει ρεπερτόρια με «οικουμενικά» ή παγκόσμια χαρακτηριστικά.

Οι τόποι που αναπαρίστανται στον εξωτισμό, η Ανατολή, η Λατινική Αμερική, η Ισπανία, η Χαβάη, είναι κατ’ εξοχήν φαντασιακοί, αποσυνδέονται από τον πραγματικό κόσμο. Ανοίγονται σαν μια θεατρική σκηνή, με εναλλασσόμενα σκηνικά, όπου δραματοποιούνται οι φαντασιώσεις, κατακλύζουν τις αισθήσεις κι εκλύουν έντονα συναισθήματα, προσφέροντας στον «επισκέπτη» μια ιδανική εμπειρία, έξω από τους περιορισμούς του συμβατικού κόσμου: αιώνιο γλέντι, ηδονές, περιπέτεια.

Η αναπαράσταση της Ανατολής δίνει στους συνθέτες την δυνατότητα επέκτασης της γλώσσας που χρησιμοποιούν, με χρήση νέων ηχοχρωμάτων, μελωδικών αναπτυγμάτων και ρυθμικών σχημάτων. Τα βασικά μουσικά χαρακτηριστικά της αναπαράστασης της είναι μάλλον τυποποιημένα: το χιτζάζ, η χρήση τρόπων όπως ο φρύγιος και ο δώριος και η χρήση φωνητικών μελισμάτων και βοκαλισμών. Στο επίπεδο της ενορχήστρωσης, την αναπαράσταση του εξωτικού αναλαμβάνουν συστηματικά το αγγλικό κόρνο και το όμποε, ενώ παράλληλα ενισχύονται τα κρουστά με ντέφι, τρίγωνο, πιατίνια, γκονγκ κ.ά. Σε ρυθμολογικό επίπεδο επιλέγονται ρυθμικά μοτίβα που «προαναγγέλουν» ένα από τα σημαντικότερα μουσικά χαρακτηριστικά του εξωτισμού: το μπολερό που αποκαλείται «οριεντάλ» και που θα σημαδέψει τον εξωτισμό στην ελληνική δισκογραφία κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Στο επίκεντρο της σκηνογραφίας της Ανατολής η οποία πάντοτε αναπαρίσταται ως Ισλαμική, στέκεται το παλάτι, συνώνυμο των απολαύσεων και της χλιδής, εντός του οποίου πραγματώνεται κάθε φαντασιακή αμετροέπεια. Βίαιοι και δεσποτικοί πασάδες, μαχαραγιάδες και σεΐχηδες απολαμβάνουν την χλιδή ενδίδοντας σε παροιμιώδη οκνηρία. Η μορφή που κυριαρχεί στην σκηνική οικονομία του εθνοτοπίου της Ανατολής είναι ασφαλώς η γυναίκα ως αντικείμενο του πόθου. Μέσα από μία σειρά ρόλων, σχεδόν αποκλειστικά πρωταγωνιστικών, γίνεται η ενσάρκωση του μυστικισμού, του ερωτισμού και της ηδυπάθειας της φαντασιακής Ανατολής. Το απόλυτο σύμβολο της λαγνείας, σήμα κατατεθέν της Ανατολής, δεν είναι άλλο από το χαρέμι (Lewis, 2004: 12-52). Η σκλαβιά του γυναικείου σώματος συμβάλει καθοριστικά στη σκηνική οικονομία του εθνοτοπίου της Ανατολής, φέρνοντας τον αφηγητή αντιμέτωπο με υπερβατικές πράξεις ηρωισμού. Στην Ανατολή, ο ημερολογιακός χρόνος είναι πολωμένος, με την ατμόσφαιρα να περιγράφεται σχεδόν πάντα νυχτερινή. Το σκοτάδι αποτελεί ένα ισχυρό σύμβολο κλιμάκωσης της συναισθηματικής έντασης, αφού είναι συνώνυμο μιας μεταφυσικής ομίχλης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο εξωτισμός δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαιτερότητα μικρής κλίμακας, αλλά κυρίαρχη αισθητική, δομημένη από την σημειολογία που περιγράφεται παραπάνω, ευρέως εμπεδωμένη και ευκόλως αναγνωρίσιμη. Ωστόσο, πριν από αυτή την υφολογική αυτονόμησή του, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, τα ίχνη του εξωτισμού είναι διάσπαρτα και αδύναμα.

Σε αυτά τα πρώτα ίχνη του εξωτισμού στην ελληνόφωνη ιστορική δισκογραφία συγκαταλέγεται και το «Χανουμάκι». Στο τραγούδι αυτό διαγράφεται η οριακότητα μεταξύ της πραγματικής εμπειρίας του Άλλου και της ρομαντικής φαντασίωσής του, μεταξύ της πολιτισμικής οικειότητας των ελληνόφωνων πληθυσμών με τον κόσμο της εγγύς Ανατολής και της αποδοχής του αισθητικού προτύπου του εξωτισμού.

Πάνω σε μια λαϊκή, κατά τα φαινόμενα, μελωδία συνδυάζονται στοιχεία εξωτικής αναπαράστασης (χανουμάκι, χαρέμι) με ένα ζήτημα που δεν αποκλείεται να ήταν σύνηθες στην κοινωνική ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: το ταμπού της ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.

Άξια αναφοράς είναι η ποικιλία στο ρυθμικό υπόβαθρο, που παρουσιάζεται στις διάφορες διαθέσιμες ηχογραφήσεις,  αλλά και, γενικώς, στις επιτελεστικές έξεις από την πλευρά των εκτελεστών, κάτι που αναμφίβολα υποδεικνύει τις διαφορετικές τους αφετηρίες και την οικειότητά τους (ή μη) με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Έτσι, παρατηρούμε πως το τραγούδι εκτελείται πότε με αναφορές στο τσιφτετέλι, και πότε στον μπάλο ή ακόμη και την χαμπανέρα. Σημειώνεται, επίσης, η επικοινωνία που αχνοφαίνεται με τον μουσικό σκοπό του «Τσακιτζή».

Εκτός από την παρούσα, κυκλοφόρησαν ακόμη έξι εκτελέσεις του τραγουδιού, είκοσι χρόνια νωρίτερα:
– «Το χανουμάκι» από την κομπανία του Παναγιώτη Ζορμπάνη  (Zonophone 10704b - X-104612 και GC 4-14629), ηχογραφημένο τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα
«Χανουμάκι» από τη Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα (Odeon CX-1904 – No-58584), ηχογραφημένο το 1908 στην Κωνσταντινούπολη
«Χανουμάκι» από τη Μαρίκα Βούλγαρη (Ο Απόλλων 207 – A-207), ηχογραφημένο το 1908 στην Αθήνα
– «Χανουμάκι» από την Ελληνική Εστουδιαντίνα [Gramophone 12340b – 2-14338 και Victor 63515 (ανατύπωση στις ΗΠΑ)], ηχογραφημένο στις 5 Μαρτίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη
«Χανουμάκι» από την Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη (Favorite 3983-t – 1-59040), ηχογραφημένο στις 7 Ιουλίου 1910 στην Κωνσταντινούπολη
– «Το χανουμάκι» από τον Πέτρο Ζουναράκη (Orfeon 10407), ηχογραφημένο το 1910 ή 1911 στην Κωνσταντινούπολη

Ο αριθμός των επανεκτελέσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού.

Στην εν λόγω ηχογράφηση, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικαιροποίηση που επιχειρείται, με το οργανολόγιο και το επιτελεστικό ύφος να συγκλίνουν σε αυτά της λεγόμενης «σμυρναίικης» σχολής: το tempo είναι εμφανώς ελαττωμένο σε σχέση με τις προγενέστερες εκτελέσεις, προσφέροντας στον τραγουδιστή ένα πλαίσιο ανάδειξης των φωνητικών δυνατοτήτων του.

Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Κουκουδάκης Β. [;]
Τραγουδιστές:
Αραπάκης Δημήτρης
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
1930
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Pathé
Αριθμός καταλόγου:
80151
Αριθμός μήτρας:
70279
Διάρκεια:
3:06
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Pathe_80151_Chanoumaki
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Χανουμάκι", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=5287
Στίχοι:
Στρουμπουλό σα το μπαρμπούνι
τρυφερό σα το πιτσούνι
το ’δα και μου ήρθε ζάλη
και μου πήρε το μυαλό
έχασα το λογικό

Ήτανε μικρό, μικρό χανούμι
και στο πόδι φόραγε πασούμι
αχ, χανουμάκι με τρέλανες

Χανουμάκι το φωνάζω
και κρυφά το κουβεντιάζω
έλα να γινούμε ταίρι
και να ζήσουμε τα δυο
γιατί χάνω το μυαλό

Έτσι μου ’ρχεται την πίστη μου ν' αλλάξω
νά μπω στο χαρέμι μέσα να σ’ αρπάξω
αχ, χανουμάκι σκερτσόζικο

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης